Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Louis Malle
Σενάριο: Louis Malle βασισμένο στο μυθιστόρημα του Pierre Drieu La Rochelle
Φωτογραφία: Ghislain Cloquet
Μουσική: Erik Satie
Ηθοποιοί: Maurice Ronet, Lena Skerla, Yvonne Clech, Hubert Deschamps, Jean-Paul Moulinot, Jeanne Moreau
Βραβεία: Ειδικό βραβείο φεστιβάλ Βενετίας 1963, βραβείο Ιταλών κριτικών καλύτερης ξένης ταινίας.
Τοποθεσία: Γαλλία 1963
Διάρκεια: 105’

Σε ένα ιδιωτικό θεραπευτήριο κοντά στο Παρίσι, ο συγγραφέας Alain Leroy προσπαθεί να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ. Παρά το γεγονός ότι το έχει σχεδόν καταφέρει, ο Alain αισθάνεται ισχυρές τάσεις κατάθλιψης και αποφασίζει να αυτοκτονήσει σε μερικές μέρες. Ξεκινάει λοιπόν, για ένα τελευταίο ταξίδι στο Παρίσι στο οποίο συναντιέται με παλιούς του φίλους, οι οποίοι τον ακούν και αναλύουν τις δυσκολίες του, χωρίς όμως να μπορούν να του εμπνεύσουν την αγάπη για τη ζωή. Έτσι, ξαναβρίσκει καταφύγιο στο αλκοόλ.

Ο ήρωας του Λουί Μαλ (εμπνευσμένος από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Pierre Drieu La Rochelle) κοιτάζει τον κόσμο με ευαισθησία και παιδικότητα, καθώς το μόνο που επιθυμεί είναι να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Η ασφυκτική ατμόσφαιρα της μεγάλης πόλης, η αποτυχία του στην ερωτική ζωή, η μάταιη προσπάθεια αποτοξίνωσης, οι χαμένες φιλίες του παρελθόντος, η ανικανότητα να προσαρμοσθεί στην κοινωνική πραγματικότητα, τον κάνουν να συνειδητοποιήσει την κενότητα της ύπαρξής του. Ο πόθος, η φλόγα για ζωή σιγά-σιγά σβήνουν και η αυτοκτονία φαίνεται σαν η μόνη δυνατή λύση.

Άγχος, αγωνία, απελπισία, αυτοσαρκασμός, αδιέξοδο και όλες οι παρεμφερείς έννοιες στις οποίες τόσο μας συνήθισε ο μοντέρνος κινηματογράφος, ξανασμίγουν στη Φλόγα που τρεμοσβήνει, μ’ έναν τρόπο όμως τέλεια προσωπικό, απόλυτα ειλικρινή, σχεδόν σπαραχτικό κι ανυπόφορο. Ο Λουί Μαλ οργανώνοντας την ταινία του γύρω από το πρόσωπο του Alain Leroy – τον υποδύεται με μια συντριπτική εσωτερική ένταση ο Μορίς Ρονέ – μόλις αποτοξινωθεί, γίνεται τέλεια ανίκανος ν’ αντιμετωπίσει τον απογυμνωμένο κόσμο που μέχρι τότε τον έβλεπε μέσα από το μαγικό καλειδοσκόπιο των ατμών του αλκοόλ που έπαιζε ρόλο καταλύτη στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Η περιπέτειά του, λοιπόν, αρχίζει εκεί που τελειώνει σ’ όλες τις παρεμφερείς ηθικοπλαστικές ταινίες, δηλαδή τη στιγμή του γιατρέματος. Εδώ ακριβώς αρχίζει και ο τραγικός πυρήνας της ιστορίας, που κάνει την ταινία μοναδική.

Για τον Alain Leroy η ζωή είναι ένα γεγονός τετελεσμένο. Κάτι σαν κορεσμένη θεατρική εμπειρία, όπου η κάθε κατάσταση ή χειρονομία έχει ήδη υπάρξει πραγματικά ή νοητά. Ο ίδιος λέει πως δεν έχει «αγωνίες» (που θα σήμαινε επιμέρους προβλήματα ζωής, άρα αποδοχή της ζωής), αλλά «αγωνία» (που σημαίνει πρόβλημα ζωής, δηλαδή κινήτρου ζωής).

Η φλόγα που τρεμοσβήνει είναι ένα λιτό, υπαρξιακό δράμα που ακολουθεί ευσπλαχνικά τον αυτοκαταστροφικό πρώην αλκοολικό ήρωά της. Οι εικόνες με απίστευτη καθαρότητα, διαύγεια και σαφήνεια, αντανακλούν τους τελευταίους αγωνιώδεις παλμούς του βίου του ενώ ο στεγνός ρομαντισμός της σύνθεσης «Gnossienne 3» του Ερίκ Σατί ακούγεται σαν καρδιογράφημα. Η ταινία στάζει αίμα, αλλά η φόρτιση είναι υπόγεια. Χωρίς περιττές υπογραμμίσεις, με ελλειπτικές, πλαστικές εικόνες και μοντάζ πιάνει την καταβαράθρωση του ήρωα που βαδίζει προς την αυτοκτονία. Πρόκειται για την καλύτερη και πιο ώριμη ταινία του Λουί Μαλ και ταυτόχρονα ένα από τα τελευταία δείγματα της γαλλικής νουβέλ-βαγκ, που στη συνέχεια προσανατολίζεται σε πιο συμβατικούς δρόμους έκφρασης, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Μαλ.

«Αυτοκτονώ επειδή δε με αγαπήσατε, αυτοκτονώ επειδή δε σας αγάπησα. Επειδή οι δεσμοί που μας ένωναν ήταν πολύ χαλαροί, κι αυτοκτονώ για να τους σφίξω. Σας αφήνω με ένα ανεξίτηλο σημάδι.»