Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Αndré Delvaux
Σενάριο: Αndré Delvaux, Johan Daisne
Ηθοποιοί: Yves Montand, Anouk Aimée
Βραβεία: Locarno International Film Festival (1968)
Φωτογραφία: Ghislain Cloquet
Μουσική: Frédéric Devreese
Τοποθεσία: Γαλλία, Βέλγιο
Διάρκεια: 1h 26min

Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.), στα πλαίσια του αφιερώματος «Μαγικός Ρεαλισμός», παρουσιάζει την ταινία

Un Soir… Un Train (Αndré Delvaux, 1968)

O Αndré Delvaux, πρωτοπόρος στο ρεύμα του φλαμανδικού μαγικού ρεαλισμού, παίρνοντας συχνά έμπνευση από την αντίστοιχη φλαμανδική λογοτεχνία, δημιούργησε κινηματογραφικά αριστουργήματα που πραγματεύονται τον έρωτα και τον θάνατο και την αναπόφευκτη επιρροή των ανθρώπινων σχέσεων από αυτό το αέναο δίπολο. Ταυτόχρονα, ο Delvaux σχολιάζει έμμεσα την κοινωνικοπολιτική κατάσταση του Βελγίου τις δεκαετίες του ’60 και ’70, κατά τις οποίες επικρατούσε μεγάλος διχασμός σχετικά με διάφορα “εθνικά ζητήματα” όπως η διαμάχη για την κυριαρχία της γαλλικής επί της φλαμανδικής γλώσσας.

Στην συγκεκριμένη ταινία, παρακολουθούμε την τεταμένη σχέση ενός ζευγαριού, του Mathias Vreeman (Yves Montand), ενός Βέλγου καθηγητή γλωσσολογίας που διδάσκει σε μία φλαμανδική πόλη και της Anne (Anouk Aimée), μιας Γαλλίδας σχεδιάστριας κοστουμιών και σκηνικών θεάτρου. Αφορμή της κρίσης που περνά η σχέση τους είναι η δυσκολία του Mathias να επισημοποιήσει την σχέση του με την Anne, λόγω της εθνικότητας της τελευταίας, σε μία περίοδο όπου το γλωσσικό ζήτημα του Βελγίου έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, έχοντας από την μία πλευρά τους φοιτητές να πραγματοποιούν πορείες διαμαρτυρίας στους δρόμους και να απέχουν από τα μαθήματα, και από την άλλη, τους συντηρητικούς συναδέλφους του Mathias να τον κρίνουν για την σχέση του με μια Γαλλίδα. Η βαθύτερη αιτία θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι η έλλειψη διαφάνειας των ‘θέλω’ τους και η περίεργη δυναμική τους. Η Anne δεν αντέχει άλλο ούτε την ανασφάλεια που της δημιουργεί το γεγονός ότι πρέπει να κρύβει την σχέση της με τον Mathias και ούτε την εξάρτηση της από αυτόν, καθώς ο Mathias είναι ο μόνος συνδετικός της κρίκος με μια κοινωνία που κατά τ’άλλα δεν την δέχεται. Ο Mathias ενδίδει στις κοινωνικές υποταγές και δεν επισημοποιεί την σχέση του με την Anne και συνεπώς αδυνατεί να της δείξει αν νοιάζεται πραγματικά γι’αυτήν και την σχέση τους. Σε ολόκληρη την ταινία είναι διάχυτο ένα αίσθημα βαθιάς μοναξιάς παρότι οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σωματικά κοντά ο ένας στον άλλο, καθώς δεν μπορούν να επικοινωνήσουν επιτυχώς.

Πέρα από την μεταφορά της ανεπιτυχούς επικοινωνίας από το διαπροσωπικό επίπεδο στο επίπεδο την κοινωνικής διχογνωμίας, ήδη από την αρχή της ταινίας ξεκινά και η συζήτηση σχετικά με την έννοια του Θανάτου. Με αφορμή το θεατρικό Elckerlyk (Everyman, ο Έκαστος Άνθρωπος), για το οποίο εργάζεται η Anne, συμμετέχουμε τόσο στην συζήτηση μεταξύ του Θανάτου και του Elckerlyk (την προσωποποίηση του κάθε ανθρώπου), όσο και στην συζήτηση μεταξύ των πρωταγωνιστών σχετικά με το έργο, όπου βλέπουμε την Anne να αντιπροσωπεύει το φως, την αγνότητα και την αστείρευτη όρεξη για ζωή και τον Mathias να αντιπροσωπεύει κάτι πιο σκοτεινό, πιο πεσιμιστικό, πιο φαινομενικά συμφιλιωμένο με τον θάνατο και την αναπόφευκτη φύση του.

Φτάνοντας στις κομβικές σκηνές της μυστηριώδους εξαφάνισης της Anne από το τρένο, εισαγόμαστε σε ένα πολυεπίπεδο fever dream, στο οποίο κανένας δεν είναι σίγουρος για τίποτα αλλά όλοι δέχονται τα πάντα ως φυσιολογικά. Ο τρένο φεύγει και αφήνει στη μέση του πουθενά τον Mathias και δύο συνεπιβάτες του, τον Hernhutter και τον Val, που πιθανώς συμβολίζουν τον  μελλοντικό και τον παρελθοντικό εαυτό του Mathias, και εκεί ξεκινά η ψύχωσή του να βρει την Anne. Οι συνταξιδιώτες βρίσκουν στη συνέχεια ένα χωριό για να ζητήσουν βοήθεια αλλά έρχονται αντιμέτωποι με το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι μιλούν μια άγνωστη σε αυτούς γλώσσα και συμπεριφέρονται περίεργα. Στη συνέχεια, καταφέρνουν να φάνε σε μια ταβέρνα και εκεί ο Val γνωρίζει την Moira, μια προσωποποίηση της Μοίρας/Θανάτου. Η σκηνή στην ταβέρνα θα μπορούσε να θεωρηθεί μια εκτενής μεταφορά για την μετάβαση στον κόσμο των νεκρών, καθώς ο Val καταλαβαίνοντας τη γλώσσα της Μοίρας/Θανάτου της παραδίδεται ενώ ο Mathias που δεν καταλαβαίνει ποτέ, εν τέλει επιζεί.

Συνολικά, ο Delvaux στην ταινία αυτή χρησιμοποίησε το ζευγάρι που δεν μπορεί να επικοινωνήσει ως μεταφορά για ένα έθνος που διχάζεται γλωσσολογικά. Ο ίδιος βέβαια θεωρούσε πως όφειλε να αναδεικνύει πιο έντονα αυτά τα ζητήματα στα έργα του καθώς πάντα κρατούσε μια πιο ουδέτερη στάση. Επιπλέον, θα ήταν άδικο να θεωρήσουμε πως αυτό το έργο έχει μια μόνο ερμηνεία. Η πολυεπίπεδη ονειρική αλληλουχία μετά το ξύπνημα του Mathias έχει πολλαπλές ερμηνείες, όπως και ο Θάνατος στο έργο Elckerlyk είναι ένα από τα χιλιάδες πράγματα που μπορούν να συμβούν στο Έκαστο Άνθρωπο. Ωστόσο, ένα πράγμα παραμένει ίδιο όποια εξήγηση κι αν δώσουμε, απουσία αγάπης δεν υπάρχει επικοινωνία και δίχως αγάπη/επικοινωνία, οι ψυχές μας οδηγούνται αδιαμφισβήτητα στον Θάνατό τους.

Σ.Μ. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)

*το κείμενο περιέχει στοιχεία από άρθρο του περιοδικού Yale French Studies