Η Έρικα (Isabelle Huppert) ζει στη Βιέννη. Διδάσκει πιάνο. Λατρεύει τη δυτικού τύπου (κλασική) μουσική για την αρμονία, τη μαθηματική οργάνωση και το ελεγχόμενο συναίσθημα της. Ζει με τη μητέρα της, η οποία την καταπιέζει και την κατευθύνει σαν να είναι ακόμα το μικρό της κοριτσάκι. Μόνο που η Έρικα έχει επιθυμίες, ανάγκες και στόχους τόσο μεγάλους, τόσο επιτακτικούς που αναγκάζεται να τους κρύβει ερμητικά. Οι επισκέψεις της σε χώρους με πορνογραφικό υλικό είναι συχνές. Το κενό στην ψυχή της την αναγκάζει να αισθάνεται μόνο με τον ακραίο πόνο και την πιο χυδαία ηδονοβλεψία. Η γυναικεία φύση των άκρων θα έρθει στην επιφάνεια όταν η Έρικα θα νιώσει έλξη για το νεαρό, χαρισματικό μαθητή της (Μπενουά Μαζιμέλ), που θα προσπαθήσει να την αποτραβήξει από την αρρωστημένη ύπαρξη της, με τραγικά αποτελέσματα. Η κυριαρχία της βίας θα συνεχιστεί, με τη συμμετοχή και του μαθητή. Στο τελικό πλάνο η ηρωίδα μας αποχωρεί αυτοτραυματισμένη, ενώ ο φακός εστιάζει στο ωδείο το οποίο περιστοιχίζεται από κάγκελα που θυμίζουν φυλακή.
Σε αυτή του τη δημιουργία ο Haneke καταπιάνεται με την άρχουσα, οικονομικά και πνευματικά, τάξη της πατρίδας του. Μας μιλά για ανθρώπους που καταλαβαίνουν τον Schubert, τον Schumann και τον Beethoven, ντύνονται όμορφα, συμπεριφέρονται άψογα στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις, και γενικά τηρούν κατά γράμμα τις αυστηρές βορειοευρωπαϊκές παραδόσεις της μεγαλοαστικής τάξης. Πίσω όμως από τη λάμψη και τη φαινομενική αρτιότητα αυτού του κόσμου, κρύβονται εμμονές και φοβερά μυστικά, διαστροφών και καταπίεσης.
Για τον αυστριακό σκηνοθέτη ο κινηματογραφικός φακός έχει αναλάβει το ρόλο κοινωνικού και πολιτικού μικροσκοπίου που εστιάζει στην αποτυχία του «εκπολιτισμένου» ανθρώπου και την αποτυπώνει σε φιλμ. Αυτή τη φορά η βία δεν προσωποποιείται από νεαρούς νεοναζί που εισβάλουν σε αστικά σπίτια και αιματοκυλούν την μπουρζουαζία ή από κάποιον άγνωστο κώδικα που μας απομονώνει στα κελιά των πολυκατοικιών μας. Τώρα η αλήθεια γίνεται έντονα προσωπική, αναζητείται στο άτομο, διακορεύοντας κάθε του άμυνα και διεισδύοντας στα άδυτα του υποσυνειδήτου του. Η καριέρα της Έρικα, ως αρωγός ταλέντων υποδεικνύει τη δική της αποτυχία: στην παραδοσιακά ανδροκρατούμενη μουσική σκηνή της χώρας της, εκείνη παραμένει κάτω από τη σκηνή ως καλοκουρδισμένο όργανο εκμάθησης και όχι ως σολίστας. Αν και άνω των σαράντα, ζει με τη μητέρα της μια αυταρχική φιγούρα με το σβησμένο βλέμμα του ανθρώπου που θα εκδικηθεί για την ανούσια ύπαρξη του, μην επιτρέποντας σε κανένα άλλο να ζήσει. Η αρρωστημένη αλληλεξάρτηση τους αποτελεί σημείο αναφοράς για την Έρικα. Από αυτή τη μιζέρια μαθαίνει πως της αξίζει να την αγαπούν, ενώ μέσα από την απόρριψη και την τιμωρία κοινωνικοποιεί και το δικό της «μητρικό» ρόλο ως δασκάλα. Η απόρριψη στην καριέρα της συναντά την προσωπική στη μοναξιά της και ολοκληρώνεται κοινωνικά με το γεγονός ότι είναι γυναίκα. Κάτι που την κάνει αυτόματα «αντικείμενο» και «αποδέκτη» των αντρικών ορμών. Το ωμό ένστικτο την οδηγεί να σπάσει το φαύλο κύκλο μέσω της σεξουαλικότητας της όπου η αυτοκαταστροφή δίνει την ψευδαίσθηση αυτοκυριαρχίας. Πατώντας πάνω στα επικίνδυνα χνάρια που χαράζει το ομώνυμο βιβλίο της Elfriede Jelinec (βραβείο Νόμπελ 2004), ο Haneke πλησιάζει την «Μπεργκμανική» ηρωίδα του σχεδόν πατρικά. Με αυστηρότητα, καθαρό βλέμμα, αλλά και αστείρευτη συμπάθεια. Αυτό χάνουν όσοι τον θεωρούν μισάνθρωπο. Ότι συμπάσχει και ο ίδιος με την αποτυχία της φύσης του, ότι είναι και εκείνος μέρος της πληγής που τόσο ωμά, και συνάμα, τόσο οικεία αποτυπώνει στο σελιλόιντ. Η βία τότε λειτουργεί ως καθαρτήρια λύτρωση από μουδιασμένες ουδετερότητες. Ως γνώριμη οικουμενική απόγνωση. Ως βουβή κραυγή που αντανακλάται από τη μηχανή προβολής στο τεντωμένο πανί σε όποιον αντέχει να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά.
Σε όλη την ταινία η κλασική μουσική διαχέεται με τρόπο έξοχο και μοναδικά πολυεπίπεδο. Εκπληκτικές μελωδίες τόσο στη σύλληψη, όσο και στις ερμηνευτικές τους απαιτήσεις, συνθέτουν από τη μια πανέμορφες σκηνές που χαράσσονται στη μνήμη του θεατή, και από την άλλη σηματοδοτούν την πνευματική υπεροχή της «άριας φυλής». Τα επαναλαμβανόμενα κοντινά πλάνα πάνω στα χέρια ερμηνευτών που εκτελούν με μοναδική δεξιοτεχνία αριστουργήματα του παγκοσμίου ρεπερτορίου του πιάνου (όπως η σονάτα σε La μείζονα του Franz Schubert), λειτουργούν συμβολικά και αντιπροσωπεύουν την ακρίβεια, την πειθαρχία, την εργασιομανία και τελικά την ανάγκη για τελειότητα, στοιχεία που γενούν ένα σύγχρονο κοινωνικό και ψυχοπαθολογικό φασισμό. Όλη αυτή η ισορροπημένη αισθητικά και γεωμετρικά εικόνα, καταρρέει από την ηχηρή και πραγματικά θορυβώδη αντίθεση με σκηνές σοκ, φρικτής σωματικής και ψυχολογικής βίας, που ακολουθούν, και σφυροκοπούν τον απροετοίμαστο θεατή, πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί είναι ενταγμένες σε ένα πλαίσιο καθημερινότητας. Παρόμοια μοτίβα έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Haneke και σε παλαιότερες ταινίες του (Funny games), όπως και σε μεταγενέστερα έργα του (Κρυμμένος, Λευκή κορδέλα), οδηγώντας πάντα σε ένα σκληρό αλλά και κρυστάλλινο στα συμπεράσματα του αποτέλεσμα. Συγκλονιστική η Isabelle Huppert, καταθέτει μια ερμηνεία σταθμό στη σύγχρονη κινηματογραφική ιστορία, αγγίζοντας ένα ρόλο που καμία συνάδελφος της δεν θα άντεχε να πλησιάσει, ούτε κατ ελάχιστο. Απόλυτα δίκαια η ταινία απέσπασε τα βραβεία γυναικείας αλλά και ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ των Καννών, όπως και το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ.
Δημητρίου Κων/νος (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.), Πόλυ Λυκούργου: Κριτική για το περιοδικό Σινεμά