Σ’ ένα αστικό διαμέρισμα των Παρισίων πέντε νέοι, μια φοιτήτρια, μια αγρότισσα που έγινε πόρνη, ένας ζωγράφος, ένας επιστήμονας και ένας ηθοποιός, μελετούν τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. Η κινέζα είναι μια σημαδιακή ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ γυρισμένη το 1967 και δεν έχει προβληθεί ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Προσέξτε τη χρονολογία και τον τίτλο:1967, η ¨Κινέζα¨. Σ’ αυτή λοιπόν την πολιτική ταινία του ο Γκοντάρ συλλαμβάνει το κλίμα της οργισμένης νεολαίας της εποχής εκείνης στο Παρίσι με τον ακραίο μαοϊκό μαρξισμό της. Προφητεύει την έκρηξη του Μάη του 68,αλλά και τον εγκλεισμό, τις ατελείωτες συζητήσεις τους, τους δισταγμούς ανάμεσα στην πολιτική και την ένοπλη δράση, τις νευρωσικές φαντασιώσεις τους. Διαβλέπει την επικίνδυνη παράνοια που συμβαδίζει με το κυνήγι της χίμαιρας και πως μπορεί να ξαστοχίσει η δράση σε μορφές τυφλής βίας. Ορίζει ξεκάθαρα το αδιέξοδο της τρομοκρατίας, της τρομοκρατίας που ακολούθησε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα όπως ξέρουμε. Βέβαια ο Γκοντάρ δεν κηρύττει τον εφησυχασμό, δεν κηρύττει την τάξη και την ασφάλεια. Αισθάνεται την εξέγερση των νέων απέναντι στο πνιγερό μπετόν του παλιού κόσμου, μια εξέγερση που υποβόσκει έντονα ως τις μέρες μας και βέβαια συμπαθεί βαθιά τους αθώους και ανώριμους ήρωές του. Άλλωστε ο Γκοντάρ είναι καλλιτέχνης και ποιητής. Ο κόσμος που πλάθει η ταινία δεν είναι έτοιμος για κατανάλωση, δεν είναι μια καλοστημένη ιστορία που θα μας διευκολύνει μετά να κοιμηθούμε. Είναι ένα καλειδοσκόπιο εικόνων και ιδεών, ένα κινηματογραφικό κοκτέιλ μολότοφ που επιτίθεται στις συνήθειές μας ως θεατών και μας καλεί να μπούμε στο παιχνίδι πιο ενεργητικά. Από τη μια είναι οι συζητήσεις των νέων, άναρχες, χαώδεις, που δεν εκφράζουν βεβαίως μια ολοκληρωμένη πολιτική άποψη. Σ’ αυτούς τους αυτοσχεδιασμούς ο Γκοντάρ αντιτάσσει μια αληθινή συζήτηση ντοκιμαντέρ με έναν αληθινό φιλόσοφο τον Φράνσις Ζανσόν που μάταια επιχειρεί να εκλογικεύσει την ηρωίδα. Εξίσου σημαντική είναι η πλαστική ομορφιά της ταινίας, η ζωηρή τάξη ή αταξία της, τα χρώματα που ξεσπούν κι αυτά σαν κραυγές, οι απλές εικόνες που μας επαναφέρουν στο μάθημα των πραγμάτων, οι σπινθήρες των αντιπαραθέσεων που δημιουργεί το μοντάζ. Ο Γκοντάρ μας καλεί συνεχώς να παίξουμε και να σκεφτούμε, να το κάνουμε μαζί με τους ήρωες οι οποίοι στο τέλος της ταινίας διχάζονται και φρονιμεύουν, αλλά μας λένε ότι ο αγώνας συνεχίζεται πάντα με άλλα μέσα.
Γιάννης Μπακογιαννόπουλος: Κριτική για την κινηματογραφική λέσχη της ΕΤ1