Το γυμνό γεύμα του William S. Burroughs αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και αμφιλεγόμενα αμερικανικά λογοτεχνικά έργα του 20ου αιώνα. Ο Burroughs παρουσιάζει τη ζωή ενός ναρκομανή αποτυπώνοντας ακραίες ψυχικές καταστάσεις. Από τη μία έχουμε το παροξυσμικό όργιο ενός άρρωστου νου εγκλωβισμένου σε ένα κορμί που αποζητά με μανία την ηδονή και τον πόνο σε ίσες δόσεις. Από την άλλη, έχουμε το ζοφερό όραμα ενός κόσμου κυριαρχημένου από υποχθόνιες δυνάμεις και αόρατους μηχανισμούς καταπίεσης του ατόμου και των ελευθεριών του. Στο βιβλίο αυτό η λογική σκέψη θρυμματίζεται, καθώς η αφήγηση φαίνεται να μην ακολουθεί κανόνες αλλά μεταπηδά από συμβάν σε συμβάν με τρόπο ασύνδετο και άναρχο. Ο Burroughs, παρόλα αυτά, καταφέρνει να παρουσιάσει αληθή και ψευδή γεγονότα να συνδυάζονται και να μας δίνουν μια εικόνα σουρεαλιστική αλλά και κοντινή στη σημερινή μας πραγματικότητα.
Ο Bill Lee είναι ένας εξολοθρευτής εντόμων που θα μπορούσε να γίνει ένας επιτυχημένος συγγραφέας αν δεν έκανε συνέχεια λάθος επιλογές στη ζωή του. Η λύση έρχεται όταν η γυναίκα του, του αποκαλύπτει πως κάνει χρήση μιας ναρκωτικής ουσίας η οποία προσδίδει στους χρήστες της μια αίσθηση χαράς και δημιουργικού ντελίριου. Ο πρωταγωνιστής εθισμένος στη νέα αυτή ουσία αποκόπτεται από την πραγματικότητα και αρχίζει να πράττει χωρίς λογική. Μέσα όμως στο χάος αυτό, καταφέρνει να βρει τη χαμένη του έμπνευση και έρχεται αντιμέτωπος με ένα μεγάλο δίλλημα: Θα σταματήσει τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών για να επιστρέψει στην πραγματικότητα ή θα επιλέξει να τελειώσει το έργο του με τίμημα την ίδια του τη λογική;
Ο Cronenberg δανείζεται εικόνες και στοιχεία από το ομώνυμο βιβλίο καθώς και συμβάντα από την πραγματική ζωή του Burroughs για να συνθέσει μια πρωτότυπη ιστορία. Το σενάριο δεν ακολουθεί μια γραμμική δομή αλλά βασίζεται πάνω σε λογικούς κύκλους. Τα γεγονότα που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στιγματίζουν τη σκέψη του πρωταγωνιστή ενώ ταυτόχρονα καθορίζουν το χαρακτήρα του. Οι παραισθήσεις του Bill διατρέχουν το έργο και συχνά η πραγματικότητα φαίνεται να καταρρέει υπό το βάρος των ναρκωτικών ουσιών. Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση των γραφομηχανών ως τέρατα εξωγήινης προέλευσης που απορροφούν τη δημιουργικότητα και ανεξαρτησία των συγγραφέων. Η noir αισθητική είναι διάχυτη σε όλη την ταινία , από την αγχώδη jazz μουσική στον υποτονικό χρωματισμό των εικόνων και στο κλασσικό αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης.
Ο David Cronenberg μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα υλικό που έχει θεωρηθεί unfilmable. Ωστόσο τίποτα δεν είναι unfilmable και να η απόδειξη: το σενάριο μοιάζει εμπνευσμένο τόσο από το ζιγκ-ζαγκ της αφήγησης στο βιβλίο όσο και από την ίδια τη διαδικασία του γραψίματος. Κατά κάποιο τρόπο, μένει πιστός στο πνεύμα και τα μοτίβα του Μπάροουζ: στην έμμονη ιδέα για κάποιο αόριστο «εχθρό», στην ατμόσφαιρα της «junkland», στην αντίληψη του ανθρώπου ως ένα γυμνό γεύμα. Οι παραισθήσεις σε Technicolor θυμίζουν αμερικανικό μιούζικαλ που έπαθε παράκρουση, ο σκηνοθέτης μοιάζει να εισχωρεί στο μυαλό του junky, κι ο junky να χάνει τον κυνισμό του. Στο γυμνό γεύμα ο Μπάροουζ έχει χάσει τη συνοχή του junky και παρουσιάζεται αποπροσανατολισμένος, η γλώσσα και το χιούμορ του καταρρέουν. Η ταινία υποστηρίζεται από την παραληρητική φωτογραφία του Peter Suschitzky και από τη σκηνικά του James McAteer. Έτσι δομείται ένα αντεστραμμένο σύμπαν, άλλοτε σουρεαλιστικό καθώς λειώνει σαν τα ρολόγια του Νταλί, άλλοτε φριχτά παραμορφωμένο, τσακισμένο κι απειλητικό, σαν μια παγίδα της ύπαρξης.
Μήτσης Αθανάσιος (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.), Σώτη Τριανταφύλλου: κριτική για το γυμνό γεύμα.