Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Billy Wilder
Σενάριο: Billy Wilder, Raymond Chandler
Φωτογραφία: John F. Seitz
Μουσική: Miklós Rózsa
Ηθοποιοί: Fred MacMurray, Barbara Stanwyck, Edward G. Robinson
Βραβεία: Η ταινία είχε 7 υποψηφιότητες για Oscar μεταξύ των οποίων και αυτά της καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας.
Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1944
Διάρκεια: 107’

Πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι μια ταινία με κεντρικό ήρωα έναν ασφαλιστή; Όταν η ταινία λέγεται Double Indemnity, αυτός ο ασφαλιστής ονομάζεται Walter Neff (Fred MacMurray) και το αντικείμενο του πόθου του Phyllis Dietrichson (Barbara Stanwyck), όταν ο Billy Wilder βρίσκεται, νέος ακόμα, πίσω από τις κάμερες και ο Raymond Chandler διασκευάζει για το σελιλόιντ την ομώνυμη νουβέλα του James M. Cain, το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ – ορόσημο. Η υπόθεση σήμερα ακούγεται απελπιστικά γνώριμη: Η νεαρή γοητευτική σύζυγος συνωμοτεί με τον εραστή της ώστε να απαλλαγούν οριστικά από την παρουσία του συζύγου και να πλουτίσουν εισπράττοντας τα χρήματα της ασφάλειας. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως, κανένα έγκλημα δεν είναι τέλειο…

Το τέλειο στην περίπτωση του Double Indemnity έγκειται στην παραδειγματική περιγραφή ενός κινηματογραφικού όρου: Το φιλμ νουάρ (στην ακριβή του μετάφραση, το ‘μαύρο φιλμ’), πρωτοεισάγεται στη σινεματική διάλεκτο το 1946: Έτσι ονομάζει και χρωματίζει ο Γάλλος κριτικός Nino Frank μία σειρά ταινιών Χολιγουντιανής παραγωγής στις αρχές της δεκαετίας του ‘40 που βρίσκουν διανομή στο Παρίσι μόλις μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. (Ο ίδιος ο όρος αποτελεί ευθεία αναφορά στο roman noir, όπως συνήθιζαν να αναφέρονται και πάλι οι Γάλλοι κριτικοί της λογοτεχνίας το 18ο και 19ο αιώνα στο Βρετανικό Γοτθικό μυθιστόρημα). Το αρχικό δείγμα στο οποίο περιορίζεται ο Frank απαρτίζεται από το The Maltese Falcon / Γεράκι της Μάλτας (1941), το Laura (1941), το Murder, my Sweet(1944), και ασφαλώς το Double Indemnity (1944). Ωστόσο στα επόμενα χρόνια το δείγμα θα αμβλυνθεί τόσο, ώστε η μικρή λέξη ‘νουάρ’ θα διασταλεί σαν κάθε θερμό σώμα: Γι’ άλλους, θα συνοψίσει ένα νέο κινηματογραφικό είδος (genre), γι’ άλλους θα περιγράψει απλώς μια στιλιστική εμμονή ή και ανανεωτική κινηματογραφική τεχνική, γι’ άλλους θα σηματοδοτήσει μια αντάρτικη τάση μέσα στην ίδια την Αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία, και για τους περισσότερους θα εκφράσει μεταφορικά τη σκοτεινή διάθεση, τον πεσιμισμό και την αποξένωση- στα όρια της μισανθρωπίας- της Μεταπολεμικής περιόδου.

Το Double Indemnity δεν είναι απλώς μια κλασική ταινία: Είναι με διαφορά το αρχέτυπο φιλμ νουάρ γιατί στο μαύρο του συγκλίνουν όλες οι παραπάνω αποχρώσεις. Από εδώ ξεκινούν όλα, εδώ κάνουν επίσημη πρεμιέρα τα κινηματογραφικά στοιχεία που στο μέλλον θα καθορίσουν το είδος: Η φιγούρα της femme fatale ως αντίπαλο δέος σε αυτή του macho πλην ευάλωτου αρσενικού. Η αφήγηση σε φλάσμπακ, που ξεκινάει όταν τα γεγονότα έχουν τελεστεί και ο ήρωας ψάχνει στο παρελθόν του έξοδο διαφυγής από το ζοφερό παρόν. Το voice-over που υπενθυμίζει διαρκώς τη σχετικότητα της αφήγησης, και καταρρίπτει το μύθο της αντικειμενικότητας της παραδοσιακής Χολιγουντιανής συνταγής. Οι λήψεις που χαράσσουν μια περίεργη γεωγραφία και καθιστούν τους ήρωες παίκτες ενός προκαθορισμένου παιχνιδιού. Οι κλειστές φόρμες που χτίζουν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Ο εξπρεσιονισμός του υψηλού ασπρόμαυρου κοντράστ. Οι χαμηλοί φωτισμοί που ρίχνουν φως στο σκοτεινό δεσμό που ενώνει τη σεξουαλικότητα με το θάνατο. Δολοφονικές (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ατάκες στο διαλογικό μέρος και τόσα άλλα εθιστικά μοτίβα, από το τσιγάρο που αργοσβήνει ως το βραχιολάκι στο γυμνό αστράγαλο. 

Ο τίτλος (Διπλή Αποζημίωση) προδίδει και τη βασική δομή του φιλμ: Ακόμα κι αν οι άνθρωποι ζουν μόνοι, όλα γύρω και μέσα τους είναι οργανωμένα σε ζεύγη αντιθέτων. Η γυναίκα είναι διπρόσωπη, πότε δόλια dominatrix και πότε αδύναμη γυναίκα που κρέμεται σε κάθε περίπτωση από έναν άντρα. Το αντεστραμμένο είδωλο μιας νοικοκυράς σε απόγνωση. Ο άντρας είναι μεν ο εργατικός κουβαλητής και ενίοτε ο δυναμικός καιροσκόπος, αλλά μπορεί να λυγίσει από την ενσάρκωση μιας φαντασίωσης του. Το βαθύ μαύρο κάνει κοντράστ με το λευκό. Το καλό του ενός ήρωα ταυτίζεται με το κακό ενός άλλου. Και αν αυτή η σχηματοποίηση ακούγεται στερεότυπη και ξεπερασμένη, ο κυνισμός του φινάλε δύσκολα θα αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Το κακό είναι σύμφυτο με το ανθρώπινο. Ο Παρμενίδης που είχε την ίδια αναζήτηση με τα δίπολα 26 αιώνες πριν, πίστευε στο θετικό και τον αρνητικό πόλο. Στο καλό και το κακό. Στον νουάρ κόσμο του Wilder, το σύμπαν είναι απλώς σκάρτο, ελαττωματικό. Λάθος του κατασκευαστή. Και χωρίς εγγύηση επιστροφής. Αυτό δε σημαίνει πως το Double Indemnity είναι απλώς ένα μάθημα κινηματογραφικής ιστορίας – ή και της Παγκόσμιας Ιστορίας, μιας που οι κατά τόπους θεωρητικοί επιμένουν να τη διαβάζουν ως μια αλληγορία για την απαρχή της παρακμής της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας. Είναι ο ρόλος του θεατή που δεν θα είναι πια ποτέ ο ίδιος. Το βλέμμα του θεατή δεν είναι πλέον αγνό, αντικειμενικό, αποστασιοποιημένο, αδιάφορο, ή έστω πονηρό, υποψιασμένο. Από το πρώτο κιόλας πλάνο του φιλμ, ο θεατής αναγκαία ταυτίζεται με το δολοφόνο, ακολουθεί το βλέμμα του, τη σκέψη του, τις κινήσεις του. Αυτή η αμοράλ έμπνευση του Wilder θα προδιαγράψει πως κάθε θεατής είναι ένας μικρός δολοφόνος σαν τον Γουώλτερ: Είναι αυτός που θα αποπλανηθεί, θα περιφρονήσει την καθημερινότητά του, θα μαζέψει τα στοιχεία, θα καταστρώσει στο μυαλό του ένα σχέδιο, θα εγκαταλείψει κάποτε τον νοερό κόσμο των ιδεών και πριν τους τίτλους τέλους θα θυσιάσει κάτι, έχοντας ως μόνο κίνητρο και απώτερο στόχο την απόλυτη απόλαυση. Ιδού το τέλειο έγκλημα.

Κείμενο: Γκέλυ Μαδεμλή (cine.gr)