Ένα film noir γνωστό όχι μόνο για τους καταξιωμένους συντελεστές του, αλλά και για το συνδυασμό φωτογραφίας, δράματος, αστυνομικού μυστηρίου και μουσικής. Η Γαλλία του ‘50 παρουσιάζεται με μοναδικό τρόπο μέσα από την ιστορία της Florence Carala και του εραστή της Julien Tavernier που σκέφτονται το τέλειο έγκλημα, ξεχνώντας πως η ίδια η έννοια της τελειότητας είναι κάτι το αμφιλεγόμενο. Οταν, λοιπόν, ο Julien Tavernier πρώην αλεξιπτωτιστής και νυν εργαζόμενος στην υπηρεσία του Simon Carala, συζύγου της Florence πραγματοποιεί το έγκλημα σκοτώνοντας το σύζυγο, αναγκάζεται να γυρίσει στον τόπο του εγκλήματος για να συλλέξει τον γάντζο που είχε ξεχάσει να κρέμεται από το μπαλκόνι. Η τύχη τα φέρνει όμως έτσι ώστε ο ίδιος κλείνεται στο ασανσέρ, ένα νεαρό ζευγάρι του κλέβει το αυτοκίνητο και πραγματοποιούν με τη σειρά τους δύο νέους φόνους με το δικό του όπλο, ενώ η αγαπημένη του Florence νομίζει ότι την πρόδωσε και γυρίζει όλη τη νύχτα μέσα στη βροχή. Το τέλος έρχεται μοιραίο για όλους όσους αναμείχτηκαν σε αυτήν την ιστορία και εδώ ακριβώς είναι ένα από τα ατού της ταινίας. Το κοινό συμπονά τους δολοφόνους εξαιτίας της κινηματογράφησης του Louis Malle και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα των ηρώων του. Η Florence και ο Julien Tavernier έκαναν το φόνο γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να ζήσουν την απόλυτη αγάπη τους. Και το νεαρό ζευγαράκι που έκλεψε το αυτοκίνητο του Julien και στη συνέχεια αναγκάστηκε να σκοτώσει ένα ζευγάρι γερμανούς τουρίστες, έκανε ό,τι έκανε εξαιτίας της τρέλας της νιότης και του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου που δε λογαριάζει τίποτα. Και είναι τόσο τραγικά ένοχες και αθώες στον ίδιο βαθμό όλες αυτές οι ψυχές, που δεν μπορεί κανείς να μην τους λυπηθεί, παρά το γεγονός ότι είναι δολοφόνοι.
Ο Louis Malle, ένας από τους εκπροσώπους της Nouvelle Vogue της δεκαετίας 1950-1960 επεξεργάζεται τη νουβέλα του Noel Calef και γυρίζει με πραγματική δεξιοτεχνία μία ιστορία πάθους, φόνου και νέμεσης. Χωρίς τη βοήθεια των εφέ, χωρίς ψεύτικους φωτισμούς και υπερβολικό μακιγιάζ των πρωταγωνιστών του, κατάφερνα να δημιουργήσει ένα αξιόλογο αποτέλεσμα που κάνει τα όποια αρνητικά της υπόθεσης να φαίνονται σχεδόν ασήμαντα. Αλλωστε ο Louis Malle είναι γνωστός για την άρτια δουλειά του (Αu Revoir Les Enfants, 1987). Η σκηνοθεσία του, χωρίς γρήγορο ρυθμό, καταφέρνει να καθηλώνει τους θεατές στην οθόνη χρησιμοποιώντας με έξυπνο τρόπο την πραγματικά καταπληκτική τζαζ μουσική του Miles Davis στις σκηνές που δεν υπάρχουν διάλογοι, για να κρατήσει σε εγρήγορση την προσοχή των θεατών του. Ο Μαλ με αυτή την ταινία του επιχειρεί να δημιουργήσει το φιλμικό ανάλογο ενός μουσικού θέματος σε παραλλαγές, κάτι που κατανοεί αμέσως ο Μάιλς Ντέιβις, ο οποίος αυτοσχεδίασε με το κουιντέτο του τη μουσική της ταινίας κατά τη διάρκεια μίας πρώτης προβολής της ταινίας.
Στην ταινία ανάμεσα στους ερμηνευτές ξεχωρίζει η θαυμάσια Jeanne Moreau στο ρόλο της τραγικής φιγούρας της Florence Carala, η οποία παρά την έλλειψη του έντονου μακιγιάζ που παραδοσιακά χρησιμοποιούσε γράφει εκπληκτικά. Έτσι δικαιώνει το Μαλ τόσο για την επιλογή του, όσο και για την επιμονή του για περιορισμένη χρήση μακιγιάζ, παρά την κακή φήμη που είχε η ηθοποιός ως τότε, για έλλειψη φωτογένειας.