Ένας τριανταπεντάχρονος μηχανικός που έχει εργαστεί για πολύ καιρό στον Καναδά και τη Χιλή . έχει επιστρέψει εδώ και δύο μήνες στη γενέτειρα του το Κλερμόν – Φεράν. Μία Κυριακή στην εκκλησία προσέχει μία νεαρή ξανθιά και παρότι δεν ξέρει τίποτα γι’αυτήν αποφασίζει να την παντρευτεί. Λίγο αργότερα συναντάει τον Βιντάλ,έναν παλιό του συμμαθητή στο λύκειο που διδάσκει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο. Ο Βιντάλ τον πείθει να έρθει μαζί του σ’ένα δείπνο στο σπίτι της φίλης του Μόντ. Μέσα από την απλή σχέση των τριών δρώντων προσώπων (ενός καθολικού μηχανικού, του μαρξιστή Βιντάλ και της αναρχικής Μοντ),ενός περιθωριακού (της καθολικής Φρανσουάζ) και ενός απόντος (του ουδέτερου πρώην συζύγου της Μοντ),ο Rohmer εκθέτει το πρόβλημα του τυχαίου και της σχέσης του με μια διπλή μεταφυσική (και μαθηματική) αντίφαση: την πιθανότητα και την αναγκαιότητα.
Ο καθολικός μηχανικός προσπαθεί να αιτιολογήσει την ένταξη του στον ενεργό καθολικισμό με την πιθανότητα μιας ανταμοιβής απ’τη Θεία Χάρη. Ο μαρξιστής καθηγητής και μελετητής του αιρετικού καθολικού Pascal εξακολουθεί να πιστεύει στην ιστορική αναγκαιότητα αλλά ήδη έχει παρεκκλίνει προς μια μεταφυσική της ερμηνεία μέσα απ’την πασκαλική έννοια της μαθηματικής προσδοκίας η οποία εμπεριέχοντας την υπερκαλύπτει αυτήν της πιθανότητας κι έτσι αποδεικνύεται καθολικότερος του καθολικού μηχανικού. Τόσο ο καθολικός όσο και ο μαρξιστής προσδοκούν κάποιο κέρδος. Συνεπώς η διαφορά στις ιδέες τους είναι μόνο ποσοτική. Αντίθετα η αναρχική Μοντ που δεν προσδοκά τίποτα, δεν ελπίζει σε τίποτα (άρα είναι ελεύθερη όπως θα έλεγε ο Καζαντζάκης),έχει τοποθετήσει οριστικά τον εαυτό της έξω από το ιστορικό γίγνεσθαι, έχει περιχαρακωθεί στον εγωισμό της και υποφέρει στωικότατα, σηκώνοντας αβοήθητη το βάρος της ύπαρξης της. Ο Rohmer χρησιμοποιεί τους χαρακτήρες σαν πρώτη ύλη για ένα «ντοκιμαντέρ» στο οποίο προσπαθεί να περιγράψει τον εγκλωβισμό τους στα τείχη προυπάρχουσων ιδεολογιών : τόσο ο ψευτοχριστιανός όσο και ο ψευτομαρξιστής, όντας ανίκανοι να συλλάβουν το νόημα ενός είδους βιολογικής ζωής άσχετης προς κάθε μορφή ιδεολογίας, πιάνοντας από τις ιδεολογίες τους και φλυαρώντας ακατάπαυστα δημιουργούν ένα σύμπαν τεχνητό, κλειστό, αναιμικό, συγκροτημένο από φραστικά πυροτεχνήματα και αποστεωμένες ιδέες. Είναι τόσο δύσκολο να είσαι καλός χριστιανός η καλός μαρξιστής όταν δεν είσαι εξαθλιωμένος…
Απ’τα παραπάνω γίνεται φανερό πως ο καθολικός Rohmer ενδιαφέρεται περισσότερο για την αποκατάσταση της καθαρότητας της πίστης (όποιας πίστης) παρά για την υπεράσπιση της δικής του πίστης. Αυτό άλλωστε φαίνεται κι απ’την επίμονη του σε αναφορές στον Pascal (που φαίνεται πως τον λατρεύει) τον οποίο η καθολική εκκλησία φρόντισε να αποκηρύξει έγκαιρα, γιατί με την καθαρότητα του έμπαινε εμπόδιο στην προστατευτική της ευκαμψία και τη δουλική της υπηρέτηση ποικίλων σκοπιμοτήτων. Η «πίστη» φαίνεται η κυρίαρχη προβληματική στη Νύχτα με τη Μοντ : πιστότητα χωρών και πίστη θρησκευτική, συζυγική πίστη σ’ένα δόγμα, σε μια γυναίκα, σ’ένα ιδανικό, πίστη και συνέπεια λόγων και πράξεων. Καθώς οι ήρωες συζητούν και συγκρούονται, καθώς οι επιθυμίες γεννιούνται και παραδρομούν, ο θεατής αναρωτιέται τι σκέφτεται ο σκηνοθέτης, πόσα από τα λόγια που εκστομίζονται είναι δικά του. Στην πραγματικότητα μάλλον δε σκέφτεται ο σκηνοθέτης, πόσα από τα λόγια που εκστομίζονται είναι δικά του. Στην πραγματικότητα μάλλον δε σκέφτεται : απλώς κινηματογραφεί τους «σκεπττόμενους»,αποτυπώνει τις εκφράσεις τους καθώς αναπτύσσουν απόψεις για τη βούληση και την τύχη, για το μαρξισμό και το χριστιανισμό, την εργασία και Τη Θεία Χάρη, τις περιπέτειες και το γάμο, την εγκράτεια και το οέξ. Απαντήσεις δεν δίνονται η δίνονται πολλές και ποικίλες : επαφίεται στο θεατή να επιλέξει.
Ο Rohmer πρώην αρχισυντάκτης των cahiers du cinema και ένας από τους πρωτοπόρους της Nouvelle Vague με τον τρίτο του μύθο περί ηθικής επιβάλει ένα εντελώς καινούργιο είδος μοντέρνου κινηματογράφου που πάει κόντρα τόσο στη μόδα της αποδιάρθρωσης όσο και στον αφηγηματικό κινηματογραφικό κλασικισμό. Εδώ ακριβώς πρέπει να αναζητηθεί η γοητεία που ασκεί αυτό το αριστούργημα του φαινομενικά στατικού και φλύαρου κινηματογράφου όπου οι ήρωες αντί να δρουν, μιλούν ακατάπαυστα. Ο Rohmer με τα φόντα μιας τεραστίας φιλολογικής παιδείας, βάλθηκε (και πέτυχε) ν’αποδείξει πως εικόνα και λόγος στον κινηματογράφο βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης ισοτιμίας δεδομένου ότι τόσο η πρώτη όσο και ο δεύτερος αποτελούν τους δυο βασικούς (ο τρίτος είναι η μουσική ) τρόπους εξωτερίκευσης της σκέψης και του συναισθήματος. Η παραπάνω θέση ισχύει βέβαια μόνο στην περίπτωση που θεωρούμε τον κινηματογράφο τρόπο έκφρασης και όχι τέχνη αυστηρά περιχαρακωμένη σε δικούς της η δανεικούς αισθητικούς κανόνες.
Αποσπάσματα απο κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη απο έκδοση του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον Eric Rohmer