Η ταινία παρακολουθεί την πορεία ενός περιθωριακού, εξυπνάκια και επαναστάτη φυλακισμένου/ασθενή του Randall Patrick McMurphy (Jack Nicholson) ο οποίος εισάγεται σ’ ένα ψυχιατρικό ίδρυμα προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Μέσα στο ίδρυμα θα συναντήσει ένα σύνολο από αξιομνημόνευτους, περίεργους ασθενείς με τους οποίους μοιράζεται τον θάλαμο και με τους οποίους θα μοιραστεί έντονες εμπειρίες που θα οδηγήσουν σε ένα στενό σύνδεσμο: τον Chief Bromden, ένα Ινδιάνο γίγαντα (Will Sampson στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο) που έχει αποφασίσει να προσποιηθεί τον κωφάλαλο προκειμένου οι μέρες του να περνούν πιο εύκολα, τον TTaber έναν κυνικό, νευρικό και φωνακλά ασθενή (ο Christopher Lloyd στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο), τον Cheswick έναν εντελώς νευρικό και ανασφαλή τύπο (Sydney Lassick) , τον Martini ένα παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ (Danny De Vito), τον Billy Bibbit ένα αξιολύπητο πλάσμα με αυτοκτονικές τάσεις που φοβάται υπερβολικά την μητέρα του (Brad Dourif στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο) και τον Dale Harding, έναν εκνευριστικό τύπο που παραπαίει ψυχολογικά εξ αιτίας της απιστίας της γυναίκας του.
Η σχέση του αρχικά αδιάφορου McMurphy με τους υπόλοιπους ασθενείς αρχίζει να αποκτά βάθος και ουσία καθώς προσπαθεί να τους βγάλει από το τέλμα στο οποίο βρίσκονται εξ αιτίας ενός συστήματος θεραπείας που στόχο δεν είχε την καλυτέρευση αλλά την συντήρησή τους σε μία κατάσταση αποχαύνωσης και φόβου. Η επαναστατική διάθεση του McMurphy θα συναντήσει την αντίσταση ενός προσεκτικά δομημένου κατεστημένου που πρεσβεύει μία νοσοκόμα – τύραννος, μία καθ’ όλα εκφοβιστική φιγούρα, η Nurse Ratched.
O Forman χρησιμοποιώντας ρεαλιστικές φόρμες αφήγησης, μας διηγείται μία αλληγορία. Το θέμα του δεν είναι οι συνθήκες διαβίωσης ή το αναποτελεσματικό των τρόπων θεραπείας, όχι καθόλου. Το θέμα του είναι η φυλάκιση του ελεύθερου πνεύματος, η καταστρατήγηση της ελεύθερης βούλησης, η ομαδοποίηση, η ισοπέδωση της προσωπικότητας, ίσως ο θρίαμβος του απρόσωπου και ανέκφραστου κατεστημένου επί της λαμπρής προσωπικότητας ? Ο φόβος είναι παρών παντού. Όσοι λοιπόν είχαν βιαστεί, ή σκοπεύουν να το κάνουν, να προσάψουν στο έργο μία απλοϊκή αντιμετώπιση των αρρωστιών της ψυχής και τους πνεύματος που θα επιβεβαιωθεί ενδεχομένως στην σκηνή με το ψάρεμα, θα πρέπει να τονίσω ότι τούτη είναι σαφώς ηθελημένη. Ο Forman δεν θέλει να γυρίσει άλλη μία ταινία που να αφορά τα ψυχιατρικά καταστήματα της δεκαετίας του 60 που με τις απάνθρωπες μεθόδους τους και τα νόμιμα βασανιστήριά τους κατέστρεψαν έναν σεβαστό αριθμό αρρώστων και καμία φορά όχι και τόσο αρρώστων. Ούτε και να αναλωθεί σε αναλύσεις πάνω στην αποτελεσματικότητα των τρόπων θεραπείας ενός σκοτισμένου μυαλού. Η πρόθεση του σκηνοθέτη προκύπτει μέσα από την αντίθεση που παρουσιάζουν οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες (McMurphy- Ratched) ως προς την αντιμετώπιση των ασθενών. Ο McMurphy θεωρεί ότι η θεραπεία της αρρώστιας του είναι ζήτημα της προσωπικής τους επιλογής και της απόκτησης κινήτρων και έμπνευσης για να πορευθούν (αυτό ακριβώς θεωρώ ότι εξυπηρετεί και η σκηνή στην βάρκα όπου ο πρωταγωνιστής συστήνει όλους τους τρόφιμους που έχει πάρει μαζί του ως γιατρούς) σε αντίθεση με την Ratched, η οποία ενστερνίζεται ένα αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας που περιλαμβάνει κάθε μέθοδο καταστολής της ελεύθερης σκέψης. Φυσικά ο δημιουργός δεν προτείνει θεραπείες απλώς σχολιάζει μέσα από αυτήν την αντιπαλότητα την τάση μίας κατεστημένης κοινωνίας να χειραγωγεί τους ανθρώπους της και να στέλνει στο πυρ το εξώτερον κάθε ον που φέρει μία ξεχωριστή προσωπικότητα και τον αέρα της αλλαγής. Η σκηνή που αποτελεί ένα συγκλονιστικό σχόλιο για την κομφορμιστική τάση όλων μας, για την τάση να βολευόμαστε σε αυτό που μας επιβάλλουν ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε είναι τούτη κατά την οποία οι τρόφιμοι του θαλάμου του McMurphy δηλώνουν ότι βρίσκονται οικειοθελώς στο ίδρυμα και ότι μπορούν να το εγκαταλείψουν όποτε θέλουν, απλά ποτέ δεν το κάνουν. Ο McMurphy βρίσκεται φυλακισμένος στο ίδρυμα και αγωνίζεται για να βρεί μία έξοδο για όλους και αυτοί για τους οποίους φροντίζει, μπορούν, απλά δεν τολμούν ή δεν θέλουν, να το εγκαταλείψουν όποτε το επιθυμούν.
Υπάρχει μία αξεπέραστη σκηνή στην ταινία, μία σκηνή που χαράσσεται βαθιά μέσα μας. Ένα μακρύ γκρο πλαν του McMurphy του οποίου η διάρκεια είναι τόση ώστε να μας κάνει να αισθανθούμε άβολα, να μπούμε στη διαδικασία να κοιτάξουμε πολύ πιο προσεκτικά τον πρωταγωνιστή και να αναρωτηθούμε τι εξυπηρετεί αυτή η επιμονή του φακού στην έκφρασή του. Είναι η σκηνή που κατά την άποψή μου ολοκληρώνεται το κομμάτι της ταινίας που είναι μπολιασμένο με το ιδιότυπο (και με ψήγματα αισιοδοξίας) χιούμορ του δημιουργού (η σκηνή με το ψάρεμα, το νυχτερινό όργιο στον θάλαμο, τα παιχνίδια μπάσκετ), και μπαίνουμε στην τελική ευθεία που θα καταλήξει στην ηθική κυρίως ήττα του πρωταγωνιστή. Ο McMurphy σ’ αυτήν την σκηνή εκφράζει βουβά ένα πλήθος διλημμάτων που τον βασανίζουν (να δραπετεύσει ή όχι, να συμβιβαστεί ή όχι, είναι το τέλος ή όχι) και κυρίως ένα πλήθος συναισθημάτων που τον πνίγουν με κυρίαρχο αυτό της ευθύνης απέναντι στους ανθρώπους των οποίων την αφύπνιση, έστω και μερική, προκάλεσε. Πώς να τους εγκαταλείψει? Η Ratched φαίνεται να θριαμβεύει στο τέλος παρ’ όλο που ο σπόρος που έσπειρε ο Mc Murphy μοιάζει να έχει ριζώσει τουλάχιστον στην συνείδηση του Chief Bromden.
Κείμενο: Άλκιστης Χαρσούλη “cine.gr”