Πληροφορίες

Ηθοποιοί: Margarita Lozano, Claudio Bigagli, Franco Franchi, Ciccio Ingrassia
Διάρκεια: 3h, 7min
Βραβεία: David di Donatello 1985 (παραγωγή και σενάριο), Golden Globe 1985 (καλύτερης ταινίας)
Τοποθεσία: Ιταλία, 1984
Φωτογραφία: Giuseppe Lanci
Μουσική: Nicola Piovani
Σκηνοθέτης: Paolo & Vittorio Taviani
Σενάριο: Paolo & Vittorio Taviani, Tonino Guerra

Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.), στα πλαίσια του αφιερώματος «Μαγικός Ρεαλισμός», παρουσιάζει την ταινία

Kaos (Paolo & Vittorio Taviani, 1984)

Το «Kaos» (ελλ. «Χάος»)1 προβλήθηκε το 1984 και βασίζεται σε τέσσερα μικρά διηγήματα του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Λουίτζι Πιραντέλλο. Οι ιστορίες διαδραματίζονται στην επαρχιακή Σικελία κατά τα τέλη του 19ου-αρχές 20ου αιώνα. Αν και ανθολογία, ο (διά)κοσμος της Σικελίας αποτελεί την συγκολλητική ουσία των επιμέρους ιστοριών και ίσως τον μοναδικό πρωταγωνιστή.

Στην εναρκτήρια, λίαν ποιητική σεκάνς, η Σικελία πραγματώνεται αλληγορικά, αλλά και ρητά, σε ένα αρσενικό κοράκι. Σε κάποιον απροσδιόριστο χρόνο και χώρο, μια ομάδα αντρών βρίσκει το κοράκι να κλωσσάει αβγά. Επιπόλαια προβαίνουν στην διακωμώδησή του. Ο βασανισμός του πουλιού διακόπτεται από την παρέμβαση ενός εκ των ανδρών που δένει ένα καμπανάκι στον θώρακα του πτηνού αφήνοντάς το έπειτα να πετάξει. Το κρούσμα του κουδουνιού τού χαρίζει μια ιδιότυπη -μουσική- φωνή που θυμίζει τον χορό των τραγωδιών (που σήμαινε την μετάβαση από τη μια πράξη στην επόμενη), καθώς πετάει σε κάθε ιντερμέδιο, από ιστορία σε ιστορία.

Στην πρώτη εξ’ αυτών («Ο Άλλος Γιος») το προσωπικό δράμα μιας ταραγμένης και αναλφάβητης χήρας, της Μαριαγκράτσια, διαπλέκεται με γεγονότα-σταθμούς της σύγχρονης Ιταλικής ιστορίας. Η Μαριαγκράτσια προσπαθεί εδώ και χρόνια να στείλει υπαγορευμένα γράμματα στους δύο γιους της που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες – δίχως όμως ανταπόκριση. Η άτυχη μητέρα ακολουθεί έναν όχλο Ιταλών εμιγκρέδων, που συγχρωτίζονται προς αναχώρηση σε έναν προαστιακό χωματόδρομο, προκειμένου να βρει τον κατάλληλο αγγελιαφόρο της. Στον αφιλόξενο και άγονο αυτόν τόπο, η προσωρινή αναβολή της αναχώρησής τους γίνεται ευκαιρία για μια σχεδόν impromptu αναπαράσταση της Σικελιανής κοινωνίας, σκιαγραφώντας με ανάλαφρο τόνο τις αξίες της εποχής. Η κοινωνία αυτή είναι τόσο πολύχρωμη, που το μινιμαλιστικό σκηνικό με την σχεδόν πλήρη απουσία φροντιστηριακών αντικειμένων δεν αποτελεί εμπόδιο για μια ζοφερή απεικόνισή της. Ταυτόχρονα, η χήρα εξομολογείται σ’ έναν συγχωριανό της ότι τόσα χρόνια απορρίπτει έναν «άλλον γιο», τον Ρόκο, που ζει εκεί κοντά. Η εχθρική στάση της Μαριαγκράτσια οφείλεται στο γεγονός ότι ο άλλος γιος είναι το ανεπιθύμητο κειμήλιο μιας βάναυσης ανάμνησής της που δύσκολα λησμονείται, μιας και ο Ρόκο φέρει την εμφάνιση του ειδεχθούς βιολογικού του πατέρα. Το προσωπικό δράμα της μητέρας αναβλύζει από την αιματηρή εποχή της Ιταλικής ένωσης υπό Γκαριμπάλντι καθώς κι από το μεγάλο κύμα μετανάστευσης του Ιταλικού νότου προς τις ΗΠΑ. Η μοιρολογούσα μητέρα υπαγορεύει, ξανά και ξανά: «Αγαπητά μου παιδιά, σας γράφω από τον δικό μας τόπο του κλαυθμού, στον δικό σας τόπο του χρυσού».

Η δεύτερη ιστορία («Ο Φεγγαροχτυπημένος») πραγματεύεται τον απαγορευμένο έρωτα, το συνοικέσιο καθώς και την σχέση του ανθρώπου με την μαγική φύση. Ένα βράδυ με πανσέληνο, η Σιντόρα μαθαίνει ότι ο άντρας της, Μπάτα, υποφέρει από σεληνιασμό. Το επόμενο πρωί αποφασίζουν ότι κάθε μήνα, την άτυχη αυτή βραδιά, η μητέρα της Σιντόρα μαζί με το ξάδερφο και ανεκπλήρωτο έρωτά της, Σάρο, θα την προστατεύουν από τα βίαια και απρόβλεπτα συμπτώματα του Μπάτα. Εκμεταλλευόμενοι την ξαφνική υποχώρηση της μητέρας, η Σιντόρα και ο Σάρο αναζωπυρώνουν τον έρωτά τους. Ο Σάρο όμως, αλλάζει την πίστη του προς τον συγχωριανό του και δείχνει στην Σιντόρα πως η απάντηση στο σύμπτωμα του άντρα της δεν είναι ο φόβος, αλλά η συμπερίληψη και η αγάπη. Μια ιστορία με φόντο την απέραντη και σκοτεινή πεδιάδα, η αποδοχή του Άλλου δίνει παλμό στην -κατά τ’ άλλα- κλειστή νοτιοϊταλική κοινωνία.

Στην τρίτη ιστορία («Το Κιούπι»), ένας σκληροτράχηλος, πλούσιος και μισαλλόδοξος γαιοκτήμονας (Τσίτσο Ινγκράσσια) αγοράζει ένα τεράστιο πιθάρι για τις ελιές της παραγωγής του. Το επόμενο πρωί, μετά από πανσέληνο, το πιθάρι μυστηριωδώς έχει κοπεί στα δύο. Ένας αινιγματικός τεχνίτης (Φράνκο Φράνκι) καλείται να επισκευάσει το κιούπι με την μαγική του κόλλα, η συνταγή της οποίας τού εμφανίστηκε σε όνειρο. Η ιστορία αποτελεί ένα αμάλγαμα -κλασικής Ιταλικής- κωμωδίας και μαγείας (με έντονη την παρουσία του παγανισμού στην σκηνή με τον κυκλικό χορό). Το αίσθημα της κοινότητας διαφαίνεται και εδώ, όπως στην σκηνή που ο «φυλακισμένος» τεχνίτης προσφέρει όλο του τον μισθό στο φαγοπότι που μοιράζεται με τους εργάτες). Αξιοσημείωτη είναι η μετά μουσικής επική είσοδος του Φράνκο Φράνκι μιας και, εκείνη την εποχή, ο Φράνκι με τον Ινγκράσσια ήταν διθυραμβικώς αναγνωρίσιμα κωμικά κινηματογραφικά ντουέτα.

Η τέταρτη ιστορία («Ρέκβιεμ») πραγματεύεται τον την αξία της ταφής των νεκρών. Ένας όχλος φτωχών χωρικών στρέφονται εναντίον του βαρόνου και των καραμπινιέρηδων του, απαιτώντας ένα μέρος ταφής για τον συγχωριανό τους. Από τη μία, οι χωρικοί, πάντα ενωμένοι κι αγαπημένοι, σαν παρελαύνων όχλος με αυτοσχέδιες στολές από μαλλί προβάτου με έντονο το αίσθημα του ανήκειν στον τόπο τους˙ από την άλλη, ο πλούσιος μα τρομακτικός κι αφιλόξενος βαρόνος, που προκαλεί φόβο στην βασιλική του φρουρά, μοιάζει με απρόσκλητο επισκέπτη στην ίδια του την γη.

Στον επίλογο («Συζητώντας με την Μητέρα») ένας άντρας, εκπληρώνει το αίτημα της μητέρας του κι επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από δέκα χρόνια. Μία σειρά ανεξήγητων συναντήσεων που προδίδουν θύμησες μιας κατακερματισμένης μνήμης τον οδηγούν στο μητρικό του σπίτι. Εκεί η – νεκρή πια- μητέρα, τον περιμένει στην πολυθρόνα της για να τον αποχαιρετίσει όπως εκείνη φανταζόταν, πριν εκλείψει.

Αν λάβουμε υπόψιν το Ησιόδειο Χάος, που δεν αποτελεί τέκνο κανενός αλλά είναι από μόνο του μια γενάρχης οντότητα, αυτόματα αποκαλύπτεται και ο συλλογισμός πίσω από την επιλογή του τίτλου. Το Χάος γεννά την ζωή, ένα πολυδιανυσματικό πλέγμα που πάνω του διαπλέκονται ιστορίες, η μια μέσα στην άλλη, όπως οι χαρακτήρες-ηθοποιοί που συμμετέχουν σε δύο και τρεις ιστορίες, φέροντας τα ίδια ονόματα και ρόλους˙ όπως o κόρακας-χορός που πετάει στα ιντερμέδια της ταινίας, μα καμιά φορά προσγειώνεται και μέσα στην εκάστοτε ιστορία. Μα και ο ίδιος ο Πιραντέλλο, όπως εξομολογείται, είναι παιδί του Χάους, μιας και γεννήθηκε Εκεί: σε μια μικρή επαρχεία του Αγκριτζέντο όπου ρέει η πολυδύναμη ζωή, μέσα από τα σώματα της φύσης και των ανθρώπων.

Π-Χ, Μ-Γ,

(Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)

1 Το όνομα της ταινίας προέρχεται από το όνομα της πατρίδας του Πιραντέλλο, την Càusu του Αγκριτζέντο. Εκεί, ένας ποταμός σε σχήμα διχάλας χωρίζει δύο γειτονικούς οικισμούς. Στην τοπική διάλεκτο, το Càusu σημαίνει «παντελόνι». Η μετονομασία σε “Cavusu”, που παραπέμπει (όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Πιραντέλλο) στην ελληνική λέξη «Χάος», έγινε προκειμένου να αποφευχθεί ο χλευασμός των ντοπίων που γεννήθηκαν «στην μία πλευρά της διχάλας/του Càusu», δηλαδή «στο ένα πόδι του παντελονιού». Πηγή: Sicilian Post (αρθρ. Eva Luna Mascolino)