Το 1988 ο αμερικανός σκηνοθέτης Philip Kaufman μεταφέρει στον κινηματογράφο το ομώνυμο μυθιστόρημα του Milan Kundera «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι».Στην Πράγα του 1968, λίγο πριν από την εισβολή των Ρώσων στην Τσεχοσλοβακία συναντάμε τον Τόμας, γιατρό-χειρουργό, λάτρη του γυναικείου φύλου και αμετανόητο εργένη, προορισμένο να γεύεται τη γλυκιά ελαφρότητα του είναι, αδιαφορώντας για καταστάσεις όπως η δέσμευση και ο Κουμμουνισμός. Συνοδοιπόρος στη ζωή και στα πιστεύω του Τόμας είναι η φίλη και ερωμένη του Σαμπίνα, ζωγράφος στο επάγγελμα, η οποία αρνείται να δεθεί με ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις και απεχθάνεται ότι είναι κιτς. Η ζωή του Τόμας θα πάρει μια άλλη τροπή μετά από τη γνωριμία του με την Τερέζα, σερβιτόρα αρχικά (φωτογράφο στη συνέχεια) σε μια επαρχιακή πόλη της Τσεχοσλοβακίας, η οποία φθάνει στην Πράγα για να εγκατασταθεί εκεί, αλλά και στη ζωή του Τόμας.
Η ταινία δεν καταφέρνει ίσως να αποδώσει τη φιλοσοφική σκέψη του Kundera στο έπακρο μιας και αυτή «πετάει» με αποστομωτική ελευθερία από τα κοινωνικά γεγονότα στα ατομικά δεδομένα και από τους ατομικούς διαλογισμούς ως το χώρο του μεταφυσικού. Ωστόσο, με φόντο την Άνοιξη της Πράγας, «αυτής της μεθυστικής φιλελευθεροποίησης του κομμουνισμού» σύμφωνα με τον Kundera, που τέλειωσε με τη ρώσικη εισβολή και με χρήση γραμμικής αφήγησης ο σκηνοθέτης εστιάζει στους χαρακτήρες του βιβλίου, στις αντιδράσεις τους, στην καταγραφή των συναισθημάτων τους και του τρόπου με τον οποίο καθένας τους βιώνει τον έρωτα, τη φιλία, την πατρίδα, αλλά και την ιστορία, καταφέρνοντας τελικά να αποδώσει το κλίμα του βιβλίου στο βαθμό που το συγκεκριμένο μυθιστόρημα το επιτρέπει. Το βάρος των παραπάνω πραγμάτων και η αξία τους, το βάρος της ζωής εν τέλει, είναι διαφορετικά για καθέναν από τους ήρωες της ταινίας. Ο Τόμας και η Σαμπίνα ζουν ελευθεριακά, συμφιλιωμένοι με την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι , από την άλλη η Τερέζα παίρνει τα πράγματα πολύ στα σοβαρά, δεν καταφέρνει να καταλάβει τη χαρμόσυνη ματαιότητα του φυσικού έρωτα που απολαμβάνει ο Τόμας ή την ελαφρότητα της ιστορίας που είναι ελαφριά όσο και η ζωή του ατόμου, αβάσταχτα ελαφριά, σαν ένας κόκκος σκόνης που πετάει, σαν ένα πράγμα που αύριο θα εξαφανιστεί και νιώθει αδύναμη γι’ αυτό. Η ζωή λοιπόν όπως και η ιστορία είναι πράγματα ελαφριά, αφού η αιώνια επιστροφή του Νίτσε και η αβάσταχτη ευθύνη που αυτή συνεπάγεται (θέμα που διαρκώς επανέρχεται στο βιβλίο), δεν είναι παρά μια ιδέα και έτσι δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Παράλληλα, και για τον ίδιο λόγο, επειδή δηλαδή ζούμε μόνο μια φορά τα πάντα μετρούν στην καθημερινότητά μας και στον τρόπο που τη βιώνουμε. Έτσι, και οι ζωές των ηρώων της ταινίας αποκτούν ένα άλλο βάρος και συνθέτουν έναν κόσμο που στο τέλος παρουσιάζεται ενιαίος, αλλά πεπερασμένος, βαρύς παρά την ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ένας κόσμος που φεύγει και δεν επιστρέφει.
Τους φιλοσοφικούς λοιπόν στοχασμούς αποδίδουν στην ταινία οι χαρακτήρες και για το λόγο αυτό ο Kaufman δεν θα μπορούσε παρά να επιλέξει ένα καταπληκτικό καστ. Το ερωτικό τρίγωνο του Kundera ανασυντίθεται με μοναδική πειστικότητα από τον Daniel Day-Lewis, στο ρόλο του αρρενωπού, αινιγματικού και βαθιά σαρκαστικού Τόμας, την Juliette Binoche να υποδύεται την γλυκιά Τερέζα και τέλος την Lena Olin στο ρόλο της χειραφετημένης ζωγράφου Σαμπίνας. Οι ερμηνείες όλων είναι εκπληκτικές. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ταινία η οποία μπορεί να μην καταφέρνει να φτάσει το αριστουργηματικό επίπεδο του βιβλίου, δείχνει όμως ότι το αγαπά πολύ, το σέβεται και το κατανοεί.