Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Jacques Tati
Σενάριο: Jacques Lagrange, Jean L'Hôte, Jacques Tati
Φωτογραφία: Jean Bourgoin
Μουσική: Franck Barcellini, Alain Romans
Ηθοποιοί: Jacques Tati, Jean-Pierre Zola, Adrienne Servantie, Alain Bécourt
Βραβεία: Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ των Καννών.
Τοποθεσία: Γαλλία 1958
Διάρκεια: 116'

Ο κύριος Arpel διευθυντής μιας βιομηχανίας παραγωγής πλαστικών σωλήνων και η γυναίκα του, ζουν μαζί με τον μοναχογιό τους τον μικρό Gerard, σε μια υπερμοντέρνα μονοκατοικία του Παρισιού. Ο αδελφός της κυρίας  Arpel, ο Hulot, προτιμάει αντίθετα να ζει σε μια ηλιόλουστη σοφίτα ενός παλιού κτιρίου, που βρίσκεται σε μια γλυκιά παλιομοδίτικη πλατεία των παρισινών προαστίων. Επισκέπτεται καθημερινά τους Arpel γιατί πηγαινοφέρνει τον ανιψιό του στο σχολείο. Ο χαλαρός και βολικός θείος είναι η μεγάλη αγάπη του μικρού, που βαριέται
με τους γονείς του. Με αυτόν τριγυρνάει σε συνοικίες της πόλης, τρώει λιχουδιές και κάνει φάρσες με τους συμμαθητές του. Ο Arpel όμως δε μπορεί να δεχτεί την ανεμελιά του κουνιάδου του, ενώ παράλληλα ζηλεύει την αδυναμία που του δείχνει ο γιος του. Δυο φορές προσπαθεί να του βρει μια δουλειά, την δεύτερη μάλιστα στο δικό του εργοστάσιο, μάταια όμως, οι γκάφες του κουνιάδου του αποδεικνύονται αξεπέραστες και η παρουσία του καταστροφική. Η οργή του Arpel δε φαίνεται να κρατάει για πολύ καθώς βρίσκει δουλειά στον κουνιάδο του μακριά από το Παρίσι καταφέρνοντας μάλιστα να διατηρεί και την αγάπη του γιου του.                          

Ο κόσμος του κυρίου Hulot μοιάζει με ζωντανό κολάζ από φωτογραφίες: γραφικές γειτονιές, ετοιμόρροπα παλατάκια, μποέμ καφέ και κάτοικοι που επιπλέουν στην ατμόσφαιρα ενός απίθανου, νοσταλγικού λίμπο. Σκυλιά ψάχνουν αποφάγια στα σκουπίδια και τρέχουν να γλυτώσουν από τα χέρια των αστυνομικών, οι ένοικοι των διαμερισμάτων φυλάνε το κλειδί στο λούκι της υδρορροής και τα κορίτσια στα ισόγεια ωριμάζουν και φλερτάρουν αθώα. Ισορροπώντας σε ξεχασμένες μεσοπολεμικές μελωδίες και μυρωδιές  ανθισμένων λουλουδιών, οι πρωταγωνιστές αυτού του μελαγχολικά στημένου σκηνικού σταματούν κάθε πρωί για να φλυαρήσουν με τον αργόσχολο οδοκαθαριστή και δεν αμελούν ποτέ να κεράσουν από μία καραμέλα τα μικρά παιδιά.

Στον αντίποδα, ένας κόσμος εξίσου καθηλωτικός, αν και ολότελα διαφορετικός. Η αδερφή του κυρίου Hulot ζει με την οικογένεια της στο νέο τους, μοντέρνο σπίτι. Οι μινιμαλιστικές γραμμές, οι γυαλιστερές επιφάνειες και οι αυστηρές γεωμετρικές διατάξεις τακτοποιούν τη ζωή της οικογένειας σε έναν χώρο στον οποίο η κουζίνα θυμίζει απροσδόκητα οδοντιατρείο και το κακόγουστο σιντριβάνι ενεργοποιείται μόλις κάποιος επισκέπτης φανεί στην εξώπορτα. Από αυτό το περιβάλλον θα θελήσει να δραπετεύσει ο μικρός ανιψιός του κυρίου Hulot. Αναπόφευκτα, οι δύο κόσμοι, το ίδιο απροσδιόριστοι –και εξίσου πιθανοί και απίθανοι- θα βρεθούν ξαφνικά πολύ κοντά.

Με πρόφαση το υπόγειο χιούμορ των gags και τις αθόρυβες, ιλαρές χορογραφίες, ο Tati καταφέρνει να εξασφαλίσει ίσες δόσεις θλίψης και αισιοδοξίας. Οι δύο παράλληλες πραγματικότητες -η μουσειακή συνοικία και η φουτουριστική γειτονιά- διεκδικούν την κυριαρχία τους σε μία μάχη που, τουλάχιστον μέχρι τους τίτλους τέλους, δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Τις σεκάνς των εργατών που ροκανίζουν τα θεμέλια των τελευταίων παλαιών κατοικιών, διαδέχεται η αμέριμνη περιπλάνηση του κυρίου Hulot σε εκείνο το τμήμα του κόσμου του που ακόμα στέκει αλώβητο. Με την ίδια αίσθηση ισορροπίας, η μεγαλειώδης υπόσταση του ζωντανού σπιτιού απομυθοποιείται από σκηνές αμηχανίας και γελοιότητας, όπως εκείνη του ανολοκλήρωτου δείπνου στον κήπο.

Φυσικά, το μήνυμα του Tati επεκτείνεται πολύ παραπέρα από τα απολαυστικά χιουμοριστικά ενσταντανέ και τον αριστουργηματικό χειρισμό του ηχητικού μοντάζ. Η ταινία αυτή συνιστά μια οξυδερκέστατη και χλευαστική περιγραφή του αστικού νεοπλουτισμού που κατέκλυσε τη μεταπολεμική Ευρώπη. Σε όλες τις χώρες έχουμε παρατηρήσει ανθρώπους σαν τους Arpel, ενώ η αισθητική τους και ο τρόπος ζωής τους έχουν καταντήσει ο κανόνας των κοινωνιών μας. Η σύγκριση με την παλιά ζωή και το παλιό Παρίσι δε γίνεται με στόχο την άρνηση της νέας τάξης πραγμάτων, αλλά για να νοσταλγήσουμε απλώς αυτό που χάνεται. Ο τύπος και ο τρόπος ζωής του
ήρωα θα γίνεται όλο και πιο σπάνιος, αν όχι γραφικός.

Με τον “Θείο μου” ο Tati λοξοδρόμησε σε σχέση με την προσωπική του άποψη για το κωμικό, αν και η ταινία αποτελεί οργανική συνέχεια της “Μέρας γιορτής” και πρόδρομος του αριστουργηματικού “Playtime”. Πρόκειται για μια απόπειρα του να συνδεθεί με την πιο κλασική μορφή του κωμικού κινηματογράφου. Τα παραπάνω βοήθησαν στο να καταφέρει να γίνει η ταινία ευκολότερα δεκτή από το κοινό.

Βιβλιογραφία: Πλάτων Ριβέλλης, Χωρίς διάλειμμα (Εκδόσεις φωτοχώρος)