Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Αλέν Ρενέ
Σενάριο: Αλέν Ρόμπ-Γκριγιέ
Ηθοποιοί: Τζόρτζιο Αλμπεράτζι, Ντελφίν Σερίγκ, Σάσα Πιτοέφ
Φωτογραφία: Σασά Βιερνί
Μουσική: Φρανσίς Σερίγκ
Βραβεία: Χρυσό λιοντάρι στο φεστιβάλ Βενετίας 1961, υποψηφιότητα για όσκαρ σεναρίου και για BAFTA καλύτερης ταινίας το 1963
Τοποθεσία: Γαλλία 1961
Διάρκεια: 91'

Τη δεκαετία του 60 ο κινηματογράφος πραγματοποίησε ένα τεράστιο άλμα. Ο Αλέν Ρενέ, ο Μπέργκμαν ο Γκοντάρ και άλλοι αποπειράθηκαν να εκφράσουν τα πάντα ή το ανείπωτο κάπως όπως η ποίηση. Έχουν περάσει περάσει 45 χρόνια από τότε που ο Αλέν Ρενέ γύρισε το πέρυσι στο Μαρίενμπαντ και το φίλμ αυτό εξακολουθεί να είναι ένα έργο πρωτοποριακό, ένα έργο παράξενο και μοναδικό, θα λέγαμε ένα ακραίο αισθητικό επίτευγμα. Ξεχάστε λοιπόν τον κινηματογράφο αφήγησης όπως έχουμε συνηθίσει, μιας ιστορίας με δράμα και χαρακτήρες. Θα κυκλοφορήσετε σε ένα αληθινό λαβύρινθο χάνοντας τη συνείδηση της πραγματικότητας του χρόνου των ανθρώπων της αρχής και του τέλους. Το αίνιγμα θα μείνει αξεδιάλυτο, αλλά θα σας έχει προσφέρει τη διαρκή γοητεία του, το ωραίο ταξίδι μέσα στο φίλμ.

Υπάρχουν στην ταινία τρία πρόσωπα, ο αφηγητής και εραστής, η γυναίκα και ο σύζυγος. Δεν μαθαίνουμε τίποτα γι’ αυτούς, είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, είναι πελάτες ενός μεγαλόπρεπου μπαρόκ ξενοδοχείου. Έξω από την οθόνη δεν υπάρχουν, δεν έχουν ζωή, δεν έχουν παρελθόν και πιθανόν ούτε και μέλλον. Μέσα στην οθόνη αποτελούν λοιπόν τα στοιχεία ενός θεάματος που εκτυλίσσεται ατέρμονα και κυκλικά. Φαινομενικά η απλή ιστορία της ταινίας θα μπορούσε να είναι η εξής: Ο αφηγητής και εραστής είχε συναντήσει τη γυναίκα πέρυσι στο ίδιο ξενοδοχείο. Αγαπήθηκαν και εκείνη δέχθηκε να φύγει μαζί του, όμως την τελευταία στιγμή φοβήθηκε την αντίδραση του συζύγου της και ζήτησε προθεσμία χρόνου. Ο χρόνος πέρασε και ο αφηγητής έρχεται να την αναζητήσει. Όμως αυτή η ιστορία υφίσταται συνεχείς μετατοπίσεις που την υπονομεύουν, είναι αυτή η ιστορία και συγχρόνως σα να μην είναι. Για παράδειγμα η γυναίκα δεν θυμάται τον αφηγητή, μπορεί να κάνει λάθος ο αφηγητής, να γνώρισε πέρυσι μιαν άλλη γυναίκα. Ο αφηγητής όμως επιμένει, αναφέρει λεπτομέρειες και τότε σαν η δύναμη αυτής της αφήγησης του στο παρόν, να ήταν για να υπάρξει να δημιουργηθεί αυτό το παρελθόν, κατορθώνει τελικά να παρασύρει τη γυναίκα. Όμως άλλη υπονόμευση, ολόκληρη αυτή η νέα φυγή των εραστών είναι διηγημένη στο παρελθόν. Έτσι, ολόκληρη η ιστορία μπορεί να ξαναρχίσει, το πέρυσι να επαναλαμβάνεται συνεχώς και η γραμμή, η γραμμή της αφήγησης, η γραμμή του χρόνου να γίνει κύκλος. Αλλά και η αφήγηση του άντρα είναι παράξενη είναι κάπως σαν απαγγελία θερμή, ξενική η φωνή του και οι εικόνες δεν ταιριάζουν πάντα μ’ αυτή την αφήγηση, διαφέρουν συχνά σε κάποια λεπτομέρεια, καμιά φορά είναι και εντελώς αντίθετες μ’ αυτό που αφηγείται ο άντρας. Τίποτα δεν είναι βεβαιωμένο, τίποτα δεν είναι αντικειμενικό, όλα είναι φαντάσματα είναι αυθαίρετοι συνειρμοί του άνδρα, της γυναίκας και βέβαια του δημιουργού. Έτσι όλα είναι πιθανά στο φίλμ, είναι ανοιχτά σε άπειρες δυνατές λύσεις. Η λειτουργία μετατοπίζεται στη φαντασία του θεατή, τη δική μας φαντασία. Ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε μια παράσταση, όχι σε μια αναπαράσταση ζωής, βρίσκεται μπροστά σε ένα θέατρο μπαρόκ, σε μια μορφή βωβού κινηματογράφου, εξπρεσιονισμού, όλα αυτά μαζί όμως είναι και θέατρο εσωτερικό με τις εμμονές και τις εικόνες του ασυνειδήτου. Ο Ρενέ μας παρουσιάζει την προσωπική του εκδοχή της αρχιτεκτονικής του ασυνειδήτου. Διάδρομοι, προοπτικές, αδιέξοδα, καθρεύτες, αγάλματα, είδωλα, αίσθημα ιλίγγου, το Μαρίενμπαντ, το φιλμ Μαρίενμπαντ είναι τελικά ένας κόσμος ονείρου, ένας κόσμος πλασμένος με θαυμαστή πλαστικότητα, με γεωμετρικότητα και ομορφιά του ασπρόμαυρου και των μορφών, κάτι σαν πίνακας του Ντε Κίρικο. Κινεί τα πρόσωπα του σαν πιόνια σε σκακιέρα (χαρακτηριστικά τα ασπρόμαυρα τετραγωνισμένα πατώματα του κτιρίου), σε σημείο που σε μια σκηνή να βλέπουμε τους πελάτες του ξενοδοχείου σ’ ένα τεράστιο, γεωμετρικά διευθετημένο, σαν κομμάτι γλυπτικής κήπο, ακίνητους, με τις σκιές τους, βαμμένες στην πραγματικότητα στο χώμα, ν’ απλώνονται δίπλα τους σε ευθεία αντίθεση με τους γεωμετρικά κλαδεμένους θάμνους που δε ρίχνουν καθόλου σκιά.

Η ταινία θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια εξερεύνηση του χάσματος μεταξύ του υποκειμενικού χρόνου που δημιουργούν οι αισθήσεις και οι αναμνήσεις μας και του αντικειμενικού χρόνου του ρολογιού. Αλλά θα μπορούσε να είναι και η αφήγηση μιας ψυχανάλυσης κι’ ακόμα μια αλληγορία πάνω στην πειθώ (Η άποψη αυτή ενισχύεται κατά τον Κιθ Ρίντερ και από τον υπότιτλο πειθώ που έβαλε ο Ρόμπ Γκριγιέ στο σενάριο του). Αυτές οι αναγνώσεις δεν είναι οι μόνες. Θα προσθέταμε κι’ άλλες, αλλά εκείνο που εμείς διακρίνουμε στην ταινία είναι η προσπάθεια καταγραφής της πολυπλοκότητας της συνειρμικής σκέψης, δοσμένης αριστοτεχνικά και αρχιτεκτονικά, μέσα από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του ονειρικού Μαρίενμπαντ. Ο Ρενέ μοιάζει να έχει τοποθετήσει ένα μικρόφωνο στο νου της πρωταγωνίστριας και να καταγράφει λεπτομερώς τον τρόπο γένεσης των σκέψεων μέσα από την ακαταστασία της μνήμης και το σχηματισμό από τη συνείδηση εκείνης της αντίληψης πραγμάτων που την ονομάζουμε πραγματικότητα.

Γιάννης Μπακογιαννόπουλος:Κριτική απο την κινηματογραφική λέσχη της ΕΤ1, Στοιχεία απο την ιστορία του κινηματογράφου του Κηθ Ρήντερ.