Στην «Άδεια», τελευταία ταινία του που στην Ευρώπη πήρε τον μάλλον άστοχο τίτλο «Ο δρόμος», η ιδεολογική πρόθεση είναι σημαίνουσα. Το έργο τέχνης είναι από μόνο του ένα πολιτικό και κοινωνικό γεγονός – κι αυτή είναι η άποψη που είχαν οι άνθρωποι για την τέχνη μέχρι την Αναγέννηση.
Αυτή τη φορά, ο Γκιουνέι δεν είναι εξ’ ολοκλήρου υπεύθυνος για τη σκηνοθεσία, αφού το κύριο μέρος της δουλειάς έγινε όταν ήταν ακόμα στη φυλακή, πριν τον φυγαδέψουν στην Ευρώπη οι Κύπριοι φίλοι του. Η ταινία παρακολουθεί τη μοίρα πέντε φυλακισμένων που πάνε στα σπίτια τους με οχταήμερη άδεια, σύμφωνα με τον τουρκικό σωφρονιστικό νόμο, που η χούντα του Εβρέν τον κατάργησε στην αρχή για να τον επαναφέρει σε λίγο. (Στη διάρκεια μιας τέτοιας άδειας δραπέτευσε ο Γκιουνέι). Το πρώτο ερώτημα που μπαίνει εδώ είναι, πως γίνεται και ο τουρκικός νόμος, ακόμα και τώρα είναι τόσο «ανθρωπιστικός» και «φιλελεύθερος», ώστε να επιτρέπει στους φυλακισμένους κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις «καλής διαγωγής» να επισκέπτονται τα σπίτια τους κάπου-κάπου και να επιστρέφουν στη φυλακή μόνοι τους όταν λήξει η άδεια, σαν να ήταν στρατιώτες. Και παλιότερα και τώρα, ολόκληρη η Τουρκία δεν είναι παρά μια πελώρια «ανοιχτή» φυλακή, αυστηρά επιτηρούμενη από τους φύλακες των νόμων που δεν είναι παρά δεσμοφύλακες ολόκληρου του λαού. Συνεπώς, είτε «μέσα» είτε «έξω» βρίσκεσαι, τελικά είσαι «εντός και επί τα αυτά», εφόσον δεν περνάς τα σύνορα της χώρας, όπου τοποθετούνται οι τοίχοι της φυλακής που λέγεται Τουρκία.
Όμως, οι δεσμοφύλακες έχουν έναν πολύτιμο σύμμαχο: Τον ίδιο το λαό, ή μάλλον τα μεσαιωνικά ήθη που κρατούν το λαό δέσμιο των προλήψεων, της αμορφωσιάς και της βαρβαρότητάς του εν γένει. Η καταπίεση είναι τόσο πιο αποτελεσματική, όσο περισσότερο ενδοστρέφεται, όπως λέει ο Μαρκούζε. Όταν σε καταπιέζει ο θεός, ο πατέρας, το έθιμο, ο «άγραφος νόμος» και η αποβλάκωση, πολύ λίγη δουλειά μένει πια για τους κυρίως ειπείν καταπιεστές, που το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να συντηρούν την αμάθεια, ώστε η αυτοκαταπίεση να αναπαράγεται αέναα και ανέξοδα. Ο Γκιουνέι επισημαίνει αυτό το τραγικό παράδοξο με εκπλήσσουσα ενάργεια και εντιμότητα, αλλά και με απέραντη αγάπη για τον διπλά καταπιεσμένο λαό του.
Ο Γκιουνέι μέσα από την πορεία τους μας δίνει μια εικόνα της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην Τουρκία του Εβρέν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Τουρκία το 1999, αν και τα γυρίσματα της είχαν ολοκληρωθεί από το 1982.
Η καταπίεση, οι διώξεις, οι συλλήψεις, αλλά και η απροκάλυπτη εξόντωση των Κούρδων δε δόθηκαν ποτέ με τόση δύναμη, τόσο πάθος, με τρόπο κινηματογραφικά συγκλονιστικό όσο σ’ αυτή την ταινία που ο Γιλμάζ Γκιουνέι γύρισε στην Τουρκία μέσα από τη φυλακή του, με εκτελεστή σκηνοθέτη τον Σερίφ Γκερέν, λίγο πριν ο ίδιος αποδράσει στο Παρίσι.
Με ένα εξαιρετικό στη δομή του σενάριο, με μετρημένους αλλά εύστοχους διαλόγους, με θαυμάσιους ηθοποιούς καθοδηγημένους με σιγουριά και φρόνηση, με αποτέλεσμα να δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες, ο Γκιουνέι έφτιαξε μια ταινία μαρτυρία, συγκλονιστικό ντοκουμέντο των βασάνων ενός λαού, από την οποία όμως δε λείπει και η ελπίδα για μια αλλαγή (όπως λέει σε μια στιγμή στην ταινία ένας γέρος Κούρδος) που, δυστυχώς μέχρι στιγμής, δεν έχει ακόμα επιτελεστεί.
Γιλμάζ Γκιουνεϊ (1937-1984)
Τούρκος (κουρδικής καταγωγής) σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός. Σπούδασε νομικά, αλλά τα εγκατέλειψε για να γίνει ηθοποιός και αργότερα σκηνοθέτης. Εξορίστηκε και φυλακίστηκε για μεγάλο μέρος της ζωής του για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Το 1980 δραπέτευσε από τη φυλακή, και συνέχισε την καριέρα του στο εξωτερικό. Έκανε αποκλειστικά πολιτικό και κοινωνικό κινηματογράφο, με απλό και λιτό στυλ. Επιλεγμένη φιλμογραφία: “Η Ελπίδα”(1970), “Ο Σύντροφος”(1974), “Ο Δρόμος”(1982), “Ο Τοίχος”(1983).