Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Luis Bunuel
Σενάριο: Luis Bunuel, Luis Alcoriza
Φωτογραφία: Gabriel Figueroa
Μουσική: Raul Lavista
Ηθοποιοί: Silvia Pinal, Enrique Rambal
Βραβεία: Υποψηφιότητα για το χρυσό φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών 1962.
Τοποθεσία: Μεξικό 1962
Διάρκεια: 95΄

Στο αρχοντικό των Nobile στην οδό “Προνοίας” σε μια πολυτελή συνοικία συγκεντρώνονται για δείπνο μετά από μια παράσταση όπερας οι φίλοι του ζεύγους Nobile. Στο ξεκίνημα της βραδιάς οι υπηρέτες για διάφορους λόγους εγκαταλείπουν σταδιακά το σπίτι. Παραμένει μόνο ο μπάτλερ Julio. Όταν έρχεται η ώρα της αναχώρησης των συνδαιτυμόνων, όλοι βρίσκουν μια δικαιολογία να μη φύγουν και σιγά-σιγά εγκαθίστανται και κοιμούνται στο σαλόνι. Την άλλη μέρα παίρνουν τον καφέ τους αλλά όταν ο υπηρέτης επιχειρεί να βγει από το σαλόνι διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού. Το ίδιο σιγά-σιγά διαπιστώνουν και όλοι οι καλεσμένοι. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο σαλόνι. Στο διάστημα των επόμενων ημερών υποφέρουν από δίψα και πείνα. Αρχικά σπάνε τις σωληνώσεις για να πιούνε νερό και ύστερα πιάνουν τα αρνιά που κυκλοφορούσαν μέσα στο σπίτι και τα ψήνουν με φωτιά από τα έπιπλα. Παράλληλα όμως εκδηλώνουν όλες τις κακίες και την επιθετικότητα που έκρυβαν και που απελευθερώθηκαν εξαιτίας του φόβου τους. Και ενώ έξω από το σπίτι βρίσκονται οι αρχές και πλήθος κόσμου περιμένοντας τις εξελίξεις η Leticia διαπιστώνει ξαφνικά πως όλοι είχαν κατά τύχη τις ίδιες θέσεις με αυτές που είχαν και το βράδυ που όλα ξεκίνησαν. Τους προτρέπει λοιπόν να ξανακάνουν τις ίδιες κινήσεις και να ξαναπούν όσα είχαν πει όταν ήταν έτοιμοι να αποχωρήσουν και δεν έφυγαν. Και τότε με μια ομαδική κίνηση όλων προς τα έξω διαβαίνουν το επίμαχο σύνορο και βγαίνουν από το σπίτι. Σύμφωνα με το τάμα που είχαν κάνει συναντιούνται σε μια μεγάλη τελετή στην εκκλησία. Όταν όμως τελειώνει η λειτουργία ούτε οι ιερείς, ούτε ο υπόλοιπος κόσμος μπορούν να βγουν από την εκκλησία. Οι καμπάνες της εκκλησίας αρχίζουν να χτυπούν, πλήθη στους δρόμους να τρέχουν και η αστυνομία να πυροβολεί τους διαδηλωτές. Μια μικρή αγέλη προβάτων κατευθύνεται προς την εκκλησία.

Η ταινία αυτή δεν έχει σύμβολα γιατί ίσως να είναι ολόκληρη ένα σύμβολο. ‘Η γιατί τα πιθανά σύμβολα είναι τόσα πολλά που αλληλοαναιρούνται. Είναι πάντως γεγονός ότι αν υπάρχουν σύμβολα αυτά έχουν τη δύναμη μόλις τα αποκρυπτογραφούμε να μας ξεγλιστρούν και να παίρνουν άλλη μορφή από κείνη που νομίζαμε πως είχαν. Πριν από όλα πρέπει να αποδώσουμε εύφημο μνεία στην κεντρική ιδέα της ταινίας για τη μοναδική της ευφυΐα και πρωτοτυπία μέσα στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως επίσης και στην εξέλιξη αυτής της ιδέας μέσα στο ίδιο το σενάριο. Μόλις μάλιστα η δράση τείνει να εκτονωθεί, το εύρημα του τέλους την αναζωπυρώνει αφήνοντας το κλείσιμο της ταινίας βυθισμένο στην αγωνία. Η κατάσταση μιας ομάδας ανθρώπων αποκομμένης από τον έξω κόσμο δίνει στον Bunuel, εκτός των άλλων, και τη δυνατότητα να παρουσιάσει και τον πραγματικό χαρακτήρα των ατόμων όπως εμφανίζεται γυμνός σε μια τέτοια ακραία περίπτωση. Στον Εξολοθρευτή Άγγελο δεν πρόκειται για ατομικούς χαρακτήρες, αλλά για τον κοινωνικό χαρακτήρα, το χαρακτήρα μιας κοινωνικής τάξης. Η ταινία μας δείχνει πώς αυτή η αριστοκρατία χάνει σταδιακά την ψυχραιμία της, τους τρόπους της, τη μάσκα της και ξεπέφτει σ’ ένα σχεδόν ζωώδες επίπεδο. Οι υπηρέτες είναι οι πρώτοι  που σαν τα ποντίκια εγκαταλείπουν το καράβι. Και δείχνουν μια ανεξήγητη επιμονή, ακριβώς σαν να έχουν οξυμένο το ένστικτο που τους ειδοποιεί για τον κίνδυνο. Είναι όμως βέβαιο (και τουλάχιστον αυτό επισημαίνει σε συνέντευξή του και ο σκηνοθέτης), ότι η εξέλιξη δεν θα ήταν ιδιαιτέρως διαφορετική αν αντί για εκπροσώπους της αστικής τάξης είχαμε εργάτες κάτω από τις ίδιες συνθήκες, γιατί η επιθετικότητα των ανθρώπων δεν συνδέεται με την τάξη στην οποία ανήκουν. Μόνο που ο Bunuel θεώρησε πιο ενδιαφέρουσα την αντίθεση ανάμεσα στους εκλεπτυσμένους τρόπους των αστών και στη συμπεριφορά τους μπροστά στο φόβο τους. Εξάλλου είναι  γνωστό το ενδιαφέρον του να σχολιάζει και να καυτηριάζει την αστική τάξη και τον τρόπο ζωής της. Για παράδειγμα, το πρώτο βράδυ του πάρτυ: στην αρχή προχωράει μέσα στα πλαίσια μιας συμβατικής κανονικότητας, ώσπου ξαφνικά κάποιος βγάζει το σακάκι του, μια κίνηση ασυνήθιστη σ’ αυτό το κοινωνικό περιβάλλον. Από αυτό το σημείο και ύστερα το γκρέμισμα των κοινωνικών συμβάσεων προχωρά γρήγορα: εκδηλώνεται προπάντων στο επίπεδο της γλώσσας: εκεί πέφτουν οι φραγμοί, η γλώσσα υπακούει ολοένα και λιγότερο στους διπλωματικούς και τακτικούς κανόνες της πολιτισμένης συζήτησης, αρχίζει να αρθρώνει σκέψη ασυγκράτητη. Με ανάλογη αμεσότητα και χωρίς περίσκεψη συμπεριφέρονται και οι άνθρωποι. Ο εγκλεισμός τους τελειώνει, όταν έχουν πια φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της καταστροφής της ηθικής, του ίδιου τους του ξεγυμνώματος.

Η παρακολούθηση των εγκλείστων αυτών ανθρώπων από τον θεατή, που είναι θεατής σε ένα τσίρκο, οδηγεί στη διαπίστωση πρώτον τού άκρατου εγωισμού μπροστά στον σκοτεινό φόβο, αλλά και της πλήρους αδυναμίας αντίδρασης απέναντι στη ζωή. Στην ανεξήγητη αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει. Να κάνει την αυτονόητη κίνηση ελευθερίας. Δεν υπάρχει προφανές εμπόδιο της ελεύθερης διακίνησής τους. Τι είναι λοιπόν αυτό που τους εμποδίζει και τους οδηγεί σ’ αυτή την άθλια απογύμνωση; Πρόκειται για ένα πρόβλημα βούλησης και όχι πραγματικής αδυναμίας. Η αντιστροφή των κινήσεων συνδέει κατ’ αρχήν το πρόβλημα του χώρου που μέχρι τώρα είχαμε, τον εγκλωβισμό δηλαδή σε έναν περιορισμένο χώρο, με το πρόβλημα του χρόνου και την κίνησή μας μπρος και πίσω σε αυτόν. Η επιστροφή στην κρίσιμη στιγμή αποκαλύπτει σε μας ότι κάτι συνέβη στη βούληση των ανθρώπων και δεν θέλησαν να βγουν, ενώ κανείς δεν τους εμπόδιζε. Και αυτή η άρνηση έγινε αγκύλωση. Η λύση επομένως βρισκόταν στην ανασυγκρότηση της βούλησης και μάλιστα στη συγκέντρωση όλων των βουλήσεων μαζί. Η συνέχεια όμως γίνεται πιο εφιαλτική. Και αυτό γιατί η νέα εμπλοκή τους αφορά ένα πιο διευρυμένο κύκλο ανθρώπων, κύκλο που διευρύνεται ακόμα περισσότερο με την εικόνα του πλήθους που σφαγιάζεται έξω από τις πόρτες της εκκλησίας.

Ένα ακόμα ιδιοφυές εύρημα της ταινίας είναι οι επαναλήψεις των σκηνών όπου όμως καμία επανάληψη δεν είναι ακριβώς ίδια με την αρχική σκηνή. Χωρίς τις επαναλήψεις δεν θα είχαμε εξοικειωθεί με την αναίρεση του χρόνου, η οποία μας οδηγεί στην τελική λύση που είναι η επιστροφή στη ρίζα του κακού. Ποιός όμως είναι ο εξολοθρευτής άγγελος; Δεν είναι άλλος από αυτόν που εκφράζει την οργή και ο άγγελος της οργής, ενός από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, δεν είναι άλλος από τον Σατανά. Ίσως να είναι ο καθένας και όλοι μαζί. Ίσως τελικά αυτό να είναι το βασικό ερώτημα της ταινίας, μια και χωρίς αμφιβολία το τέλος της είναι ένα ερωτηματικό. Σε ποιόν οφείλεται άραγε η αλληλοεξόντωση των ανθρώπων μέσα από την αβουλία, τον εγωισμό και την οργή;

Βιβλιογραφία: Πρόσωπα και ιδέες Κινηματογράφος/3 Luis Bunuel “Εκδόσεις Πλέθρον”,  Πλάτων Ριβέλλης, Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου “Εκδόσεις φωτοχώρος”