Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Charlie Chaplin
Σενάριο: Charlie Chaplin
Μουσική: Charlie Chaplin
Ηθοποιοί: Charlie Chaplin, Virginia Cherrill, Harry Myers
Βραβεία: Επιλεγμένο από το αμερικάνικο ινστιτούτο κινηματογράφου ως μια εκ των 100 σημαντικότερων ταινιών του αιώνα και ως η καλύτερη ρομαντική κομεντί όλων των εποχών. Αναγράφεται συχνά στο διεθνή τύπο ως μια εκ των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών (Sight and Sound 2002 director’s poll, critics poll).
Τοποθεσία: ΗΠΑ 1931
Διάρκεια: 87’

‘’Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που έχει πραγματικά καταγραφεί στην ιστορία του κινηματογράφου, αυτός είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν. Οι ταινίες του δε θα γεράσουν ποτέ’’ – Αντρέυ Ταρκόφσκι

Η ταινία εκτυλίσσεται στην περίοδο του μεγάλου οικονομικού κραχ. Εκεί ο αγαπημένος μας Σαρλώ ερωτεύεται μια τυφλή ανθοπώλη. Αποφασισμένος να τη βοηθήσει, αλλά παντελώς άφραγκος, κάνει ό,τι μπορεί ώστε να επανέλθει η όρασή της. Αναγκάζεται λοιπόν να κάνει διάφορες μικροδουλειές-απατεωνιές, ώστε να μαζέψει λεφτά για μια εγχείρηση που θα τη θεραπεύσει. Στην πορεία των προσπαθειών του σχηματίζει μια φιλία με έναν εκατομμυριούχο ο οποίος τον συμπονεί όταν είναι μεθυσμένος και τον απεχθάνεται νηφάλιος. Κάπως έτσι ο Σαρλώ μπλέκεται σε διάφορες περιπέτεις για  χάρη του έρωτα.

Τα φώτα της πόλης αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της έβδομης και όχι μόνο τέχνης. Η ταινία αναπτύσσεται επάνω σε τρείς βασικούς άξονες: τον ερωτα μεταξύ δύο ανθρώπων, τις ταξικές διαφορές που δημιουργούνται σε καιρούς φτώχειας και τον ίδιο τον κινηματογράφο.

Ο αλητάκος σταματά να είναι μια απλή καρικατούρα και αποκτά μια πλήρως ανθρώπινη διάσταση. Ο ίδιος εξαπατάται, θλίβεται αλλά και ερωτεύεται σαν ένας καθημερινός άνθρωπος. Η ζωή του φαίνεται να αλλάζει όταν ανακαλύπτει την ανθοπώλη. Δεν αποτελεί πλέον το παρακμιακό άτομο που επιζητά μόνο το φαγητό του και τη στέγασή του όπως παλιά. Μέσω της αγάπης του για έναν άλλο άνθρωπο αποκτά ένα σκοπό. Η υπαρξή του είναι πια σημαντική, καθώς από αυτόν εξαρτάται η μοίρα  δύο  ατόμων.  Αυτός θα είναι και ο λόγος για τον οποίο θα  αρχίσει να αναλαμβάνει διάφορες μικροδουλειές. Θέλει να βοηθήσει την ανθοπώλη να αποκτήσει τη ζωή που της αξίζει. Ακολουθεί το δρόμο αυτό κυρίως διότι γνωρίζει πως η όραση θα της επιτρέψει  να αποκτήσει μια ζωή που ο ίδιος ποτέ δεν είχε λόγω της κοινωνικής του τάξης και της εμφάνισής του. Θέλει απλά να είναι ευτυχισμένη.

Οι διαφορές μεταξύ των τάξεων είναι επίσης κάτι που σχολιάζει ο Τσάπλιν μέσου του έργου του αυτού. Ο αλητάκος παρότι ζει στο περιθώριο και αδυνατεί να βρει ακόμα και τα στοιχειώδη, φαίνεται να είναι χαρούμενος. Αντιθέτως ο πλούσιος εκατομμυριούχος ζει μέσα στη δυστυχία, βυθίζεται στο αλκοόλ και προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Σε μια από τις προσπάθειες αυτοκτονίας του, ο αλητάκος του σώζει τη ζωή. Ο εκατομμυριούχος θα τον ευχαριστήσει θερμά για την πράξη του και θα τον χαρακτηρίσει φίλο. Προσωρινά όμως, καθώς όταν η επιροή του ποτού φεύγει ο πλούσιος φαίνεται να ξεχνά παντελώς το φίλο του και να νομίζει πως είναι ληστής. Οι άνθρωποι παραμένουν κοντά στις στιγμές ευδαιμονίας, φαίνεται όμως να διαχωρίζονται όταν το συμφέρον αποτελέσει το επόμενό τους κριτήριο. Χαρακτηριστική είναι η ξεκαρδιστική σκηνή του μποξ, όπου ο αλητάκος και ένας άλλος άνθρωπος παλεύουν για μια χούφτα λεφτά, όταν η κατάσταση στην οποία ζούνε είναι ίδια και οι μεταξύ τους διαφορές ελάχιστες.

Όταν ο Τσάπλιν άρχισε την παραγωγή της ταινίας, ο ομιλών κινηματογράφος είχε ήδη αρχίσει να επισκιάζει τις παλιές παραγωγές. Παρά την πίεση που δέχθηκε, αρνήθηκε να επιτρέψει στους χαρακτήρες του να μιλάνε και προτίμησε να κάνει μια αρκετά δημιουργική χρήση του ήχου. Όταν οι ήρωες προσπαθούν να μιλήσουν, ο ήχος που βγαίνει δε θυμίζει διάλογο, παρά μια παρωδία του λόγου. Μια εκ των χαρακτηριστικότερων σκηνών της ταινίας είναι το αρχικό πλάνο. Ο Σαρλώ ξυπνά από την αγκαλιά ενός γύψινου αγάλματος μετά από ένα βαθύ ύπνο. Κάπως έτσι ο δημιουργός μας δηλώνει πως ο ήρωας του ανήκει σε μια παλιά εποχή, αρχαϊκή και  όμορφη, συνάμα και πως ο νέος –ομιλών- κινηματογράφος που ανέτελε δεν ήταν ένας βιώσιμος κόσμος για τον αλητάκο μας.

Στης  πόλης τα φώτα λοιπόν, οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν. Οι ζωές τους φαίνεται να μην διασταυρώνονται μέσα στο αστικό αυτό χάος. Ένας αλητάκος όμως έχει διαφορετική άποψη και μας θυμίζει πως πάνω από όλα πρέπει να είμαστε άνθρωποι. Το έργο αυτό αποτελεί μια ιστορία, ένα κοινωνικό σχόλιο, μια μελέτη της τέχνης, ένα βίωμα. Αποτελεί εν ολίγοις σινεμά, καθαρό και καλλιτεχνικό.

Κείμενο: Μήτσης Αθανάσιος (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)