Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Σενάριο: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Gustav Mahler συμφωνία αρ 1 «Titan»
Ηθοποιοί: Bασίλης Διαμαντόπουλος, Γιώργος Διαλεγμένος, Δημήτρης Πουλικάκος, Nικήτας Tσακίρογλου, Oλγα Kαρλάτου
Βραβεία: Δεύτερο βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Λοκάρνο καθώς και το δεύτερο βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Σικάγο.
Τοποθεσία: Ελλάδα 1978
Διάρκεια: 111'

Πώς είναι δυνατόν τέσσερις άνθρωποι, ένας πατέρας με τους τρεις γιους του, να ζουν σε μια πολυτελή βίλα χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα, επί επτά ολόκληρα χρόνια;

Μια δραστήρια νεαρή υπηρέτρια, με εγγενή αποστροφή απέναντι στις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις, είναι ο μοναδικός συνδετικός τους κρίκος με ό, τι αποκαλούμε ζωή και κίνηση… «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου έχουν συμπληρώσει μια 25ετία από την πρώτη προβολή τους (1978), αλλά ο χρόνος δεν βάρυνε πάνω τους. Αντιθέτως – αφαίρεσε τους συμβολισμούς της εποχής, ενισχύοντας το χιούμορ, την ειρωνεία και τον σαρκασμό που πηγάζει από το ίδιο το θέμα και την καθημερινότητα των ηρώων. Την σκιώδη, βέβαια, καθημερινότητα, γιατί το μόνο που κάνουν με συνέπεια είναι να κοιμούνται και, τον πρώτο τουλάχιστον καιρό, να συμμετέχουν στην τελετουργία των γευμάτων, για τα οποία φροντίζει με επιμέλεια η υπηρέτρια.

Βρίσκουν εφιαλτική την ιδέα της εργασίας και θεωρούν οποιαδήποτε κίνηση διαστροφή. Τα μέλη τους παραλύουν από την αχρησία. «Θέλεις να δουλέψεις; Πραγματικά αυτό είναι μια ιδέα εφιαλτική», επιπλήττει ο πατέρας τον μικρότερο γιο, ενώ καμαρώνει όταν ενημερώνεται από την υπηρέτρια στο δωμάτιό του, όπου βρίσκεται απομονωμένος, ανίκανος να μετακινηθεί, ότι τα παιδιά του κοιμούνται διαρκώς: «Μπράβο! Αυτά τα παιδιά ξεπέρασαν όλες μου τις προσδοκίες»! Ένας γιος αποφασίζει να χωρίσει την κοπέλα του για να αφοσιωθεί στις μη-ενασχολήσεις του, ενώ η αδράνεια θα υπερνικήσει και τη θέληση του νεότερου εξ’ αυτών για σπουδές. Ο ίδιος, μάλιστα, θα κάνει φιλότιμες, μα αποτυχημένες, προσπάθειες να διατηρηθεί ξύπνιος, ώστε να απολαύσει την ερωτική του σχέση με την οικιακή βοηθό.

 Η κάμερα περιφέρεται στις αίθουσες του αχανούς οικήματος με νωχελικούς ρυθμούς, ταυτιζόμενη με την υπνωτισμένη κατάσταση των προσώπων που αποτυπώνει. Στον θεατή όμως δεν δίνεται η ευκαιρία της χαλάρωσης. Τα διαρκή traveling στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της έπαυλης, συνδυασμένα με τη ασταμάτητη, ενοχλητική αδράνεια και ληθαργικότητα επί της οθόνης, συνθέτουν μια πρωτόγνωρη αίσθηση έντασης, ακόμη και φόβου. Αγαλματίδια και ένα σωρό κάδρα ζωγραφικής προελαύνουν, ενώ τα μακρά πλάνα του Έλληνα σκηνοθέτη περιγράφουν γλαφυρά αυτή την αποπνικτική αίσθηση ακινησίας.

Τι σημαίνει αυτή η ιστορία; Αυτοί οι άνθρωποι; Ο Παναγιωτόπουλος καθρεπτίζει στους πρωταγωνιστές του την παρακμή της αστικής τάξης καθώς και την κοινωνική αδράνειά της. Σατιρίζοντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές και πολιτικές δομές της Ελλάδας των τελών της δεκαετίας του ’70, κατορθώνει να δομήσει ένα από τα πιο καλοχαραγμένα αλληγορικά αποτυπώματα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Περισσότερο όμως από αυτό, επιτυγχάνει να χειριστεί με δεξιοτεχνία ένα από τα δυσκολότερα θέματα που έχουν απεικονιστεί ποτέ επί της οθόνης, με την διαδικασία του ύπνου να κλέβει το ρόλο του πρωταγωνιστή από τους αψεγάδιαστους ανδρικούς ρόλους.

H αλληγορική διάσταση της ταινίας ίσως έχει υποχωρήσει με τον χρόνο μπροστά σε μια πιο ανάλαφρη και χιουμοριστική ανάγνωση. Παραμένει η ευρηματικότητα του σεναρίου και η στέρεα δομημένη ατμόσφαιρα που κυκλώνει τον θεατή. Μια ατμόσφαιρα μελετημένη από τον σκηνοθέτη και υποστηριγμένη από την εξαιρετική φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλλη, ο οποίος διαχέει ένα γαλακτώδες φως που μηδενίζει τον χρόνο. Η ιδιοφυής κινηματογράφηση, χάρισε στην ταινία το Σε όλους είναι εύκολη η αποστροφή απέναντι σε ένα εικοσιτετράωρο σκληρής χειρωνακτικής εργασίας. Μέσα από τους Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας, όμως, συνειδητοποιήσαμε ότι το αντίθετο άκρο είναι ακόμη πιο αποκρουστικό…

Κριτική της Μαρίας Κατσουνάκη και στοιχεία από κείμενα μελών του cine.gr