Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Jean Renoir
Σενάριο: Jean Renoir, Carl Koch
Φωτογραφία: Jean-Paul Alphen, Jean Bachelet
Μουσική: Wolfgang Amadeus Mozart, Pierre-Alexandre Monsigny
Ηθοποιοί: Nora Gregor, Paulette Dubost, Marcel Dalio, Jean Renoir, Julien Carette
Βραβεία: Η ταινία αναγνωρίζεται σταθερά μέσα στις 10 καλύτερες όλων των εποχών διεθνώς και θεωρήθηκε πρόσφατα καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία όλων των εποχών από τα Cahiers du cinema και το Sight and Sound. Επίσης κατέκτησε το βραβείο Bodil (καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας) το 1966
Τοποθεσία: Γαλλία 1939
Διάρκεια: 106’

      Τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μια ομάδα Γάλλων αριστοκρατών με τους υπηρέτες τους συγκεντρώνονται σε ένα κάστρο για ένα κυνηγετικό σαββατοκύριακο. Χωρίς η αφήγηση να χάνει ποτέ τη μελωδική, αέρινη αίσθηση της και με τη διακριτική ειρωνεία να αγγίζει κάθε καλογραμμένη ατάκα, ο Ρενουάρ βγάζει από το ντουλάπι της ιστορίας έναν έναν όλους τους σκελετούς που η γαλλική μπουρζουαζία κρατά κρυμμένους κάτω από τους καλούς τρόπους, τα ακριβά ρούχα και τα όμορφα λόγια. Συνδυάζοντας μοναδικά το τραγικό με το διασκεδαστικό, ο Γάλλος κορυφαίος σκηνοθέτης περιγράφει, όπως κανείς μέχρι τώρα, την «κρυφή γοητεία» μιας κοινωνίας παραδομένης στην υποκρισία και τη βουβή απελπισία. Με όρους ταξικής σύγκρουσης (αφεντικά και υπηρέτες) και κινηματογραφικούς κανόνες ανυποψίαστης κομεντί υπογράφει το αριστούργημα του, μια διαχρονική αλληγορία, η οποία κοιτάζει πολύ μακρύτερα από την προπολεμική Ευρώπη που με τη σειρά της ατενίζει την άβυσσο.

     Ο κανόνας του παιχνιδιού είναι η κορυφαία δημιουργία του Ρενουάρ, και ένα από τα κορυφαία έργα της ιστορίας του κινηματογράφου. Ένα έργο τόσο σύνθετο και τόσο απλό μαζί, που μπορούμε να το ορίσουμε μόνο με μία σειρά από διαπιστώσεις, που μοιάζουν να είναι αντιφατικές αλλά δεν είναι. Είναι λοιπόν συγχρόνως ένα έργο τέλειο, αλλά και εκείνο που άνοιξε τις σημαντικότερες προοπτικές για τον νεότερο κινηματογράφο. Είναι καθαρός κινηματογράφος αλλά και μια σύνθεση των τεχνών του θεάτρου και του μουσικού ρυθμού. Σφραγίζει την εποχή του μεσοπολέμου καταγράφοντας τη φθορά μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης, προοιωνίζοντας έντονα τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο που έρχεται, αλλά και ξεπερνάει το χρόνο για να προβληθεί σταθερά ως τις μέρες μας. Μελετάει βαθιά και σύνθετα τον άνθρωπο και μας λέει περίπου τα εξής: Όποιος παραβαίνει τους κανόνες του κοινωνικού παιχνιδιού έστω κι αν είναι καλός, έστω κι αν είναι αθώος τιμωρείται. Ο έρωτας φλερτάρει με το θάνατο, η ειλικρίνεια συντρίβεται από την κοινωνική υποκρισία, η φιλία και η προδοσία, η αλήθεια και το ψέμα όλα συνυπάρχουν, όλα αυτά ισχύουν και για μας σήμερα. Είναι ένα έργο ρεαλιστικό και μαζί στυλιζαρισμένο που φτάνει σε μια ιδιαίτερη ποίηση. Είναι δράμα αλλά ένα δράμα παράξενα εύθυμο. Είναι παιχνίδι αλλά αιματηρό παιχνίδι που φτιάχνει την αλήθεια μέσα από χίλια μικρά ψέματα.

     Ο Ρενουάρ εμπνεύστηκε το θέμα του από δύο θεατρικά έργα: από τα «Καπρίτσια της Μαριάννας» του Μαριβό και από τους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μπομαρσέ. Υπάρχει έτσι συγχρόνως ο έρωτας και το παιχνίδι, η εκλεπτυσμένη παρακμιακή κοινωνία και η επίκριση της. Είναι μια κοινωνική σάτιρα χαριτωμένη όσο και οξεία που κινείται σε πολλά επίπεδα. Ο Ρενουάρ δημιουργεί συνεχώς ρήξεις στην ήρεμη επιφάνεια των πραγμάτων, φτιάχνοντας ένα σύστημα ασταθούς ισορροπίας. Μέσα στο κοινωνικό πάρε δώσε όλοι μετέχουν στο χορό. Η δραματική πλοκή στήνεται συμμετρικά, αλλά χωριστά για τα αφεντικά και για τους υπηρέτες. Η στιγμιαία διασταύρωση των κοινωνικών τάξεων στηριγμένη σε μια οπτική απάτη, θα προκαλέσει την τραγική σπίθα στην ταινία, που θα ξανασβήσει με το διαχωρισμό τους όταν όλα ξαναμπαίνουν στην τάξη του κοινωνικού κανόνα.

     Τα πρόσωπα του έργου είναι εξαιρετικά σύνθετα, συγχρόνως πραγματικά και συμβολικά. Ταλαντεύονται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Όταν μεταμφιέζονται για τη γιορτή στον πύργο τότε είναι που αφαιρούν τις κοινωνικές τους μάσκες, τότε συγκρούονται και τελικά γελοιοποιούνται. Ένα πρόσωπο ο Οτάβ που τον υποδύεται ο ίδιος ο Ρενουάρ, λειτουργεί σαν σύνδεσμος ανάμεσα στους άλλους ήρωες, ανάμεσα στα αφεντικά και τους υπηρέτες ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου και στο δημιουργό. Η μορφή της ταινίας είναι σμιλεμένη ως την έσχατη λεπτομέρεια, απαστράπτουσα, πλήθος οι εκφραστικοί νεωτερισμοί όπως η θαυμαστή χρήση του βάθους πεδίου στις εικόνες. Ο καθαρά μουσικός ρυθμός παρασύρει τα πάντα σ’ ένα συνεχές κρεσέντο ως την τραγική λύση. Έτσι, το παιχνίδι του έρωτα του θανάτου και της μοίρας, κλείνει με την ήττα του αντάρτη και την επιβολή του κοινωνικού κανόνα.

Γιάννης Μπακογιαννόπουλος: Κριτική για την κινηματογραφική λέσχη της ΕΤ1, Κριτική απο το περιοδικό Αθηνόραμα.