Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: John Huston
Σενάριο: John Huston από το μυθιστόρημα του Dashiell Hammett
Φωτογραφία: Arthur Edeson
Μουσική: Adolph Deutsch
Ηθοποιοί: Humphrey Bogart, Mary Astor, Gladys George, Peter Lorre, Sydney Greenstreet
Βραβεία: Η ταινία ήταν υποψήφια για τα βραβεία Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σεναρίου και β’ ανδρικού ρόλου.
Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1941
Διάρκεια: 101’

Η ταινία το «Γεράκι της Μάλτας», ήταν το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χιούστον που κατέφερε να τη σκηνοθετήσει με καταπληκτική δεξιοτεχνία και  με ένα στυλ πρότυπο για όλα  τα μελλοντικά φιλμ νουάρ αποσπώντας υποδειγματικές ερμηνείες από ένα καστ έξοχων ηθοποιών. Το «Γεράκι της Μάλτας» σημείωσε μεγάλη επιτυχία μόλις πρωτοπαίχτηκε, για να μετατραπεί σχεδόν αμέσως σε μια κλασική αστυνομική περιπέτεια που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να εντυπωσιάζει χάρη στο ρυθμό στην ατμόσφαιρα και τη φρεσκάδα της σκηνοθεσίας.

Ήρωας της ταινίας είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Σαμ Σπέηντ (ρόλος που αρνήθηκε ο Τζορτζ Ραφτ και που δέχτηκε ο Μπόγκαρτ με αποτέλεσμα να του ανοίξει μια δεύτερη και πιο σημαντική καριέρα στον κινηματογράφο) που στην προσπάθεια του να εξιχνιάσει τη δολοφονία του συνεργάτη του, μπλέκει σε μια μυστηριώδη και ιδιαίτερα επικίνδυνη υπόθεση όπου δίαφοροι εκκεντρικοί χαρακτήρες αναζητούν το περιβόητο Γεράκι της Μάλτας μέσα στο οποίο κρύβεται ένας αμύθητος θησαυρός.

Ειδικότερα, ο Σπέηντ θύμα της γοητευτικής μοιραία γυναίκας , της Μπριζίτ ( Μαίρη Άστορ), έχει μπει  για τα καλά σε μια φωλιά  όφεων όπου επιβάλλει την πληθωρική παρουσία του ένας παχύσαρκος καλοντυμένος ηλικιωμένος άντρας . Η ασθματική βαθειά φωνή του με τη καλοζυγισμένη εκφορά των αγγλικών, εκπέμπει μια σκοτεινή έλξη . Ο Σίντνεϋ Γκρήνστρητ , ένας θαυμάσιος  ηθοποιός του θεάτρου, κάνει δίπλα στο  Μπόγκαρτ, ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στο ρόλο του μαγνητικού αντιπάλου του Σπέηντ αρχικακοποιού Γκάντμαν, ο οποίος διεκδικεί και αυτός το γεράκι ,προκαλώντας με τη ευφυΐα και τον ανατρεπτικό σαρκασμό του το ντετέκτιβ. Ο Γκάντμαν ένας ελκυστικότατος τυχοδιώκτης, στο μεταίχμιο άσπρου και μαύρου, πνευματώδης και καυστικός, αναλαμβάνει την υπεράσπιση της άλλης πλευράς με μια τρομερή αίσθηση της αλήθειας που κομίζουν οι προτάσεις του προς το  Σπέηντ. Με το Γκάντμαν ο κινηματογράφος θα προικισθεί με ένα σύγχρονο χαρακτήρα. Η γοητευτική έκφραση του κακού  και η πνευματώδης κριτική του καλού, ακούγονται για πρώτη φορά στο σινεμά από το στόμα του συμπαθητικού αυτού τυχοδιώκτη

Στο ασπρόμαυρο αυτό μυθικό φιλμ, η δράση έχει ως άξονα ένα επίσης μυθικό αντικείμενο-μπιμπελό, ένα χρυσό γεράκι που είχε φιλοτεχνηθεί την εποχή των ιπποτών της Μάλτας και το διεκδικούν διάφορα περίεργα άτομα του υποκόσμου και του ημικόσμου, τα οποία προσδιορίζουν και το χώρο κινήσεων του ιδιωτικού ντετέκτιβ-μόνιμου σχεδόν ήρωα Ντ. Χάμμετ – Σαμ Σπέηντ. Ο τελευταίος, δημιούργημα μιας εποχής αμφιβολιών εσωτερικών διχασμών και απαισιοδοξίας, υπερασπίζεται ένα παραδοσιακό κώδικα ηθικής αντίρροπο προς το τυχοδιωκτισμό του περίγυρού του. Επειδή όμως τρέφει βαθύτατους ενδοιασμούς για τις θεσμικές αξίες, μένει στο περιθώριο της δικαιοσύνης και επιμένει, ακροβατώντας σχεδόν, να γίνει ένας μοναχικός συνήγορος της. Κρατώντας για τον εαυτό του αυτό το επαχθές προνόμιο, είναι αρκετά ευάλωτος. Θεωρεί πάντα την αλήθεια σχετική και είναι έτοιμος να υπεισέλθει στην αντίθετη λογική. Έτσι η διαχωριστική γραμμή που χαράζει ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, συχνά εξαφανίζεται και ο ίδιος αιωρείται στο κενό.

Τέλος τα μοτίβα της ατελέσφορης επιδίωξης της υλικής δύναμης κι η απληστία που την προϋποθέτει, μαζί με τις διαψεύσεις των αισθημάτων, πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το χαμηλόφωνο ρέκβιεμ των χαμένων ευκαιριών. Θέματα που επανέρχονται αυτούσια ή με παραλλαγές στις επόμενες «χιουστονικές» δημιουργίες. Η σκηνή του δράματος μένει απελπιστικά άδεια και μόνο η ηχώ μιας από τις τελευταίες  φράσεις (από το μονόλογο ουσιαστικά) του ήρωα προς τη γυναίκα κυκλοφορεί: « Θα σε περιμένω. Αν σε κρεμάσουν θα σε θυμάμαι. Ίσως μ’αγαπάς  και θα περάσω χωρίς αμφιβολία πολλές άσχημες νύχτες αλλά αυτό κάποτε θα τελειώσει.»

Βιβλιογραφία: Τζον Χιούστον “Εκδόσεις Αιγόκερως”