Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Fritz Lang
Σενάριο: Fritz Lang, Thea von Harbou
Φωτογραφία: Fritz Arno Wagner
Μουσική: Edvard Grieg
Ηθοποιοί: Peter Lorre, Otto Wernicke, Ellen Widmann, Inge Landgut, Gustav Gruendgens, Friedrich Grass, Theodor Loos, Gregor John, Paul Kemp, Rudolf Bruemner, Rosa Valetti, Karl Platen, Franz Stein, Ernst Stahl-Nachbaur, Hertha von Walther
Τοποθεσία: Γερμανία 1931
Διάρκεια: 110'

Η ταινία ξεκινάει με την κυρία Beckmann, μια φτωχή πλύστρα, να περιμένει την κόρη της Elsie από το σχολείο. Μάταια όμως καθώς είναι το θύμα του δολοφόνου άλλων εφτά παιδιών. Πριν ακόμα συναντηθεί ο θύτης με το θύμα, βλέπουμε τη σκιά του δολοφόνου να πέφτει σε μια αφίσα επικήρυξής του, και ακούμε το σκοπό που σφυρίζει ο τελευταίος. Η δολοφονία ενός ακόμα παιδιού, εντός του διαστήματος οκτώ μηνών, οδηγεί την ανίκανη μέχρι στιγμής στον εντοπισμό του αστυνομία σε παροξυσμό. Με τις δυνάμεις της αστυνομίας σε πλήρη δράση, οι ενέργειες των ανθρώπων του υποκόσμου έχουν υποστεί σημαντικό πλήγμα. Οι συνεχείς λοιπόν παρενοχλήσεις και προσαγωγές των οικείων του, οδηγούν τον αρχικακοποιό Schraenker να ζητήσει συνάντηση κορυφής με τους εκπροσώπους των συνδικάτων του εγκλήματος. Η απόφαση της σύσκεψης αυτής είναι να προσπαθήσουν να συλλάβουν το δολοφόνο, ώστε να ησυχάσουν από την υστερία της αστυνομίας. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύουν τους ζητιάνους της πόλης, σε παρακολούθηση των μικρών παιδιών, ώστε να αναφέρουν οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση. Η αστυνομία παράλληλα στρέφει το ενδιαφέρον της σε παλιούς τροφίμους ψυχιατρικών ιδρυμάτων, καθώς οι υπόλοιπες ενέργειές της φαντάζουν ατελέσφορες. Εντοπίζει έτσι τα ίχνη ενός Franz Becker, από στοιχεία που είχε συλλέξει. Ταυτόχρονα όμως τον εντοπίζει και ένας ζητιάνος, ενώ ο ύποπτος έχει πλευρίσει ένα νέο θύμα, και σημαδεύει με κιμωλία ένα “M” (από το γερμανικό ”Morder”,δηλ. Δολοφόνος) στην πλάτη του. Επίσης ειδοποιεί τον Schraenker, με αποτέλεσμα ο Becker κυνηγημένος να καταλήξει στη σοφίτα ενός κτιρίου γραφείων. Οι κακοποιοί τον ανακαλύπτουν και τον σέρνουν σε μια εγκαταλελειμμένη βιομηχανία για να τον δικάσουν από λαϊκό δικαστήριο, όπου σώζεται την τελευταία στιγμή από την αστυνομία, πριν τον σκοτώσει το εξαγριωμένο πλήθος. Προσάγεται σε δίκη, σε κανονικό αυτή τη φορά δικαστήριο χωρίς όμως να μας γνωστοποιείται το πόρισμα.

Σε αυτή την πρώτη του ταινία με ήχο, ο Fritz Lang χειρίζεται μαεστρικά το νέο αυτό μέσο χωρίς απλώς να το χρησιμοποιεί διεκπεραιωτικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο  σκοπός, απόσπασμα από τον “Peer Gynt”, που σφυρίζει ο δολοφόνος, ως μέρος της ανατριχιαστικής ταυτότητας του σε κάθε σκηνή, που εξυπηρετεί παράλληλα και την αναγνώρισή του από τον τυφλό, όπως και η φωνή της μητέρας της Elsie, η οποία φωνάζει το όνομα του παιδιού της ενώ ο φακός αποτυπώνει έρημους χώρους. Ήχος ενώνει μεταξύ τους τις σκηνές και δεν διακόπτεται, γεγονός πρωτοπόρο για την εποχή.

Ο Lang πρωτοτυπεί και τολμά θεματικά, βάζοντας παράλληλα με τους αστυνομικούς, τους ζητιάνους και τους ανθρώπους του εγκλήματος να αναζητούν τον δολοφόνο. Η παράλληλη αυτή πράξη είναι μία καυτή, σατιρική αντιπαραβολή και προφητεύει έξυπνα το κακό που επέρχεται: την ανάληψη της εξουσίας το 1933 από τις οργανωμένες δυνάμεις των Ναζί, που συμβολίζονται από το παρακράτος του εγκλήματος. Το έντρομο βλέμμα του δολοφόνου, όταν νιώθει καυτό στη πλάτη του το σημάδι και αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό, παραπέμπει χωρίς δυσκολία στο κίτρινο εβραϊκό αστέρι. Ο θεατής δοκιμάζει μια έκπληξη, όταν διαπιστώνει πόσο εύκολα ο θύτης γίνεται θύμα. Από τη στιγμή που ο κυνηγημένος εγκλωβίζεται σαν ζώο στη σοφίτα, μέχρι τη στιγμή που προσπαθεί να γλιτώσει και τον εμποδίζουν τέσσερις αγριεμένοι πολίτες, ο θεατής έχει σταδιακά διαβεί το κενό που τον χώριζε από τον εγκληματία και έχει βρεθεί στο πλευρό του.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, βρίσκει μια ταραγμένη και ανήσυχη Γερμανία, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ όπου υπήρχε έντονη λογοκρισία. Η κοινωνία παρουσιάζεται σε δύο σκέλη, την πλευρά του νόμου και της παρανομίας. Το ενδιαφέρον είναι πως οι δύο αυτές πλευρές εμφανίζονται πανομοιότυπες και ισοδύναμες. Αυτά τα δύο σκέλη της κοινωνίας αποτελούν τον λαό. Το λαό που στηρίζεται σε ομαδικά αντανακλαστικά. Ο σκηνοθέτης πάντως φροντίζει να μην ισοπεδώνει τον όχλο παρομοιάζοντας τον με μάζα που κινείται προς μία και μόνο κατεύθυνση. Καθώς ο δολοφόνος απολογείται για τις πράξεις του μερικοί από του κακοποιούς του ακροατηρίου τον κατανοούν. Επίσης ο διορισμένος συνήγορος ορθώνει ένα πρωτοφανές ανάστημα και υπερασπίζεται σωστά τον κατηγορούμενο. Μια φράση όμως που αναφέρει ο δολοφόνος είναι το κλειδί στην έννοια της δικαιοσύνης. «Ποιος μπορεί να κρίνει εμένα αφού δεν θα είναι εγώ;» Βάσει ποιων κριτηρίων δηλαδή θα αποδοθεί δικαιοσύνη αν αγνοείται η μοναδικότητα του ατόμου. Πρόκειται για μια πολύ τολμηρή άποψη που θέτει το άτομο αντιμέτωπο και με ίση μάλιστα βαρύτητα με το σύνολο.

Η αναφορά του κατηγορουμένου στους δύο του εαυτούς είναι κάτι που απασχολούσε πάντα τον Lang αλλά καθώς φαίνεται και κάθε Γερμανό, ιδιαίτερα μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ο ίδιος Γερμανός που έστελνε κόσμο στα κρεματόρια ήταν αυτός που άκουγε Shubert και διάβαζε Goethe. Η σχιζοφρένεια, ο διχασμός, η συνύπαρξη του καλού με το κακό ήταν θέματα που στοίχειωναν το μυαλό του Lang. Η σχιζοειδής προσωπικότητα του δολοφόνου συμβολίζεται από τη στάση του μπροστά σε μια βιτρίνα όπου ένας σπειροειδής κύκλος περιστρέφεται αενάως κάνοντας ίσως έτσι μια έμμεση αναφορά στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς στα οποία μας οδηγεί το ασυνείδητο μας.          

Η τελική και απρόσμενη σκηνή των μανάδων που κλαίνε τα παιδιά τους, ενώ μία από αυτές, η μόνη της οποίας φαίνεται το πρόσωπο,  απευθύνεται σε μας ή στον εαυτό της λέγοντας ότι και οι ίδιες ευθύνονται που δεν προσέχουν τα παιδιά τους, θέτει ένα πελώριο ηθικό και νομικό θέμα. Αυτό της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στο έγκλημα και στις πράξεις ή παραλήψεις που το δημιούργησαν. Σε ποιο σημείο δηλαδή της αλυσίδας των πράξεων και παραλείψεων αρχίζει και σταματάει η ευθύνη των προσώπων; Η ίδια η κοινωνία και οι δομές της είναι ή δεν είναι συνυπεύθυνες; Ένα ερώτημα που τίθεται ξαφνικά και μένει, όπως είναι σωστό και φυσικό, αναπάντητο.

Βιβλιογραφία: Πλάτων Ριβέλλης:Χωρίς Διάλειμμα “Εκδόσεις Φωτοχώρος”