Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Paul Bartel
Σενάριο: Paul Bartel, Richard Blackburn
Φωτογραφία: Gary Thieltges
Μουσική: Arlon Ober
Ηθοποιοί: Paul Bartel, Mary Woronov, Robert Beltran, Susan Saiger, Ed Begley, Jr., Buck Henry
Βραβεία: Η ταινία ήταν υποψήφια για τα βραβεία «SATURN» καλύτερης ταινίας χαμηλού κόστους και καλύτερης γυναικείας ερμηνείας, από την αμερικανική ακαδημία ταινιών τρόμου και επιστημονικής φαντασίας.
Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1982
Διάρκεια: 80'

To Eating Raoul, γυρισμένο το 1982 από τον Paul Bartel με κόστος μόλις 500.000$, είναι ένα από τα κλασικότερα αμερικανικά b-movies, που αντλεί πολλά από τη underground παράδοση των ταινιών του βασιλιά του είδους Roger Corman. Κεντρικοί χαρακτήρες της μαύρης αυτής κωμωδίας είναι ο Paul και η Mary Bland, ένα τυπικό μικροαστικό ζευγάρι των Η.Π.Α., που κατοικεί σε μια παρακμιακή πολυκατοικία της δεκαετίας του 50. Ο Paul, βαθύς γνώστης του καλού κρασιού, είναι υπάλληλος σε κάβα ποτών και η γυναίκα του νοσοκόμα στο τοπικό νοσοκομείο. Όνειρο τους είναι να φύγουν από την πόλη και να ανοίξουν ένα καλό restaurant στην ύπαιθρο, αλλά τα πενιχρά τους εισοδήματα δεν τους επιτρέπουν να το πραγματοποιήσουν. Όταν ο Paul απολύεται από τη δουλειά του και η τράπεζα ακυρώνει την πιστωτική τους κάρτα, η λύση εμφανίζεται ως δια μαγείας από το διπλανό διαμέρισμα, οπού τακτικά διοργανώνονται sex parties για την κατά τα άλλα συντηρητική και πουριτανική αμερικανική αστική τάξη.

Ένας καλεσμένος μπερδεύει τις πόρτες και μπαίνοντας στο διαμέρισμα τους προσπαθεί να βιάσει τη Mary. O Paul τον σκοτώνει χτυπώντας τον από πίσω με ένα τηγάνι στο κεφάλι, και αφού πάρει τα λεφτά από το πορτοφόλι του, ξεφορτώνεται το πτώμα μέσα στο σκουπιδοφάγο. Η «επιχείρηση» τους έχει πλέον ανοίξει! Με αγγελίες στις εφημερίδες προσκαλούν ευκατάστατους κυρίους για την ικανοποίηση των ερωτικών τους φαντασιώσεων, ο Paul τους σκοτώνει με το τηγάνι, και αφού τους κλέψουν, τα πτώματα καταλήγουν στο σκουπιδοφάγο. Το πράγμα μοιάζει σίγουρο, αλλά κάτι δεν θα πάει καλά. Ο Raoul, ένας κλειδαράς που αποδεικνύεται διαρρήκτης, προσπαθώντας να κλέψει τη πολύτιμη συλλογή με κρασιά του Paul, θα ανακαλύψει δυο πτώματα και θα ζητήσει να μπει με τον τρόπο του στην κομπίνα.        

Ο Paul Bartel, που σημειωτέων επένδυσε ότι είχε και δεν είχε για να γυρίσει αυτήν την ταινία, καταθέτει εδώ το έργο της ζωής του παραθέτοντας με καυστικό χιούμορ, ένα κατεδαφιστικό σχόλιο για το αμερικανικό όνειρο και συνολικά τον καπιταλισμό. Το ζεύγος Bland, βιώνει μια καθημερινότητα ανέραστη (κοιμούνται σε χωριστά κρεβάτια), αντιαισθητική και βυθισμένη στη φτώχεια, χωρίς καμιά προοπτική εξέλιξης. Όταν οι κοινωνικές συνθήκες φτάσουν σε οριακό σημείο χάνουν τον έλεγχο και αρχίζουν να σκοτώνουν, με μια κυνική φυσικότητα που γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, όσο τα κέρδη τους αυξάνουν. Τα παραπάνω αποδίδονται τέλεια στις σκηνές των φόνων, όπου χωρίς ίχνος αίματος και με απείρως διασκεδαστικό αλλά και πρωτοφανώς γελοίο τρόπο, ο Paul και η Mary ξεπαστρεύουν τα θύματα τους. Επίσης, τα σενάρια των φαντασιώσεων που ζητούν οι πελάτες των ηρώων μας είναι επιλεγμένα προσεκτικά, ώστε να καυτηριάζουν ψυχολογικές και ιστορικές εμμονές του μέσου αμερικανού όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ κ.α. Τέλος, το αστεία κανιβαλικό, αλλά και απόλυτα σημειολογικό φινάλε (θα μπορούσε να έχει βγει από ταινία του Ferreri), ολοκληρώνει το πνεύμα του φιλμ χωρίς σε καμιά περίπτωση να το κάνει μακάβριο. Αντίθετα, σχολιάζει τον καταναλωτισμό που αγγίζει τα όρια της ανθρωποφαγίας.

Η ταινία μορφολογικά, μετατρέπει τα πενιχρά μέσα που είχε στη διάθεση του ο δημιουργός από μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, καθώς το παλιό διαμέρισμα, τα κακόγουστα ντεκόρ, τα φτηνά κοστούμια ακόμα και οι κακοί φωτισμοί λειτουργούν παράλληλα με τη θεματολογία χτίζοντας μια ατμόσφαιρα αποσύνθεσης υλικής και πνευματικής. Στο ιδιόμορφα καλό αυτό αποτέλεσμα, συμβάλει καθοριστικά η ερμηνεία της Mary Woronov και η μουσική του Arlon Ober.

Κείμενο: Δημητρίου Κων/νος (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)