Σε μια Σουηδιkή επαρχιακή πόλη στις αρχές του αιώνα, δύο παίδια μεγαλώνουν στην αγκαλιά μιας μεγάλης ευτυχισμένης οικογένειας εκτεταμένης. Ο Πατέρας πεθαίνει και η μητέρα ξαναπαντρεύεται. Ο νέος πατριός τους είναι ένας αυστηρός, αυταρχικός κληρικός με καλές προθέσεις αλλά πλήρη ανικανότητα να κατανοήσει τα συναισθήματα των άλλων. Η φυγή από το σπίτι του, τους οδηγεί, μέσα από ένα έμμεσο μονοπάτι, στη ζωή ενός Εβραίου εμπόρου αντικών, η οποία έχει χώρο για το μυστικισμό και τη μαγεία της πρώτης περιόδου. Δεν δίνονται εξηγήσεις για όλα με το τέλος της ταινίας, ωστόσο όλα συμφιλιώνονται. Ο Bergman έχει εξομολογηθεί πως μεγάλο μέρος της ταινίας είναι αυτοβιογραφικό και αν όχι κυριολεκτικά, τότε από την πλευρά των συναισθημάτων.
Το Φάννυ και Αλέξανδρος αναγνωρίστηκε παντού σαν αδιαφιλονίκητο αριστούργημα. Πρόκειται για μια «ταινία -απολογισμό» όπου συναντούμε όλες τις στυλιστικές και θεματικές αναφορές των προηγούμενων μεγάλων ταινιών του. Ό,τι καλύτερο υπάρχει στην Αναμονή γυναικών, στη Νύχτα των σαλτιμπάγκων, στα Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας, στις Άγριες φράουλες, στους Κοινωνούντες, στη Σιωπή, στην Περσόνα, στο Κραυγές και ψίθυροι και στο Αυγό του φιδιού, έχει προσαρμοσθεί τέλεια σ’ αυτή την Ιστορία των δυο παιδιών που απολαμβάνουν τον παράδεισο της οικογενειακής ευτυχίας, προτού ένας αποτυχημένος γάμος τους ρίξει στην κόλαση του εκκλησιαστικού πουριτανισμού. Το άλογο στοιχείο βρίσκεται επίσης στο ραντεβού αυτής της ταινίας – διαθήκης. Στο πιο δυνατό σημείο της ρεαλιστικής αφήγησης, ο Μπέργκμαν εναρμονίζει την άμεση αίσθηση ενός ντεκόρ και τις διανοητικές εικόνες της φαντασίας ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Μέσα όπως από την απελπισία του μικρού αγοριού, ο Μπέργκμαν ξεκαθαρίζει οριστικά τους λογαριασμούς του. Η κόλαση είναι η ερημιά της αρρωστημένης χριστιανικής ηθικής. Ο Αλέξανδρος καταλαβαίνει ότι ο Θεός για τον οποίο του έχουν μιλήσει δεν είναι παρά ένα σκιάχτρο που το κινούν σαν γελοία μαριονέτα. Η βλασφημία γίνεται απελευθερωτική πράξη. «Αν ο Θεός υπάρχει, πρέπει να τον φτύσουμε κατά πρόσωπο. Αν εμφανιζόταν μπροστά μου. θα του έριχνα μια κλωτσιά στον
πισινό». Η ουσία έχει πλέον ειπωθεί. Το επεισόδιο του πρεσβυτέριου τελειώνει μέσα στις φλόγες του φανταστικού, με υπερρεαλιστικές εικόνες που θυμίζουν τον εξπρεσιονισμό του Αυγού του φιδιού.
Όπως συνηθίζεται, όταν αποσύρεται κανείς πρέπει να βγάλει ένα μικρό λόγο. Ο Μπέργκμαν κληροδοτεί τον Γκούσταβ Άντολφ να το κάνει, αυτόν τον χαροκόπο που ξέρει να γίνεται αγαπητός απ’ όλες τις γυναίκες. Ο Γκούσταβ Άντολφ, λίγο αδέξια, υμνεί τον υλισμό και την πίστη στην ηδονή. Πρέπει ν’ αφήσουμε τα μεγάλα ερωτήματα για να γευτούμε καλύτερα τις ηδονές της παρούσας ευτυχίας.
Στο Φάννυ και Αλέξανδρος, η αμοραλίστρια γιαγιά, ξαναρχίζει τη θεατρική δραστηριότητα, ύστερα από μεγάλο διάστημα. Τίποτα λοιπόν δεν είναι οριστικό. Ο Μπέργκμαν στο απόγειο του ταλέντου του, θα βρει τη δύναμη ν’ αποποιηθεί την τέχνη που τόσο καλά υπηρέτησε; Ας αφήσουμε την ερώτηση ανοιχτή, παρά τη δήλωση των προθέσεων του σκηνοθέτη τόσων αριστουργημάτων.
Το κοινό των αιθουσών είδε πρώτα μια σύντομη εκδοχή της ταινίας (3 ωρών και 8 λεπτών). Η ολοκληρωμένη εκδοχή (5 ωρών και 40 λεπτών) προβλήθηκε για πρώτη φορά επίσημα στο Φεστιβάλ Βενετίας 1983.
Η σύντομη εκδοχή αποκαλύπτει μια σπάνια τέχνη στην ελλειπτική αφήγηση, ενώ η ολοκληρωμένη εκδοχή μας μεταφέρει μια θαυμαστή αίσθηση της διάρκειας. Είναι λοιπόν δύσκολο να διαλέξουμε ανάμεσα στη μία ή την άλλη. Ωστόσο η ολοκληρωμένη βερσιόν μας κάνει να κατανοήσουμε βαθύτερα ορισμένους ήρωες. Βλέπουμε τον Όσκαρ, τον πατέρα των δυο παιδιών, βαθιά προσηλωμένο στη θεατρική του δραστηριότητα και ιδιαίτερα στο ρόλο ενός γελωτοποιού στη Νύχτα των βασιλέων, όπου ισορροπεί ένα κερί στο κεφάλι του. Στη σύντομη εκδοχή, ο Μπέργκμαν περιόρισε σημαντικά την επίσκεψη των δυο αδελφών Έκνταλ στον επίσκοπο, μετά την απαγωγή των παιδιών. Το νούμερο των ηθοποιών είναι εκπληκτικό. Είναι κρίμα επίσης που οι
θεατές της σύντομης εκδοχής στερήθηκαν τη φανταστικά σεκάνς, όπου τα φαντάσματα των παιδιών του επίσκοπου έρχονται να τρομάξουν τον μικρό Αλέξανδρο. Στην ολοκληρωμένη εκδοχή, ο Ισάκ διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο και χάρης σ’ αυτόν ο Αλέξανδρος έχει μια ονειρική οπτασία που μοιάζει να έρχεται απευθείας από την Έβδομη σφραγίδα: μια παρέλαση αυτομαστιγούμενων όπου ανακαλύπτει μ’ έκπληξη την Μαρί – Ελέν Μπρεγιά, αλλόφρονη από τη μαζοχιστική πίστη.
Κάθε ταινία είναι η τελευταία θα πρέπει να πιστέψουμε πως ο κινηματογράφος είναι
επίσης και μια θαυμάσια θεραπευτική μέθοδος, αφού προετοίμασε το έδαφος για μια απόλυτα υγιή ταινία, ένα σφριγηλό αριστούργημα που ο Μπέργκμαν, ίσως κάπως βιαστικά, παρουσίασε σαν την τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του. Το Φάννυ και Αλέξανδρος είναι μια ταινία -απολογισμός όπου συρρέουν ντεκόρ και ήρωες όλου του έργου του. Επιστρέφουν οι ήρωες της εποχής του θριάμβου των γυναικών, σιλουέτες γελοίες ή τραγικές συγκεντρωμένες στο πολυτελές κόκκινο – χρυσό – λευκό σκηνικό που δημιούργησε την πλαστική ομορφιά του Κραυγές και ψίθυροι. Επανέρχονται οι χαρούμενες οικογενειακές συναθροίσεις της Αναμονής γυναικών και των Άγριων φραουλών, η γοητευτική αμοραλίστρια γιαγιά των Χαμόγελων καλοκαιρινής νύχτας ξανανιωμένη για την περίσταση, οι ευδαίμονες ηθοποιοί του επαρχιακού θεάτρου της Νύχτας των σαλτιμπάγκων, το μικρό αγόρι, ενδοστρεφής παρατηρητής της Σιωπής, η λιτανεία των αυτοτιμωρούμένων με τα μαστίγια της Έβδομης σφραγίδας, οι υπερφυσικές οπτασίες του Κραυγές και ψίθυροι, οι κληρικοί του Βρέχει στον έρωτα μας, των Κοινωνούντων ή της Φθινοπωρινής σονάτας, τα αφεντικά και οι υπηρέτες. Είναι όλοι παρόντες για ν’ ακούσουν το μικρό Αλέξανδρο να προφέρει ξανά τη λυτρωτική βλασφημία που κάποτε ξεστόμισε η χορεύτρια στα Καλοκαιρινά παιχνίδια.
Το παράλογο είναι επίσης παρόν στο ραντεβού για ν’ αρνηθεί τον Θεό, να καταγγείλει την νοσηρότητα της αρρωστημένης χριστιανικής ηθικής, ν’ αποδείξει πως συχνά η ηθική δεν είναι παρά μια εκλεπτυσμένη μορφή κακίας.
Από κει και πέρα το βασικό έχει ειπωθεί. Ο Γκούσταβ Άντολφ Έκνταλ, ο χαρούμενος ακόλαστος κυνηγός του ποδόγυρου, αναλαμβάνει να εκφωνήσει τον λόγο της υποτιθέμενης αποχώρησης του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ένας φόρος τιμής στον ηδονισμό, που γεύεται τις παρούσες ηδονές και αποστρέφεται τις μάταιες μεταφυσικές αναζητήσεις.
Όμως είναι δίχως άλλο η υπέροχη γιαγιά της Φάννυ και
του Αλέξανδρου που ιδιοποιείται τις λέξεις του τέλους, μια ύστατη αναφορά στον θεό Στρίντμπεργκ, σαν διαβάζει ένα απόσπασμα από το Όνειρο:
«Όλα μπορούν να συμβούν,
Όλα είναι δυνατά, ακόμα και πιθανά.
Ο χρόνος κι ο χώρος ανύπαρκτοι.
Επάνω σ’ ένα ανάλαφρο ιστό πραγματικότητας,
η φαντασία υφαίνει και κεντά νέα μοτίβα». Η δημιουργία είναι δυνατότερη από τον άνθρωπο. Το Φάννυ και Αλέξανδρος ήταν η τελευταία ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
«Μετά το Φάννυ και Αλέξανδρος δεν θα ξανακάνω άλλη ταινία μεγάλου μήκους. Ποτέ μου δεν διασκέδασα και δεν δούλεψα τόσο πολύ. Το Φάννυ και Αλέξανδρος αντιπροσωπεύει όλη μου τη ζωή σαν σκηνοθέτης. Οι μεγάλου μήκους είναι για τους νέους, σωματικά και πνευματικά. Ακόμα κι αν γράψω, κάποιος άλλος θα το σκηνοθετήσει. Αλλά δεν είμαι κατά της σκηνοθεσίας στην τηλεόραση. Ας πούμε εξήντα λεπτά, όχι παραπάνω. Ή γιατί όχι, στην Όπερα».
Ήδη γύρισε το Μετά την πρόβα.