Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Ingmar Bergman
Σενάριο: Ingmar Bergman
Φωτογραφία: Gunnar Fischer
Μουσική: Erik Nordgren
Ηθοποιοί: Max von Sydow, Gunnar Björnstrand, Nils Poppe, Bengt Ekerot
Βραβεία: Ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ των Καννών κ.α.
Τοποθεσία: Σουηδία 1957
Διάρκεια: 96’

Το 1957 είναι η χρονιά που ο Ingmar Bergman δίνει το πρώτο του μεγάλο αριστούργημα που αποτελεί συγχρόνως και ταινία σταθμό στην ιστορία του σινεμά, την «Έβδομη σφραγίδα», η οποία τιμήθηκε και με ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ των Καννών. Κεντρικά πρόσωπα της ταινίας είναι ο ιππότης Antonius Block, που επιστρέφει στη Σουηδία ύστερα από δέκα χρόνια στις σταυροφορίες, και ο ιπποκόμος του Jons. Ο πρώτος βασανίζεται από το ερώτημα της ύπαρξης ή όχι του θεού και κυρίως από τον παραλογισμό της σιωπής του θεού, που καθιστά την ανθρώπινη ύπαρξη μια μοναχική πορεία μέσα σε ένα κόσμο όπου θριαμβεύει ο θάνατος. Αντίθετα ο ιπποκόμος, κυνικός και μηδενιστής, ανακαλύπτει ότι ο φόβος είναι το μοναδικό θεμέλιο της θρησκείας. Δίπλα στα κεντρικά αυτά πρόσωπα κινούνται διάφοροι χαρακτήρες που αργά η γρήγορα δε θα ξεφύγουν από το δρεπάνι του θανάτου. Μοναδική εξαίρεση ο Jof, η Mia και το παιδί τους, μια οικογένεια σαλτιμπάγκων.

Η πανούκλα απειλεί τη χώρα. Ο ιππότης συναντάει το Χάρο, που έρχεται να τον πάρει, και του προτείνει μια παρτίδα σκάκι με αντάλλαγμα τη ζωή του, αν τον κερδίσει. Ο Χάρος δέχεται. Η σκηνή είναι από τις πιο εμβληματικές στην ιστορία του σινεμά. Ο ιππότης και ήρωας της ταινίας έχει ιδανικά, αλλά κυρίως ερωτηματικά. Η αναστολή που ζητά από το Χάρο δεν είναι από αγάπη για τη ζωή, αλλά από επιθυμία να καταλάβει. Ο ιπποκόμος του, τον οποίο παίζει ο σπουδαίος Gunnar Björnstrand, δείχνει κυνικός γιατί έχει χάσει ακόμα και την περιέργεια των ερωτηματικών. Έχει αποδεχτεί τις αρνητικές απαντήσεις, και το γεγονός ότι ο θεός δεν είναι παρά μια εικόνα, ένα ψευδαισθητικό είδωλο που ο άνθρωπος δημιούργησε υπό την πίεση της άγνοιας, και του φόβου του για το απόλυτο του θανάτου. Οι ηθοποιοί του περιπλανώμενου θιάσου έχουν αποκλείσει από τη ζωή τους τα ερωτηματικά, όχι από χαζομάρα αλλά από ανάγκη και επιλογή, και χαίρονται τη ζωή, το παιδάκι τους, τις φρέσκιες φράουλες, τα ερωτικά παιχνίδια. Σ’ αυτούς χαρίζεται η τύχη ή ο Χάρος.     

«Η αγωνία μου δεν είναι ίδια μ’ εκείνη των θρήσκων παρ’ όλο που εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο», λέει ο Bergman σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη. Πραγματικά, η μεταφυσική αγωνία, η έλλειψη ικανοποίησης από τα προταθέντα, και συνεχώς προτεινόμενα, κοσμοθεωριακά συστήματα, ή ανικανότητα της παραδοσιακής ηθικής να ικανοποιήσει το ερευνητικό κι’ ανήσυχο πνεύμα του δημιουργού και, κυρίως, η ενοχλητική παρουσία του αισθήματος του «τέλους», οδήγησαν τον Bergman σε μια μανιασμένη αναζήτηση ενός «προσωπικού» θεού που στα έργα της ωριμότητας γίνεται ολοένα και περισσότερο απρόσωπος, μέχρι που χάνεται τελείως μέσα σε γενικευμένες και αόριστες μεταφυσικές θέσεις. Όπως και να ναι, η μεταφυσική του Bergman, έχει μια εξαιρετικά λεπτή διανοουμενίστικη ποιότητα και αν δεν υπήρχε πίσω της το πανίσχυρο στήριγμα της τιμιότητας και της ειλικρίνειας του δημιουργού για να της δώσει εκείνη την εντελώς προσωπική γεύση της εναγώνιας εξομολόγησης, θα κινδύνευε να καταρρεύσει από μόνη της, εξαιτίας ακριβώς της αοριστίας. Στην «Έβδομη σφραγίδα», αυτή η μεταφυσική αγωνία είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένη, η αλληγορία αποχτά μια μοναδική διαύγεια, τα σύμβολα είναι τέλεια αποκαθαρμένα, σε σημείο που να μην αφήνουν κανένα περιθώριο για παρερμηνείες. Η συνεχής παρουσία του θανάτου όχι μόνο σαν αίσθημα αλλά και σαν απτό σύμβολο, ο αυτοσαρκασμός του δημιουργού για την ανικανότητα να δώσει μια προσωπική λύση στο πρόβλημα της σκοπιμότητας της ζωής και του θανάτου, η ισοπέδωση κάθε «σωτηριακής κοσμοθεωρίας», η βασανιστική παραδοχή ενός απλού βιολογικού γεγονότος (του θανάτου), η ειρωνεία των αφελών δογματικών και των εμπόρων της μεταφυσικής αγωνίας οι οποίοι προσπαθούν να «σώσουν» άλλους τη στιγμή που δεν κατάφεραν να σώσουν τους εαυτούς τους, και το σημαντικότερο, η ανικανότητα του κυνισμού ή της «κεκτημένης γνώσης», προσωποποιούμενης τέλεια από τον ιπποκόμο του Max von Sydow, για την εξεύρεση μιας κάποιας λύσης στο πάντα άλυτο πρόβλημα του παραλογισμού της ύπαρξης, όλα αυτά δημιουργούν μια τέλεια ισορροπημένη στη φόρμα της μεταφυσική ιλαροτραγωδία που σαν μόνη λύση προτείνει την άνευ όρων συμμετοχή στο ατέλειωτο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου.     

Βιβλιογραφία: Βασίλης Ραφαηλίδης/Λεξικό ταινιών τόμος 2 “Εκδόσεις Αιγόκερως”, Μπάμπης Ακτσόγλου/Κριτική για το περιοδικό Αθηνόραμα, Πλάτων Ριβέλλης/Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου “Εκδόσεις Φωτοχώρος”