Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Xavier Dolan
Σενάριο: Xavier Dolan
Ηθοποιοί: Xavier Dolan, Monia Chokri, Niels Schneider
Βραβεία: Βραβείο Regards Jeunes στο Cannes Film Festival (2010)
Φωτογραφία: Stéphanie Anne Weber - Biron
Τοποθεσία: Καναδάς, 2010
Διάρκεια: 1h 41min

Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.), στο πλαίσιο του αφιερώματος «Ουδείς αναμάρτητος», παρουσιάζει την ταινία:

Heartbeats (Xavier Dolan, 2010)

Σε κάθε φιλία μπορεί να χωρέσει μια διαφωνία, πόσο μάλλον όταν αφορά τον πόθο. Αυτό θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο κολλητοί, ο Φράνσις (Xavier Dolan)  – ένας γκέι νεαρός – και η Μαρί (Monia Chokri) – μια στρέιτ κοπέλα –, όταν έρχεται στην ζωή τους ο Νικολά (Niels Schneider) – ένας φίλος που εμπνέει κάτι παραπάνω. Από μια ασήμαντη διαφωνία για έναν γκόμενο εκπτύσσεται μια εχθρική, μα υποκριτική, μάχη για το λάβαρο. Ένα βαλς για τρεις, που δύο φίλοι πολεμάνε στήθος με στήθος σχεδόν ξεχνώντας το έπαθλο. Αναρωτήθηκαν τι σκέφτεται το έπαθλο άραγε…; Μία ιστορία πόθου, απόρριψης και φαντασίας, όπως δηλώνει και το γαλλικό όνομα της ταινίας “Les amours imaginaires” – «Οι πλασματικές αγάπες». Το πλήγμα της ζήλιας, πέρα από την από την περίσσεια αδιαφορία του Νικολά, στρέφει την αντιπαλότητα μεταξύ τους και στο τέλος κλιμακώνεται σε σημείο που ούτε οι ίδιοι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.

Ο Καναδός Dolan έπαιζε από μικρός σε διαφημίσεις, ξεκινώντας την καριέρα του, και συνέχισε γράφοντας, σκηνοθετώντας, πρωταγωνιστώντας, μοντάροντας και, πολλές φορές,  αναλαμβάνοντας το costume design σε καλλιτεχνικές «γωνιές» του σινεμά. Το ντεμπούτο του έγινε στα 19 του χρόνια αποσπώντας διεθνή αναγνώριση & βραβεία με την προβολή της ημιαυτοβιογραφικής ταινίας «J’ai tué ma mere» (Σκότωσα την μητέρα μου) στο 62ο Φεστιβάλ Καννών. Το «Heartbeats» αποτελεί το 2ο κινηματογραφικό του έργο, το οποίο τον γλίτωσε από ένα δημιουργικό τέλμα που φοβόταν ότι τον πλησίαζε. Μεταξύ άλλων έχει πει πως «…ήταν μια μικρή εξάσκηση. Ήταν περισσότερο μια εγκεφαλική προσπάθεια. Το Heartbeats είναι για τις ταινίες ό,τι είναι μια έκθεση για τη λογοτεχνία. Είναι μια προσπάθεια να εκφράσεις κάτι, γι’ αυτό μερικές φορές είναι λίγο παράλογη…Είναι διασκεδαστική και γελοία…και αυτό πρέπει να είναι αυτή η ταινία· όσο αγαπά τους χαρακτήρες της τόσο τους κοροϊδεύει.».

Η σκηνοθεσία του περιλαμβάνει jump cuts και αισθησιακές μονόχρωμα φωτισμένες σκηνές, στοιχεία που δανείζεται από το Γαλλικό Νέο Κύμα (Godard), το οποίο έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι προσπαθεί να αναβιώσει μα το αρνείται. Ωστόσο, το στυλ της Μαρί παραπέμπει ξεκάθαρα στις μούσες του κύματος (Anna Karina, Audrey Hepburn), ενώ o Φράνσις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας χίπστερ James Dean. Εξάλλου, η κινητήρια δύναμη της ιστορίας του Ζαβιέ είναι το επιβλητικό στυλ και η αισθητική, έναντι της συνοχής. Για τον λόγο αυτό, αλλά και μιας πιο αυθεντικής προβολής της αγάπης, χρησιμοποιήθηκαν τα ξαφνικά cuts με τρανταγμένα καδραρίσματα στις documentary-like συνεντεύξεις, ομολογουμένως εμπνευσμένες από τον Woody Allen. Μερικοί θεωρούν το στυλ του παροδικό και εφήμερο, χωρίς στίγμα στον κινηματογράφο, αλλά αυτό μέλλεται να φανεί.

Η χρήση γνωστών mainstream τραγουδιών είναι χαρακτηριστικό των ταινιών του καθώς με κάθε ευρέως γνωστό κομμάτι προσπαθεί να ξυπνήσει μέσα μας όποια μνήμη έχουμε προσωπικά συνδεδεμένη μαζί του και να μοιραστούμε αυτή την εμπειρία συλλογικά στην ίδια αίθουσα. Εδώ έχουμε το κλασσικό “Jump Around” των House of Pain, το ηλεκτρίζον “Pass This On” των The Knife και το ιταλικό “Bang Bang” της Dalida που ντύνει μεγαλόπρεπα την ταινία. Αρχικά γραμμένο για την Cher, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες είτε με παρόμοιους είτε με εντελώς αλλαγμένους στίχους, μουσοποιεί την προδοσία της αγάπης σαν ένα παιχνίδι πυροβολισμών μεταξύ παιδιών που στοχεύουν στην καρδιά. Δείχνει με άλλον τρόπο πώς οι χαρακτήρες χάνονται στον κόσμο τους σαν ονειροπόλα παιδιά, που θυμώνουν όταν κάποιους τους ταράζει την φαντασία και αυτό το καθιστά την πιο κατάλληλη μουσική επιλογή.

Όπως είναι φανερό, η ταινία πραγματεύεται σε μεγάλο βαθμό το «αμάρτημα» της ζήλειας μεταξύ των δύο φίλων, αλλά και ενός υποβόσκοντα φθόνου προς το ίδιο το σύγχρονο μήλο της Έριδος. Ποιος δε θα ήθελε να είναι στη θέση του; Να έχει τη γοητεία και την επιρροή που έχει πάνω στους ανθρώπους, όπως βλέπουν κι οι ίδιοι να ασκείται πάνω τους; Το κυρίαρχο ερώτημα όμως είναι το εξής: θα καταφέρουν οι δυο πρωταγωνιστές να ξεπεράσουν την διχόνοια και να καταφέρουν να συγχρονίσουν πάλι τα καρδιοχτύπια τους;

Μ.Δ. & Π.Τ. (Μέλη Κ.Ο.Π.Ι.)