Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Carol Reed
Σενάριο: Graham Greene, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημά του
Φωτογραφία: Robert Krasker
Μουσική: Anton Karas
Ηθοποιοί: Joseph Cotton, Orson Welles, Alida Valli, Trevor Howard, Bernard Lee, Ernst Deutsch
Βραβεία: Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Φεστιβάλ Καννών, 1949.Βραβείο καλύτερης Φωτογραφίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, 1951. Βραβείο BAFTA καλύτερης βρετανικής ταινίας, 1950.
Τοποθεσία: Μ.Βρετανία, 1949
Διάρκεια: 104’

Πίσω από το εξαιρετικό σενάριο του Graham Greene, την απ’ όλες τις όψεις μοντέρνα σκηνοθεσία του Carol Reed, την ανορθόδοξη μουσική υπόκρουση του Anton Karas, τις υπέροχες φωτοσκιάσεις του Robert Krasker και την μυθική ολιγόλεπτη εμφάνιση του Orson Welles, το πιο επιδραστικό νουάρ στην ιστορία  ολόκληρου του αγγλικού σινεμά εξακολουθεί να παραμένει στην καρδιά ένα περίτεχνο δράμα για μια χούφτα ανθρώπους και τα ίχνη που αφήνουν σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο τοποθεσία της Ευρώπης. Ο τρίτος άνθρωπος είναι η ιστορία του Χάρι Λάιμ, ενός αμοραλιστή ήρωα που διάλεξε να πουλήσει την ψυχή στο διάβολο και αμέσως μετά σκηνοθέτησε περίτεχνα την εξαφάνισή του. Έγινε και αυτός σκιά σε μια ασπρόμαυρη και σκυθρωπή πόλη. Είναι επίσης η ιστορία του Χόλι Μάρτινς, ενός αφελούς αμερικανού συγγραφέα που μέχρι τότε γνώριζε τις έννοιες του καλού και του κακού μόνο μέσα από τις απλουστευμένες εκδοχές  που τους έδινε η λαϊκή πένα των συγγραμμάτων του, για να έρθει η στιγμή να τις αντικρίσει πρώτη φορά κατά πρόσωπο. Είναι τέλος η ιστορία μιας γυναίκας που ζει με πλαστή ταυτότητα και με τη νωπή ακόμα ανάμνηση μιας χαμένης αγάπης. Ενός κυνικού, πραγματιστή στρατιωτικού, ο οποίος θέτει ως καθήκον του να εξαρθρώσει τη δολοφονική δράση του Λάιμ. Και μιας ολόκληρης γωνιάς στην Ευρώπη που επιχειρεί να ορθοποδήσει μέσα από τα ερείπια και τις ανοιχτές ακόμη πληγές που της άφησε ο πόλεμος.

Στην πιο διάσημη από τις τρεις συνολικά συνεργασίες τους, ο συγγραφέας Graham Greene και ο σκηνοθέτης Carol Reed τοποθετούν τις αλληλοσυμπληρούμενες αυτές ιστορίες στο μέσο μιας επιβλητικής, μπαρόκ Βιέννης η οποία δεσπόζει στο φιλμ ως ρεαλιστικό σκηνικό αλλά και ως σύμβολο. Από τη μια πλευρά είναι η ρημαγμένη μητρόπολη που μαστίζεται καθημερινά από τη μαύρη αγορά, την παρανομία, την καταπιεστική αστυνόμευση, την πλήρη ψυχολογική κατάπτωση των κατοίκων της. Από την άλλη στέκει ως η ιδανικότερη αντανάκλαση ενός χαοτικού μεταπολεμικού κόσμου, ο οποίος τελεί κάτω από τον άγραφο νόμο της επιβίωσης, σε βάρος κάθε ηθικής αξίας.

Γέννημα θρέμμα αυτού του αδυσώπητου κόσμου είναι ασφαλώς ο Χάρι Λάιμ. Ο σκηνοθέτης επιλέγει και σοφά να τον κρατήσει εκτός κάδρου για το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ. Με έναν ευρηματικό, εντούτοις, τρόπο κατορθώνει και τον διατηρεί συνεχώς παρόντα στη δράση, μέσω της αναζήτησης που αποπειράται ο φίλος του Χόλι, γι’αυτόν. Μέσα από το γεγονός του αιφνίδιου και παντελώς μυστηριώδους θανάτου του. Μέσα από τις αφηγήσεις μιας πλειάδας οικείων του ανθρώπων, οι οποίες όμως καταλήγουν να είναι αντιφατικές μεταξύ τους. Μέσα από αυτά τα θραύσματα χαρακτηρολογίας ο Χάρι Λάιμ προκύπτει ως ένα γιγάντιο αίνιγμα, ένα συνεχές διφορούμενο για τον ερευνητή-ήρωα  και για τον ίδιο τον θεατή. Υπήρξε πραγματικά ο εμπνευστής και εκτελεστής μιας μαζικής επιχείρησης νοθευμένων φαρμάκων, που είχε ως αποτέλεσμα μια ολόκληρη σειρά από ανθρώπινες απώλειες; Ή μήπως στάθηκε εξιλαστήριο θύμα για την αστυνομία και τον υπόκοσμο; Ο χαμός του ήταν όντως ατύχημα; Ή μήπως επρόκειτο για δολοφονία; Ο θάνατός του συνέβη πραγματικά; Ή μήπως αποτέλεσε μια έξοχα σκηνοθετημένη κίνηση;

Μυθολογώντας, για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, τον μεγάλο, αμφιλεγόμενο απόντα της πλοκής, ο Reed τραβά στη συνέχεια την κουρτίνα και σαν γνήσιος θαυματοποιός λύνει αιφνίδια τα μάγια της εξαφάνισής του. Μία ώρα ακριβώς μετά το ξεκίνημα της ταινίας ο Χάρι Λάιμ επιστρέφει άξαφνα από τον κόσμο των νεκρών όπου υποτίθεται πως είχε μετοικήσει. Ξεπροβάλει κυριολεκτικά μέσα από το σκοτάδι, για να χαθεί δευτερόλεπτα μετά πάλι μέσα του. Σαν να βρίσκει σε αυτό το ασφαλές καταφύγιό του. Το μόνο που μένει στον θεατή από τη φευγαλέα του εμφάνιση είναι ένα ζευγάρι διαβολικά έξυπνα μάτια και ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Λίγη ώρα αργότερα ο Λάιμ θα επιστρέψει ξανά για να συναντήσει τον παλιό του γνώριμο Χόλι και να του συνοψίσει ολόκληρη την παγερή κοσμοθεωρία του  σε έναν μονόλογο που έμελλε να μείνει κλασικός (και ο οποίος φημολογείται ότι γράφτηκε από το χέρι του ίδιου του Welles που υποδύθηκε τον ρόλο).

Ερμηνευμένος με έναν ραδιούργο συνδυασμό γοητείας και κινδύνου από τον Orson Welles, ο Χάρι Λάιμ αποτελεί μια σαγηνευτική περίπτωση κακού. Γύρω από τον εντυπωσιακό αυτό χαρακτήρα  που αποτελεί κινητήριο άξονα της δράσης, οι ήρωες του φιλμ συναντιούνται και χωρίζουν, κυνηγούν και κυνηγιούνται διανύοντας τις ίδιες κυκλικές, επαναληπτικές τροχιές που θα τους φέρουν μοιραία όλο και πιο κοντά στον προορισμό τους, την υποχρέωσή να διαλέξουν για τον εαυτό τους ένα σαφές ηθικό στρατόπεδο ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Να επιλέξουν την επαγρύπνηση ή τον εφησυχασμό. Την αντίσταση ή τη συνενοχή. Σε μια πραγματικότητα, όμως, όπου τα όρια ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την ανομία, το σωστό και το άδικο μοιάζουν πλέον δυσδιάκριτα και συχνά διφορούμενα, το να ταχθείς με σαφήνεια σε ένα από τα δύο θεμελιώδη αυτά άκρα ίσως να είναι και η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση.

Κάπου εδώ όμως βρίσκεται και το ουσιαστικό βάρος της ταινίας, το ζήτημα της ηθικής και η δυσκολία των ανθρώπων να αντεπεξέλθουν στα καλέσματα και τα αμέτρητα διλήμματά της, έτσι όπως αντανακλάται στις πράξεις και σφραγίζει τις επιλογές των πάντων μέσα στο φιλμ. Ο Reed διογκώνει το αίσθημα ανασφάλειας και αποπροσανατολισμού και διακρίνει τους ήρωες του, βάζοντάς τους να κινηθούν στους λαβυρίνθους ενός αστικού σκηνικού που αποπνέει μόνο αναρχία. Όλοι τους μοιάζουν κατατρεγμένοι από τις ίδιες σκιές που μεγεθύνονται τη νύχτα στους τοίχους, γλιστρούν από τις γωνίες της πόλης, παραμονεύουν σε κάθε στενό της ετοιμόρροπης αρχιτεκτονικής. Με τη βοήθεια της εντυπωσιακής εξπρεσιονιστικής φωτογραφίας, ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει αυτούσια την υποβλητική συμφωνία του φωτός με το σκοτάδι, την ασταθή και κλειστοφοβική γεωμετρία της δαιδαλώδους Βιέννης, την αίσθηση της αβεβαιότητας, του αφιλόξενου και του απρόβλεπτου που αναδύεται από τα χαλάσματά της. Ο τρίτος άνθρωπος διαλέγει να χαθεί μέσα σε αυτό το ντεκόρ. Περιπλανιέται από την αρχή μέχρι το τέλος σε έναν κατ’ επίφασιν  πολιτισμένο κόσμο όπου κάθε βήμα ισοδυναμεί συχνά με έναν μικρό ηθικό θάνατο.  

Κείμενο:  Κριτική του Λουκά Κατσίκα/Carol Reed “Εκδόσεις του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης”