Πληροφορίες

Σενάριο: Evan Hunter
Σκηνοθέτης: Alfred Hitchcock
Ηθοποιοί: Rod Tailor, Tippi Hedren, Jessica Tandy, Suzanne Pleshette
Φωτογραφία: Robert Burks
Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1963
Διάρκεια: 115’
Βραβεία: Υποψηφιότητα για βραβείο Oscar ειδικών εφέ

Το 1963 μετά από τρία χρόνια απουσίας από τον κινηματογράφο, ο Χίτσκοκ επιστρέφει γυρίζοντας την ταινία «Τα πουλιά», εμπνευσμένος από μια νουβέλα της Δάφνης ντε Μοριέ. Η ταινία ξεκινά με μια σκηνή σε ένα κατάστημα κατοικίδιων ζώων του Σαν Φρανσίσκο, όπου η δυναμική Μέλανι Ντάνιελς, που την υποδύεται εξαιρετικά η άσημη μέχρι τότε Τίπι Χέντρεν, γνωρίζει τον γοητευτικό δικηγόρο Μίτς Μπρένερ (Ρόντ Τέιλορ). Η συνάντηση αφήνει μια περίεργη εντύπωση με ανάμεικτα συναισθήματα στην Μέλανι. Έτσι, αποφασίζει να μεταβεί στο Bodega Bay οπού διαμένει ο Μίτς μαζί με την αυταρχική και κτητική μητέρα του, για να χαρίσει στην μικρή του αδελφή που έχει τα γενέθλια της, ένα κλουβί με παπαγαλάκια. Με το που αφικνείται όμως, ένας γλάρος της επιτίθεται και την πληγώνει στο πρόσωπο. Το επεισόδιο θα είναι η απαρχή μιας τρομακτικής επίθεσης πουλιών στους κατοίκους της περιοχής.

Από την πρώτη σκηνή της ταινίας στο κατάστημα με τα εκατοντάδες αιχμάλωτα ζώα σε κλουβιά, την παρεμπόδιση των κανόνων της φύσης αλλά και την καταιγίδα που βγάζει τους γλάρους στην ακτή, ο Χίτσκοκ κάνει σαφέστατη μία από της εκδοχές της. Συσχετίζει έξοχα τις δυνάμεις της φύσης, και μετατρέπει τα πουλιά στον εξολοθρευτή άγγελο που θα εκδικηθεί τον δυτικό άνθρωπο με τον άπληστο αστικό πολιτισμό του. Σημαντική και η σκηνή στην παιδική χαρά του σχολείου, όπου αθόρυβα μαζεύονται τα πουλιά, πριν από την τρομακτική επίθεση τους στα παιδιά. Η παιδική χαρά με τους μεταλλικούς σκελετούς σε διάφορους περίτεχνους σχηματισμούς ουσιαστικά αντιπροσωπεύει την τεχνολογία και την εξέλιξη ενώ τα σκοτεινά, άγρια και σχεδόν χωρίς σχήμα πουλιά, την αρχέγονη δύναμη της φύσης. Σε αυτό το γεμάτο σασπένς σκηνικό, η παρουσία της Μέλανι να καπνίζει αδιάφορα και αλαζονικά, αλλά και ο τρόμος της όταν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, δίνουν στην σκηνή ξεχωριστή αξία.

Τα γυρίσματα της ταινίας κυλούσαν ομαλά και μάλιστα είναι ειρωνικό ότι η Χέντρεν είχε αγαπήσει τα ζωντανά πουλιά της ταινίας που μέχρι τότε την άφηναν αδιάφορη. Τα πράγματα όμως άλλαξαν δραματικά προς το τέλος των γυρισμάτων, συγκεκριμένα κατά την τελευταία επίθεση πουλιών μέσα στο σπίτι. Τότε η Χέντρεν αντιλήφθηκε ότι ο πραγματικός λόγος που ο Χίτσκοκ την επέλεξε για το ρόλο, είναι ότι καμία διάσημη ηθοποιός με σώας τας φρένας, δεν θα δεχόταν να γυρίσει τη σκηνή με πραγματικά και όχι μηχανικά πουλιά. Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτά τα πουλιά τσιμπούσαν πολύ άγρια. Είχα δει τι έκαναν στους εκπαιδευτές τους. Έδεσαν τα πουλιά με λάστιχα στα χέρια μου. Με τσιμπούσαν άσχημα, πολύ επιθετικά. Ένα από αυτά που βρισκόταν στον ώμο μου παραλίγο να μου βγάλει το μάτι. Στο τέλος ένοιωθα τόσο εξουθενωμένη που κρύωνα. Δεν θυμάμαι κανένα να με πήγε στο σπίτι μου».

Κοσμογονική παραβολή πάνω στις έννοιες του χάους και της καταστροφής με οικολογικό άλλοθι, ή αντίθετα μια ψυχαναλυτική ταινία πάνω στο οιδιπόδειο (η αντίδραση της μητέρας του Μίτς στη σχέση του με την Μέλανι ενεργοποιεί την επιθετικότητα των πουλιών); Ίσως και τα δύο. Όποια ερμηνεία και αν διαλέξετε, ένα είναι βέβαιο: «τα πουλιά», παρά τα πρώιμα ειδικά εφέ που διαθέτουν, είναι μια ανεπανάληπτη ταινία από το άγριο ζενερίκ των τίτλων μέχρι το αινιγματικό φινάλε. Μια ταινία που κοπιαρίστηκε άπειρες φορές, χωρίς κανείς να καταφέρει ποτέ να κάνει κάτι συγκρίσιμο.