Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Federico Fellini
Σενάριο: Federico Fellini, Ennio Flaiano, Tullio Pinelli
Φωτογραφία: Otello Martelli
Μουσική: Nino Rota
Ηθοποιοί: Marcello Mastroianni, Anita Ekberg, Anouk Aimée, Yvonne Furneaux, Magali Noël, Alain Cuny, Nadia Gray, Lex Barker
Βραβεία: Χρυσός φοίνικας στο φεστιβάλ Καννών 1960. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ κουστουμιών και ήταν υποψήφια για τα Όσκαρ σκηνοθεσίας, σεναρίου και καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας από την Ιταλική ακαδημία κινηματογράφου, βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας από την ένωση κριτικών της Νέας Υόρκης κ.α.
Τοποθεσία: Ιταλία 1960
Διάρκεια: 167’

 «Το 1970 τα πάντα θα έχουν διαφθαρεί» λέει προφητικά ένας τραβεστί βγαίνοντας από τη βίλα του οργίου, το πρωί, προτού ανακαλύψουν το νεκρό τεράστιο ψάρι, που εξόκειλε στην ακρογιαλιά. Ήταν το 1985, όταν ο Fellini συνέλαβε την ιδέα της ταινίας, μιας ταινίας για ηθοποιούς που τους ακολουθούσαν οι δημοσιογράφοι, για γιορτές, συγκεντρώσεις της εύκολης ευφορίας μιας συνηθισμένης και σίγουρα τιποτένιας κοινωνίας, αλλά απίστευτα ζωτικής. Το “La Dolce Vita”, είναι η πρώτη μεγαλειώδης ταινία του Fellini που παίρνει σαφείς αποστάσεις από τον νεορεαλισμό. Είναι ένας πρόδρομος του κορυφαίου «8 ½» με τον ίδιο ήρωα αλλά και ανάλογους προβληματισμούς.

Πρωταγωνιστής είναι ο Marcello Rubini δημοσιογράφος σε φυλλάδα της Ρώμης. Μαζί του η Emma που τον αγαπάει παράφορα και με ζήλια την στιγμή που ο Marcello δεν θέλει να δεσμευτεί. Σ’ ένα κλαμπ, ο Marcello συναντά την πλούσια Maddalena, μια νεαρή κληρονόμο που αναζητά συνεχώς καινούργιες συγκινήσεις. Ξαφνικά στην ζωή του θα μπει η Sylvia, μια διάσημη αμερικανίδα ντίβα του σινεμά. Ο Marcello συναντά έναν φίλο του διανοούμενο, τον Steiner, που στην γαλήνια ζωή του με την γυναίκα του και τα παιδιά του, πιστεύει ότι αντικρίζει το ιδανικό πρότυπο. Ένα βράδυ δέχεται την επίσκεψη του πατέρα του, ο οποίος μετά από μια βραδιά διασκέδασης με τον γιό του, έχει μια καρδιακή κρίση και επιστρέφει εσπευσμένα στο σπίτι του. Μόνη παρηγοριά και θετική παρουσία της ζωής του είναι ο φίλος του Steiner. Όταν ο Steiner αυτοκτονεί, αφού προηγουμένως σκοτώνει τα παιδιά του, έχει χαθεί και η τελευταία σανίδα σωτηρίας του Marcello. Οριστικά πια απογοητευμένος, συμμετέχει σε ένα πάρτυ παρακμής και ψυχολογικής βίας. Την αυγή, πηγαίνουν όλοι στην παραλία να παρακολουθήσουν το ψάρεμα ενός τεράστιου και παραμορφωμένου κήτους. Εν τούτοις, το χαμόγελο ενός αθώου και όμορφου μικρού κοριτσιού θα μας αφήσει μια χαραμάδα ελπίδας.

 Το “La Dolce Vita” δεν είναι μόνο ο καθρέφτης μιας κοινωνίας και των ηθών της, είναι μια παραβολή της παρακμής ενός πρώην «vitelloni» που ήλθε από την επαρχία στην πόλη, ενός ανθρώπου χωρίς αξίες που αφήνει να του ξεφύγουν, η μία μετά την άλλη, οι διάφορες δυνατότητες για σωτηρία που του προσφέρονται. Ο πρωταγωνιστής είναι το κλειδί με το οποίο ο σκηνοθέτης θα διεισδύσει σε ορισμένους κύκλους, όπως τα καφέ,  τις νεκρώσιμες γιορτές των αριστοκρατών, όπου τα μέλη μιας άχρηστης πλέον τάξης «ξαγρυπνούν χασμουριώντας,  τα πτώματά τους», τα βρώμικα όργια των νεόπλουτων και τα πάρτυ των διανοούμενων.  

Εφιαλτικό και προφητικό φιάσκο του ηθικού χάους μιας κοινωνίας που δεν έχει πια πάθη, το “La Dolce Vita” είναι ένα έργο-σύνοψη της σύγχρονης ζωής, στο οποίο ο σκηνοθέτης δεν σέβεται τίποτα και κανέναν. Η θρησκεία περιορίζεται σ’ ένα άδειο θέαμα, η οικογένεια δεν υπάρχει πια, η γυναίκα είναι πλέον ένας μύθος, το σεξ έγινε ηδονοβλεψία και οι ευγενείς φαντάσματα. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και το περίφημο αρχικό πλάνο της ταινίας. Ένα ελικόπτερο, σύμβολο της τεχνολογικής προόδου,  μεταφέρει ένα άγαλμα του Ιησού και σκεπάζει με το θόρυβο του τις ανθρώπινες φωνές, την ανθρώπινη επικοινωνία. Το άγαλμα εγκαταλείπει την πόλη, η ιερότητα δεν έχει καμία θέση πλέον σε αυτήν και οι καμπάνες που ακούγονται πάνω από το Βατικανό, περιέχουν μια δηλητηριώδη ειρωνεία προς το εκκλησιαστικό κατεστημένο.     

Χαρακτηριστικό είναι και το ύφος του Fellini, που του άρεσε να μετατρέπει τον χώρο σε εικονική σκηνή θεάτρου ή κινηματογράφησης. Οι μεγάλοι προβολείς, ο φωτισμένος σε μικρή ακτίνα έρημος δρόμος, δίνουν της αίσθηση ότι κοιτούμε μια σκηνοθετημένη εικόνα της ζωής. Δεν μας ξενίζει ούτε το νούμερο του κλόουν με τα μπαλόνια στο καμπαρέ, αν και ένα τέτοιο νούμερο έχει θέση πολύ περισσότερο στο τσίρκο, που εδώ μεταφέρεται από το δημιουργό στον πυρήνα της μεγαλοαστικής διασκέδασης, αποδομώντας την. Αξεπέραστη η σκηνή ανθολογίας στη Fontana di Trevi, όπου η Anita Ekberg καλεί το Marcello να μπει μαζί της στο νερό το οποίο ξαφνικά σταματά. Η ιστορική Ρώμη (σύμβολο της η πανέμορφη Fontana) βυθίζεται στη σιωπή, όπως και οι τραγικοί ήρωες μας, σε ένα αμείλικτο υπαρξιακό κενό.     

Όπως σε όλες τις ταινίες του Φελίνι, έτσι κι εδώ δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Οι άνθρωποι είναι παιχνίδια που παίζονται και παίζουν σε ένα μεγάλο παιχνίδι αγνοώντας τους κανόνες. Είναι όλοι θύματα παγιδευμένα σε αδιέξοδες καταστάσεις. Ο ήρωας της ταινίας οδηγείται σταθερά στην τελευταία θέση της υποχώρησης, για να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Όσα λέει τα πιστεύει και δεν τα πιστεύει ταυτόχρονα. Ο κόσμος του Steiner έχει ιδιαίτερο βάρος στην ταινία και στις αποφάσεις του Marcello. Είναι ένας κόσμος φαινομενικά τέλειος με κρυμμένες όμως τις πληγές του. Οι διανοούμενοι φίλοι του και αυτός ακούνε ήχους της φύσης, μιλάνε για την φύση, αλλά μένουν κλεισμένοι στο διαμέρισμα. Ο Steiner είναι η ευκαιρία να πληροφορηθούμε τον καλά θαμμένο κόσμο του Marcello, μαζί με τα ανεκπλήρωτα όνειρά του. Το όνειρο της ιδανικής ζωής του ήρεμου διανοούμενου, με τη γλυκιά σύζυγο και τα χαριτωμένα παιδάκια αποτελούσε άλλοθι για τη συνέχεια της ζωής. Εν τούτοις ο ίδιος ο Steiner είχε δώσει το στίγμα, όταν είπε ότι η τακτοποιημένη ζωή δεν τον καλύπτει και όταν απευθυνόμενος στον Marcello του είπε ότι δεν έχει συμβουλές να του δώσει.       

Πρέπει να σημειωθεί τέλος, και το γεγονός της διορατικότητας του σκηνοθέτη που προέβλεψε τη σημασία της lifestyle ειδησεογραφίας. Το παρατσούκλι paparazzo που έδωσε στον φωτογράφο θα γίνει συνώνυμο μιας γενιάς συναδέλφων του και κυρίως της συμπεριφοράς τους. Η ταινία κέρδισε το χρυσό φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών και διαθέτει την θαυμάσια μουσική του Nino Rota, και την σπάνιας ποιότητας φωτογραφία του Otello Martelli.    

Πλάτων Ριβέλλης: Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου «Εκδόσεις Φωτοχώρος». Σημεία του κειμένου Κώστας Δημητρίου (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)