Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Νίκος Νικολαΐδης
Σενάριο: Νίκος Νικολαϊδης
Φωτογραφία: Άρης Σταύρου
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
Ηθοποιοί: Δέσποινα Τομαζάνη, Τάκης Σπυριδάκης, Άλκης Παναγιωτίδης, Τάκης Μόσχος, Δώρα Μασκλαβάνου
Βραβεία: Καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας, σκηνικών-κοστουμιών, μοντάζ και ήχου στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1983.
Τοποθεσία: Ελλάδα 1983
Διάρκεια: 151’

Η ιστορία της γλυκιάς συμμορίας είναι το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μιας ομάδας «ανήθικων ατόμων», μιας ομάδας που έχει φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή, και που ζητάει κάτι για να πιστέψει πολύ, και να πεθάνει γι’ αυτό. Τέσσερα νεαρά άτομα ζουν σε μια μονοκατοικία και επιδίδονται σε μικροκλοπές. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθηση τους. Μια ομάδα παρακρατικών πολιτών θα ζώσει το σπίτι τους, έχοντας επικεφαλή ένα σιωπηλό ξανθό άντρα. Κάτι θα περιμένει.

Η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στο νέο πρόσωπο του παγκόσμιου φασισμού. Είναι μια ιστορία χαράς και τρυφερής αγάπης· μια μουσική θανάτου, μια επίκληση χρωμάτων, γλυκιάς βίας και γέλιου. Είναι η ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι γείτονές σας, που αποφασίζουν να πεθάνουν άσκοπα πίσω από τις κλεμμένες τους καραμπίνες, πετώντας σου κατάμουτρα το σκληρό, κοροïδευτικό γέλιο τους. Ο Νικολαΐδης παρατηρεί με μια ιδιόμορφη ματιά τη σημερινή εποχή ή κάποια κοντινή εποχή, πραγματική ή φανταστική. Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που μοιάζει με παιχνίδι ζωής που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά, για να μετατραπεί με την ίδια άνεση σε παιχνίδι θανάτου, αφού ο τελευταίος γίνεται ο κατ’ εξοχήν παράγοντας που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά σε όλη την ιστορία. Με μια ιερόσυλη προσευχή, ο Νίκος Νικολαΐδης κηδεύει τη μετεμφυλιακή νεκρολαγνεία που μαστίζει σύσσωμο το ελληνικό σινεμά της εποχής, και αποσύρεται σ’ ένα διώροφο στην Κηφισιά για έναν μαραθώνιο κοινοβιακής προετοιμασίας, χτίζοντας γύρω του έναν νέο, γενναίο κόσμο.

Σε όλη αυτή την ιστορία νεανικότητας, αυθορμητισμού και περιθωρίου, διαδραματίζει λοιπόν πρωτεύοντα ρόλο το σπίτι κοινόβιο, που οι συμπαθείς, ονειροπόλοι «εγκληματίες» μας, έχουν μετατρέψει σε γιάφκα. Αποτελεί το σύνορο του δικού τους κόσμου. Πέρα από αυτό είναι παράνομοι και περιθωριακοί. Μέσα σε αυτό βιώνουν τις δικές τους αξίες του έρωτα, της φιλίας, της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης. Πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες, εκεί όπου οι σκιές κάνουν τόπο στις προσωπικές εμμονές, η πόλη ακυρώνεται και τα όνειρα αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους. Όλα τα αντικείμενα παίζουν κάποιο ρόλο στη Συμμορία. Οι ήρωες ζουν σ’ ένα φανταστικό κόσμο που έχουν δημιουργήσει και που τον υπερασπίζονται μέχρι θανάτου. Είναι ένας καθρέφτης του χαρακτήρα τους.

Στο φινάλε της ταινίας, αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο, δεν είναι τα σκηνικά, αλλά ο ήχος, το φως και το συναίσθημα. Οι μπίλιες που πέφτουν από το φλιπεράκι, το σούρσιμο της Σοφίας, η μουσική του Χατζηνάσιου και ο πυροβολισμός, που δείχνει ότι οι ήρωες έχουν κάνει την επιλογή τους, να την κάνουν, να ζήσουν ελεύθερα…Ακόμη και ο Σπάιντερμαν στο βάθος δίνει μια αίσθηση ελευθερίας.