Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: John Ford
Σενάριο: Dudley Nichols, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Liam O'Flaherty
Φωτογραφία: Joseph H. August
Μουσική: Max Steiner
Ηθοποιοί: Victor McLaglen, Heather Angel, Preston Foster, Margot Grahame, Wallace Ford
Βραβεία: Η ταινία κέρδισε 4 βραβεία Oscar, καλύτερης σκηνοθεσίας, σεναρίου, πρώτου ανδρικού ρόλου και μουσικής το 1936. Επίσης κέρδισε τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας από την ένωση κριτικών κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, καθώς και το βραβείο καλύτερης ταινίας από την παγκόσμια ένωση κριτικών κινηματογράφου.
Τοποθεσία: Η.Π.Α., 1935
Διάρκεια: 91'

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 ο John Ford γυρίζει τρεις από τις καλύτερες ταινίες του («Η ταχυδρομική άμαξα» και «Τύμπανα ανάμεσα στους Μοχώκ» είναι οι δύο πρώτες) μία εκ των οποίων ήταν και το «The informer» (Ο καταδότης), ταινία που θεωρείται από τους αμερικανούς κριτικούς και σαν το αριστούργημα του προπολεμικού κινηματογράφου. Στον Καταδότη ο Ford καταπιάνεται με τον IRA βασιζόμενος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Liam O’Flaherty αποφεύγοντας ωστόσο να εστιάσει στις έντονες πολιτικές αναφορές του βιβλίου. Πιο συγκεκριμένα, το 1922 στους πολύπαθους δρόμους του Δουβλίνου, την εποχή της εξέγερσης του Σιν Φέιν, ο άνεργος βιοπαλαιστής και πρώην μέλος του IRA, Τζίπο Νόλαν , βλέπει μια αφίσα στην οποία καταζητείται έναντι αμοιβής 20 λιρών ο καλύτερος φίλος του και επαναστάτης Φράνκι ΜακΦίλιπ. Απένταρος και με την λαχτάρα να φύγει για την Αμερική, ο Τζίπο καταδίδει τον φίλο και πρώην σύντροφό του στον βρετανικό στρατό. Μετά από την δολοφονία του Φράνκι μπροστά στα μάτια της μητέρας και της αδερφής του, ο Τζίπο από φτωχός θα γίνει πλούσιος  και οι υποψίες της οργάνωσης θα στραφούν επάνω του. Παρόλα αυτά θα του δώσουν την ευκαιρία να βρει τον καταδότη και να τους τον παραδώσει. Στο τέλος ο Τζίπο θα ομολογήσει την προδοσία του και θα υποστεί την ανάλογη τιμωρία.

Ο Τζίπο είναι ένας τυπικός «φορντικός» ήρωας. Η στάση του δεν ανταποκρίνεται στους συμβατικούς κανόνες συμπεριφοράς, αλλά είναι εμποτισμένη μ’ αυτή την απροσδιόριστη ανάγκη που τον σπρώχνει στην αναζήτηση ενός υπερβατικού ιδανικού που κυριαρχεί σε όλους τους ήρωες του Ford. Αν και τα κίνητρα της προδοσίας του Τζίπο υποδηλώνονται από τη φωτογραφία του υπερωκεάνιου με την εμπεριεχόμενη υπόσχεση ενός αμερικανικού παραδείσου, αυτός οδηγείται στην προδοσία λιγότερο για την ελπίδα φυγής και περισσότερο από μία ανάγκη να δράσει ενάντια στην κοινωνία, βεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξή του. Μετά την προδοσία του ο               Τζίπο περιπλανιέται μέσα στην ομιχλώδη νύχτα του Δουβλίνου, ζητώντας απελπισμένα αγάπη, ασφάλεια και συγχώρεση. Είναι ανίκανος να δει ότι αγαπιέται, ότι υπάρχει κάποιος χώρος και γι’ αυτόν. Μονάχα ο ζεστός κόσμος της κοινότητας θα μπορούσε να του προσφέρει μια ελπίδα γαλήνης, όμως τον εγκαταλείπει με την πρώτη εκδήλωση συμπάθειας για να επιστρέψει στην περιπλάνησή του, μέχρι την τελική του κάθαρση.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι «Ο καταδότης» είναι εκτός των άλλων και μία θρησκευτική αλληγορία γύρω από το θέμα της προδοσίας και της απολύτρωσης. Η ταινία ξεκινά με την φράση «Ο Ιούδας μετανόησε, έριξε τα τριάντα αργύρια στο έδαφος και έφυγε μακριά», για τον Τζίπο δεν υπάρχει έγκλημα χωρίς τιμωρία, όπως δεν υπάρχει και έγκλημα χωρίς τύψεις. Ως εκ τούτου και δεδομένης της μελαγχολικής σκιάς του θανάτου που βαραίνει επάνω του ο Τζίπο ικετεύει για συγχώρεση και λύτρωση, όπως και ο Ιούδας, η χριστιανική ενσάρκωση της προδοσίας. Αυτός ο χριστιανικός συμβολισμός ίσως και να μην χρησιμοποιήθηκε τυχαία από τον Ιρλανδό Ford, αλλά για να μας παραπέμψει στην ιρλανδική σύγκρουση, η οποία εκτός από ιδεολογικά χαρακτηριστικά, είχε και μία έντονη θρησκευτική χροιά, η οποία είχε τελικά ως αποτέλεσμα την αντιπαράθεση καθολικών και προτεσταντών όλα αυτά τα χρόνια.

Από αισθητικής πλευράς η ταινία είναι εμφανώς επηρεασμένη από το γερμανικό «κάμερσπιλ» και εξ’ ολοκλήρου γυρισμένη σε στούντιο, όπως γινόταν άλλωστε στις παλιές γερμανικές ταινίες. Η φωτογραφία του Τζόζεφ Άγκωστ, όλη σε κοντρ-λυμιέρ και σε σκιόφωτα εγγράφεται στη μεγάλη γερμανική εξπρεσιονιστική παράδοση. Η ομίχλη κυριαρχεί και το παιχνίδι του φωτός με τις σκιές χρησιμοποιείται με τρόπο εξαίσιο μεταμορφώνοντας τους ίδιους τους χαρακτήρες σε σκιές του εαυτού τους. Ακόμα και η πιο καθοριστική ίσως σκηνή της ταινίας, η σκηνή της δίκης του Τζίπο, θα μας θυμίσει την διάσημη σκηνή της δίκης από την ταινία ορόσημο του γερμανικού εξπρεσιονισμού που δεν είναι άλλη από το «Μ» του Fritz Lang.

Τέλος, αξίζει μια αναφορά στην εμφατική μουσική του Max Steiner, καθώς και στην ερμηνεία του Victor MacLaglen (Τζίπο), ο οποίος βραβεύτηκε με Oscar  Α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο «The informer» και υπήρξε προσωπική επιλογή του Φόρντ, ο οποίος  υπερασπίστηκε σθεναρά  την ανάθεση του συγκεκριμένου ρόλου σε αυτόν. Άλλωστε είχε συνεργαστεί και στο παρελθόν μαζί του στην ταινία «The lost patrol». Ο MacLaglen αν και με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπερ-παίζει, κατάφερε να κάνει το κοινό να συμπάσχει με τον Τζίπο, έναν ήρωα τόσο αδύναμο και φοβισμένο, έναν χαρακτήρα που δεν διστάζει να κατηγορήσει ακόμα και αθώους προκειμένου να γλιτώσει ο ίδιος.

Βιβλιογραφία: Κινηματογραφικά τετράδια “John Ford” (Εκδόσεις Αιγόκερως)