Η ταινία μας μεταφέρει στην Ιαπωνία όπου, μετά από μια μεγάλη στρατιωτική νίκη, οι Λόρδοι Βασίζου και Μίκι έχουν χαθεί στο πυκνό δάσος Κόμπβεμπ. Εκεί συναντούν μια μυστηριώδη γυναίκα η οποία διαβάζει το μέλλον το οποίο και προβλέπει λαμπρό για τους απογόνους του Βασίζου, αλλά ακόμα λαμπρότερο γι’ αυτούς του Μίκι. Όταν επιστρέφουν από την οδύσσειά τους, αμέσως καταλαμβάνουν μια καλή θέση με τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Ο Βασίζου παρακινούμενος από την φιλόδοξη γυναίκα του, προσπαθεί να κάνει τα πάντα έτσι ώστε να εκπληρωθεί η προφητεία.
Ο Θρόνος του Αίματος αποτελεί για πολλούς το μεγαλύτερο επίτευγμα του Κουροσάβα. Πρόκειται, για μια προσαρμογή του Σαιξπηρικού Μάκβεθ που παραμένει πιστή στο πρωτότυπο ως προς τη δομή, ώστε να σέβεται τον χωρισμό του έργου σε πράξεις, αλλά κρατά ελάχιστο τον λόγο του Shakespeare στους διαλόγους της. Ο δημιουργός έχει αφαιρέσει μεγάλο μέρος των καθαρά θεατρικών καταστάσεων και έχει τονίσει περισσότερο τη βία και την αγριότητα. Ο στρατηγός Βασίζου/Μάκβεθ έχει γίνει πιο μονοδιάστατος ως χαρακτήρας για να εναρμονιστεί με τις δραματουργικές επιταγές του θεάτρου Νο, ενώ ο ρόλος της Ασίζου/Λαίδης Μάκβεθ έχει περιοριστεί, μια και η Ιαπωνική πραγματικότητα της εποχής άφηνε ελάχιστα περιθώρια στη δράση των γυναικών. Επομένως, η ταινία, δεν είναι μόνο μια συνάντηση δύο τεχνών, του θεάτρου με τον κινηματογράφο, αλλά και μια συνάντηση του ευρωπαϊκού με τον Ιαπωνικό πολιτισμό μιας και ένας ευρωπαϊκός μύθος (συγκεκριμένα προέρχεται από την Σκωτία) δραματοποιείται στην φεουδαρχική Ιαπωνία. Μέσα από αυτή την συνάντηση γίνονται εμφανείς οι ομοιότητες μεταξύ του ευρωπαϊκού και του Ιαπωνικού μεσαίωνα, καθώς και η διαπολιτισμική και διαχρονική δίψα για εξουσία. Σκηνοθετικά πρόκειται για μια από της πιο εντυπωσιακές δουλειές του Κουροσάβα. Βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα σε σκηνές βίαιης αναταραχής και στιγμές στατικότητας, δραματουργίας και περιορισμένης έντασης. Μια αντίθεση που λύνεται προς το τέλος, όπου το κινούμενο και το στατικό γίνονται ένα, με τη μετακίνηση του «ανθρώπινου δάσους». Οι έντονες φωτοσκιάσεις, οι γκρι όγκοι, η βροχή που πέφτει, το δάσος του Ιστού της Αράχνης, εντείνουν την κλειστοφοβική αίσθηση μιας παγίδας από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγει κανείς. Μιας παγίδας που δεν έχει να κάνει μόνο με τη μοίρα, αλλά είναι συνέπεια των πράξεων του Βασίζου και της τρέλας του για εξουσία.
Τελικά, ο Θρόνος του Αίματος είναι το αποτέλεσμα της όσμωσης πολιτισμών και τεχνών, που υλοποιήθηκε από τον Κουροσάβα στην μορφή μιας ταινίας που αν όχι η καλύτερη του, σίγουρα είναι μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές του. Η μανία και η βία που γεννά η υπέρμετρη φιλοδοξία, και τέλος οι τύψεις και ο φόβος που οδηγούν στην καταστροφή του Μάκβεθ, μεταφέρονται πετυχημένα στην άλλη άκρη του πλανήτη και στο δράμα του Βασίζου. Ο Κουροσάβα ξαναδιαβάζει λοιπόν τον Shakespeare, τον απογυμνώνει από τα μεταφυσικά του στοιχεία και δίνει στο δράμα τη διαλεκτική και ιστορική του διάσταση.