Πληροφορίες

Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.) , στα πλαίσια του
αφιερώματος <<Αποξένωση>> , παρουσιάζει την ταινία:
Vive l’amour (Tsai Ming Liang, 1994)
Το Vive l’amour είναι ένα δράμα με κωμικά στοιχεία για τρεις ανθρώπους που
μοιράζονται ένα άδειο πολυτελές διαμέρισμα στην Ταϊπέι. Η ταινία ανήκει στο νέο
κύμα του ταϊβανέζικου κινηματογράφου και είναι η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη
Tsai Ming Liang , σύγχρονου εκπρόσωπου του αργού κινηματογράφου. Το
σκηνοθετικό του στυλ φαίνεται έντονα στην ταινία καθώς χαρακτηριστικά της είναι τα
μεγάλα στατικά πλάνα και η απουσία διαλόγου, τα οποία ευνοούν την ωμή
αναπαράσταση των ανθρώπινων συναισθημάτων και κυρίως της μοναξιάς.
Γενικά ο Tsai Ming Liang συνεχώς ξεπερνούσε τα όρια του σινεμά. Ο τρόπος που
σκηνοθετεί την ταινία δίνει την αίσθηση απουσίας θεατή καθώς οι πρωταγωνιστές
εμφανίζονται ευάλωτοι και αυθεντικοί ακριβώς εξαιτίας αυτής της απουσίας.
Συγκεκριμένα το πώς κοιτάζονται στον καθρέφτη, ξαπλώνουν σε ένα άδειο κρεβάτι,
αγγίζονται και γενικά αφήνουν την επιθυμία τους να τους κυριεύσει χωρίς ντροπή
οφείλεται στο γεγονός ότι νιώθουν αθέατοι και δεν συνειδητοποιούν ότι κάποιος
βρίσκεται δίπλα τους και βιώνει το ίδιο συναίσθημα. Η επιλογή αυτής της
σκηνοθετικής οπτικής κάνει τον θεατή να αντιληφθεί την απόλυτη αποξένωση που
βιώνουν οι χαρακτήρες στην ζωή τους στο αστικό κέντρο της Ταιβάν. Το Vivel’amour
επίσης είναι η πρώτη ταινία που ο Tsai Ming Liang απεικονίζει τις ανησυχίες ενός
queer ατόμου και έτσι αποκαλύπτει και την δικιά του βασανισμένη ταυτότητα.
Η ταινία αφορά τη Μέι Λιν μία μεσίτρια, τον Αχ Γιανγκ, έναν άσκοπα περιπλανώμενο
άντρα και τον Χισιάο Κάνγκ έναν πωλητή τον οποίο υποδύεται ο μόνιμος συνεργάτης
του Tsai Ming Liang για τριάντα συνεχόμενα έτη έως και σήμερα ο Lee Kang-Sheng.
Ο καθένας τους χρησιμοποιεί το διαμέρισμα σαν μία διαφυγή από την
πραγματικότητα και σαν μια έκφραση της ανάγκης τους για δημιουργία κάποιου
είδους σχέσης. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να τονίσει τα συναισθήματά τους
χρησιμοποιώντας συμβολισμούς όπως το άδειο διαμέρισμα του οποίου το κρεβάτι
έχει τα ίδια σεντόνια μία επιλογή που υπονοεί ότι κανένας από τους χαρακτήρες δεν
το νιώθει οικείο. Φαίνεται όμως ότι τελικά παγιδεύονται σε αυτό και είναι μία
αλληγορία για την αδυναμία τους να ξεφύγουν από το αδιέξοδο εξεύρεσης μιας
ουσιαστικής ζωής που θα τους απελευθέρωνε.
Αυτή η μακροσκελής απεικόνιση της ανάγκης των πρωταγωνιστών να καλύψουν το
συναισθηματικό τους κενό κορυφώνεται στην τελευταία σκηνή . Συγκεκριμένα η Μέι
περιπλανιέται σε ένα πάρκο (αντίθεση με το αστικό τοπίο) έπειτα από την σεξουαλική
της επαφή με τον Αχ Γιανγκ. Στην συνέχεια κάθεται σε ένα παγκάκι και επικρατεί
ησυχία. Έπειτα ξεσπάει σε έντονο κλάμα και η σκηνή διαρκεί πέντε λεπτά. Η διάρκεια
της σκηνής και η απουσία εξωτερικών ήχων είναι τέτοια ώστε ο θεατής να
αναλογιστεί το πόσο έντονα βιώνει η Μέι αυτή την απελπισία, προσφέροντας έτσι ένα
εσωτερικά δυναμικό τέλος στην ταινία.
Ε.Β. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)

Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.) , στα πλαίσια του αφιερώματος “Αποξένωση”, παρουσιάζει την ταινία:

Vive l’amour (Tsai Ming Liang, 1994)

Το Vive l’amour είναι ένα δράμα με κωμικά στοιχεία για τρεις ανθρώπους που μοιράζονται ένα άδειο πολυτελές διαμέρισμα στην Ταϊπέι. Η ταινία ανήκει στο νέο κύμα του ταϊβανέζικου κινηματογράφου και είναι η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη Tsai Ming Liang , σύγχρονου εκπρόσωπου του αργού κινηματογράφου. Το σκηνοθετικό του στυλ φαίνεται έντονα στην ταινία καθώς χαρακτηριστικά της είναι τα μεγάλα στατικά πλάνα και η απουσία διαλόγου, τα οποία ευνοούν την ωμή αναπαράσταση των ανθρώπινων συναισθημάτων και κυρίως της μοναξιάς. Γενικά ο Tsai Ming Liang συνεχώς ξεπερνούσε τα όρια του σινεμά. Ο τρόπος που σκηνοθετεί την ταινία δίνει την αίσθηση απουσίας θεατή καθώς οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται ευάλωτοι και αυθεντικοί ακριβώς εξαιτίας αυτής της απουσίας. Συγκεκριμένα το πώς κοιτάζονται στον καθρέφτη, ξαπλώνουν σε ένα άδειο κρεβάτι, αγγίζονται και γενικά αφήνουν την επιθυμία τους να τους κυριεύσει χωρίς ντροπή οφείλεται στο γεγονός ότι νιώθουν αθέατοι και δεν συνειδητοποιούν ότι κάποιος βρίσκεται δίπλα τους και βιώνει το ίδιο συναίσθημα. Η επιλογή αυτής της σκηνοθετικής οπτικής κάνει τον θεατή να αντιληφθεί την απόλυτη αποξένωση που βιώνουν οι χαρακτήρες στην ζωή τους στο αστικό κέντρο της Ταιβάν. Το Vivel’amour επίσης είναι η πρώτη ταινία που ο Tsai Ming Liang απεικονίζει τις ανησυχίες ενός queer ατόμου και έτσι αποκαλύπτει και την δικιά του βασανισμένη ταυτότητα. Η ταινία αφορά τη Μέι Λιν μία μεσίτρια, τον Αχ Γιανγκ, έναν άσκοπα περιπλανώμενο άντρα και τον Χισιάο Κάνγκ έναν πωλητή τον οποίο υποδύεται ο μόνιμος συνεργάτης του Tsai Ming Liang για τριάντα συνεχόμενα έτη έως και σήμερα ο Lee Kang-Sheng. Ο καθένας τους χρησιμοποιεί το διαμέρισμα σαν μία διαφυγή από την πραγματικότητα και σαν μια έκφραση της ανάγκης τους για δημιουργία κάποιου είδους σχέσης. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να τονίσει τα συναισθήματά τους χρησιμοποιώντας συμβολισμούς όπως το άδειο διαμέρισμα του οποίου το κρεβάτι έχει τα ίδια σεντόνια μία επιλογή που υπονοεί ότι κανένας από τους χαρακτήρες δεν το νιώθει οικείο. Φαίνεται όμως ότι τελικά παγιδεύονται σε αυτό και είναι μία αλληγορία για την αδυναμία τους να ξεφύγουν από το αδιέξοδο εξεύρεσης μιας ουσιαστικής ζωής που θα τους απελευθέρωνε. Αυτή η μακροσκελής απεικόνιση της ανάγκης των πρωταγωνιστών να καλύψουν το συναισθηματικό τους κενό κορυφώνεται στην τελευταία σκηνή . Συγκεκριμένα η Μέι περιπλανιέται σε ένα πάρκο (αντίθεση με το αστικό τοπίο) έπειτα από την σεξουαλική της επαφή με τον Αχ Γιανγκ. Στην συνέχεια κάθεται σε ένα παγκάκι και επικρατεί ησυχία. Έπειτα ξεσπάει σε έντονο κλάμα και η σκηνή διαρκεί πέντε λεπτά. Η διάρκεια της σκηνής και η απουσία εξωτερικών ήχων είναι τέτοια ώστε ο θεατής να αναλογιστεί το πόσο έντονα βιώνει η Μέι αυτή την απελπισία, προσφέροντας έτσι ένα εσωτερικά δυναμικό τέλος στην ταινία.

Ε.Β. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)