Όπως στο Γαλαξία, κι όπως αργότερα στο Φάντασμα της Ελευθερίας (αυτές οι δύο ταινίες αποτελούν μαζί με την Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας μια στυλιστική ενότητα), εδώ δεν υπάρχει πια καμιά ιστορία, υπάρχουν μόνον ιστορίες. Ο Μπουνιουέλ επέστρεψε οριστικά στις σουρρεαλιστικές αρχές του, το μίσος του για την αστική τάξη εξωτερικεύεται καταρχήν σε μια απόρριψη της αστικής δραματουργίας, όπως στον Ανδαλουσιανό Σκύλο και στη Χρυσή Εποχή, όσο κι αν στο μεταξύ χρησιμοποίησε επιμελώς αυτή τη δραματουργία. Ενώ στο Γαλαξία, το ταξίδι των δύο προσκυνητών αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο την κόκκινη κλωστή, τον ειρμό, εδώ έχουμε μια ομάδα ανθρώπων, που επισκέπτονται ο ένας τον άλλον σε μια αλυσίδα προσκλήσεων: ο πρεσβευτής της Μιράντα (Φερνάντο Ρέυ), μιας φανταστικής χώρας της λατινικής Αμερικής, το ζεύγος Τεβενώ (Ντελφίν Σέριγκ και Πωλ Φρανκέρ), η κόρη τους Φλοράνς (Μπυλ Οζιέ), το ζεύγος Σενεσάλ (Στεφάν Ωντράν και Ζαν Πιέρ Κασέλ) — όλοι μαζί ανήκουν στα καλύτερα στρώματα της αστικής τάξης.
Το πρώτο επεισόδιο διηγείται την ιστορία ενός βραδινού φαγητού, όλο εμπόδια. Το φαγητό, τιτλοφορημένο με το πιο αξιοπρεπές όνομα δείπνο, είναι μια από τις αγαπημένες απασχολήσεις της αστικής τάξης. Ο πρεσβευτής και η οικογένεια Τεβενώ έρχονται στο σπίτι του ζεύγους Σενεσάλ εκείνοι όμως, λόγω κάποιου λάθους με τις ημερομηνίες, δεν τους περιμένουν, ο κύριος μάλιστα απουσιάζει. Έτσι αποφασίζουν να πάνε μαζί σ’ ένα εστιατόριο, του οποίου ο ιδιοκτήτης όμως μόλις πέθανε. Ο νεκρός βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο, πράγμα που φυσικά τους κόβει την όρεξη. Αυτό το γεμάτο εμπόδια, διακοπές και ενοχλήσεις δείπνο συνεχίζεται σ’ όλη την ταινία. Όταν η παρέα συναντιέται την επόμενη φορά, υποχρεώνεται να μοιραστεί το γεύμα της με στρατιώτες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια κάποιων ασκήσεων έχουν κάνει προσωρινή κατοχή στο σπίτι. Ο αξιωματικός τους προσκαλεί όλους για φαγητό, αλλά τα κοτόπουλα που σερβίρονται είναι χάρτινα, το σπίτι αποδεικνύεται σκηνικό, η κουρτίνα σηκώνεται και η αστική κοινωνία μένει διπλά εκτεθειμένη μέσα στη λαιμαργία της. Την επόμενη φορά υποψιάζονται την ύπαρξη κάποιας συνωμοσίας, γιατί οι οικοδεσπότες απουσιάζουν (βρίσκονται στον κήπο και κάνουν έρωτα) αργότερα όταν βρίσκονται ήδη στο τραπέζι, συλλαμβάνονται όλοι τελικά κατακρεουργούνται από μια ομάδα παρτιζάνων, πάλι κατά τη διάρκεια ενός γεύματος.
Χωρίς να θέλει να διαφοροποίησα το όνειρο από την πραγματικότητα (κατά τη διάρκεια της ταινίας, και επίσης στο τέλος, βλέπουμε όλη την παρέα να βαδίζει σ’έναν εξοχικό δρόμο, άρα «ζουν» και μετά τον ομαδικό φόνο), ο Μπουνιουέλ σκηνοθετεί τις τελετουργίες της μπουρζουαζίας. Οι μορφές επικοινωνίας περιορίζονται στα κοινά γεύματα, οι ανακαλύψεις της μαγειρικής είναι πιο ενδιαφέρουσες από τα πολιτικά γεγονότα. Έτσι ο Μπουνιουέλ καταφέρνει να εκφράσει ακριβώς τη νοοτροπία της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής αστικής τάξης, έστω κι αν δε λέει τίποτα το ουσιαστικά νέο, σε σχέση με τα πρώτα του έργα λέει το ίδιο, μόνο με διαφορετικό τρόπο.
Γύρω από το θέμα του ματαιωμένου δείπνου, συγκεντρώνονται μια σειρά περαιτέρω μοτίβων, τυπικών για τον Μπουνιουέλ. Ένας επίσκοπος (Ζυλιέν Μπερτώ) εμφανίζεται στην οικογένεια Σενεσάλ και ζητά δουλειά σαν κηπουρός. Προσλαμβάνεται, κάποτε καλούν αυτόν τον επίσκοπο – κηπουρό στο πλευρό ενός αρρώστου, που πεθαίνει, ενός γέρου που εξομολογείται δύο φόνους: όπως αποδεικνύεται, τα θύματα του ήταν οι γονείς του επισκόπου. Ο επίσκοπος του δίνει άφεση αμαρτιών και ύστερα τον σκοτώνει πυροβολώντας τον. Με τη δευτερεύουσα φιγούρα ενός νεαρού κοριτσιού ο Μπουνιουέλ άγγιξε ελαφρά το ζήτημα της πολιτικής τρομοκρατίας. Το κορίτσι αυτό πουλάει πάνινα ζωάκια μπροστά στην είσοδο της πρεσβείας της Μιράντα, στην πραγματικότητα όμως παρακολουθεί την πρεσβεία ο πρεσβευτής, για να την τρομάξει, πυροβολεί ένα από τα ζωάκια. Αργότερα καταφέρνει να τρυπώσει στο σπίτι του πρεσβευτή, με σκοπό να τον σκοτώσει. Το κάνει όμως τόσο αδέξια (ίσως από τη μεριά του Μπουνιουέλ ηθελημένα), ώστε να φανεί η έπαρση και η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του ο πρεσβευτής.
Πότε πότε έρχονται μερικά πρόσωπα κι αρχίζουν: τώρα θα σας διηγηθώ) ένα όνειρο, που είδα χτες τη νύχτα (ένας λοχαγός διηγείται ένα όνειρο σ’ ένα καφενείο. ένας στρατιώτης διηγείται ένα άλλο την ώρα του φαγητού). Άλλοτε πάλι παρακολουθούμε απροειδοποίητα ένα όνειρο, και μαθαίνουμε μόνο εκ των υστέρων ότι ήταν όνειρο (στην Ωραία της Ημέρας αυτό συμβαίνει συχνά). Καμιά φορά μένουμε με την αμφιβολία, όνειρο ή πραγματικότητα: Και μ’ αυτό : τον τρόπο ο Μπουνιουέλ κλονίζει την εμπιστοσύνη μας για τη λογική και το συναίσθημα της πραγματικότητας. Έτσι μπορεί ν’ αναπτύξει μέσα στην ταινία τη δική του πραγματικότητα και τη δική του λογική.
Ο Μπουνιουέλ ξαναγύρισε από το Μεξικό στη Μαδρίτη τον Ιανουάριο του 1972, με το σενάριο, γραμμένο απ’ αυτόν και τον Ζαν-Κλωντ Καριέρ, για το Le charme discret de la bourgeoisie (Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας). Όταν ύστερα από ένα μήνα είδε ο παραγωγός Σιλμπερμάν στο Παρίσι το σενάριο, ενθουσιάστηκε και του είπε να το γυρίσει αμέσως. Η ταινία ποοβλήθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 15 Σεπτεμβρίου 1972.
Η Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας είναι μια ταινία γεμάτη διασκεδαστικές σεκάνς που βασίζονται στον ψυχικό αυτοματισμό τον σουρεαλιστών. Όλη η χάρη της ταινίας κρύβεται στην αφηγηματική δομή της. Θυμίζει όνειρο μέσα σε όνειρο και αφορά έξι άτομα της καλής κοινωνίας που δεν καταφέρνουν να τελειώσουν ποτέ το φαΐ τους.
Η πορεία, ίσως της μπουρζουαζίας μέσα από μια πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που κι αν δεν γνωρίζουμε τους στόχους της. ξέρουμε τα χαρακτηριστικά και τους εφιάλτες της: τη μεγάλη πείνα τους, σαφής μεταφορά, την ανασύνθεση τους σαν ομάδα υστέρα από τις προσωρινές φυγές, την ευγενική συνεργασία τους με την εκκλησία, το στρατό, την αστυνομία, τους φόβους τους που βγαίνουν σε όνειρα θανάτου, με αποτέλεσμα οι αβρότατες συμβάσεις, τα χαμόγελα και οι καλοί τρόποι να αντιπαρατίθενται σε εγκλήματα και βαθιά θαμμένες τύψεις συνείδησης.