Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Billy Wilder
Σενάριο: Billy Wilder, I.A.L. Diamond
Φωτογραφία: Charles Lang
Μουσική: Adolph Deutsch
Ηθοποιοί: Marilyn Monroe, Tony Curtis, Jack Lemmon, George Raft, Pat O' Brien, Joe E. Brown, Nehemiah Persoff
Βραβεία: Βραβεία: Υποψήφια για 6 Όσκαρ, κέρδισε 3 χρυσές σφαίρες
Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1959
Διάρκεια: 120'

Βρισκόμαστε στην Αμερική του 1929, περίοδο του «ντιπρέσιον», της μεγάλης δηλαδή οικονομικής κρίσης αλλά και του γκανγκστερισμού. Ο Τζο (Curtis) και ο Τζέρι (Lemmon) είναι δύο άνεργοι μουσικοί που τυχαία γίνονται μάρτυρες της περιβόητης «σφαγής του Αγίου Βαλεντίνου», όπου ο Καπόνε (εδώ ονομάζεται Σπατς και τον ερμηνεύει ο Raft) σκότωσε εν ψυχρώ σ’ ένα γκαράζ τα μέλη μιας αντίπαλης συμμορίας. Για να γλυτώσουν από βέβαια εκτέλεση από τα πρωτοπαλίκαρα του Καπόνε που εξαφανίζουν ίχνη και μάρτυρες του εγκλήματος, αναγκάζονται να δεχτούν μια δουλειά σε γυναικεία ορχήστρα κι έτσι, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες φεύγουν βιαστικά για τη Φλόριντα. Τα προβλήματα τώρα για την Τζόζεφιν (ο πρώην Τζο) και τη Δάφνη (ο πρώην Τζέρι) είναι διαφορετικά και ποικίλα, καθώς διάφοροι τύποι τους καλοβλέπουν. Θα γίνουν όμως εκρηκτικά, όταν θα ερωτευθούν και οι δύο την ίδια γυναίκα: την τραγουδίστρια της ορχήστρας, την ξανθιά Σούγκαρ Κέιν (Μέριλιν Μονρόε) που την πατάει διαρκώς με τους σαξοφωνίστες.

Ο συνδυασμός ενός θαυμάσιου σεναρίου, γραμμένο από τον Billy Wilder και τον τακτικό συνεργάτη του I.A.L. Diamond, σενάριο έξυπνο, εύστροφο, σφιχτοδεμένο, γεμάτο απολαυστικές ανατροπές και ενός θαυμάσιου καστ, αποτελούμενο από την Marilyn Monroe, τον Tony Curtis και τον Jack Lemmon, που έδεσε τέλεια για να αποδώσει την εξαίσια αυτή και ανεπανάληπτη κωμωδία είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός διαμαντιού του κλασικού Χόλυγουντ. Τόσο ο Lemmon όσο και ο Curtis έδωσαν με τον καλύτερο, πιο απολαυστικό τρόπο τους ρόλους τους, είτε ως άνεργοι μουσικοί που κρυμμένοι στο γκαράζ παρακολουθούν τη σφαγή από τον «Σπατς» (παρατσούκλι από τις γκέτες στα παπούτσια του), είτε όταν αργότερα, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, προσπαθούν να «πείσουν» για το φύλο τους τις συναδέλφους τους στην μπάντα, χρησιμοποιώντας ένα χιούμορ που κάθε λεπτό κινδυνεύει να ξεπεράσει τα όρια και να μετατραπεί σε χονδροειδές και φτηνό. Αμίμητη είναι η σκηνή όπου ο Lemmon, με το τριαντάφυλλο στο στόμα, χορεύει ταγκό με τον εκατομμυριούχο του Tζο Μπράουν ή εκείνη με τον Curtis και την Monroe στο καράβι, όπου ο Curtis προσποιείται τον πάμπλουτο κληρονόμο αλλά ανίκανο σεξουαλικά και η Monroe τον κάνει «άντρα» κι όπου με κάθε προσπάθεια της βλέπουμε το πόδι του να σηκώνεται ολοένα και πιο ψηλά (εξαιρετικό «σεξουαλικό» εύρημα του Wilder).Το ίδιο απολαυστική είναι και η Marilyn,σ’ έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της, παρωδία των ρόλων της ξανθής γόησσας. Ο ίδιος ο Wilder σε συνέντευξη του είχε παραδεχτεί τη γοητεία της: «Είναι θαυμάσιο το ότι η Monroe θέλησε να παίξει αυτό το ρόλο. Είχαμε μια μεγάλη, πολύ μεγάλη βόμβα σε εκείνο το κανόνι που μπορούσαμε να εκπυρσοκροτήσουμε. Χωρίς αυτήν δεν θα είχαμε τη σέξι πλευρά».Πράγματι στο πανί η Marilyn αποδείχτηκε τέλεια, γοητευτική, αθώα και ταυτόχρονα σέξι, σκορπώντας τη μαγεία εκείνη που μόνο μεγάλες σταρ πετυχαίνουν.

Την επιτυχία της ταινίας δεν εξασφάλισε όμως μόνο το άκρως επιτυχημένο καστ αλλά και το πνευματώδες σενάριο, το οποίο κλιμακώνει σταδιακά το κωμικό στοιχείο: από μια απλή φάρσα (το γεγονός της μεταμφίεσης) προορισμένη να εξαντληθεί σε σύντομο χρόνο, γρήγορα μετατρέπεται σε μια κωμωδία παρεξηγήσεων με φρενήρη ρυθμό. Το σαρκαστικό στα όρια του κυνισμού χιούμορ του Βιεννέζου Wilder  λειτούργησε ως καταλύτης σε ένα μίγμα σκρούμπολ και παρωδίας γκανγκστερικών ταινιών καθώς υπάρχει η πρωτοτυπία του άνδρα που ντύνεται γυναίκα για να πιάσει δουλειά (αποτέλεσε κεντρική ιδέα και σε παλιότερα σενάρια, αλλά πρώτη φορά σε ταινία τέτοιων εμπορικών διαστάσεων), υπάρχει ο γρήγορος ρυθμός και η πολύ αποτελεσματική μίξη κωμικών ερμηνειών, ρομάντζου, gagster σκηνών και σασπένς, καθώς και η καυστική σάτιρα ενός τρόπου ζωής.

Ο Billy Wilder βρήκε εδώ την τέλεια ροή, την οποία απαιτούσε η δημιουργία αυτής της τέλειας κωμωδίας (παρόλο που στο φινάλε ακούγεται η αξέχαστη ατάκα «κανείς δεν είναι τέλειος»), εξερευνώντας ταυτόχρονα σε βάθος τις κωμικές δυνατότητες που του πρόσφεραν οι χαρακτήρες, χαρίζοντας μας μια από τις κωμωδίες-σταθμούς στην ιστορία του αμερικάνικου κινηματογράφου.

Βιβλιογραφία: Νίνος Φένεκ Μικελίδης, Οι 100 καλύτερες ταινίες μου (Εκδόσεις Καστανιώτη), Κριτική εφημερίδα Καθημερινή