Η Κινηματογραφική Ομάδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.) αποφάσισε να παρουσιάσει το αφιέρωμα της με τίτλο «Το φιλμ νουάρ», στο πλαίσιο της κινηματογραφικής λέσχης του Πανεπιστημίου μας για το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2011-2012. Στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πρωτοεμφανίστηκε στον αμερικανικό κινηματογράφο ένα χαρακτηριστικό ύφος αστυνομικών και γκανγκστερικών ταινιών. Το νέο ύφος ονομάστηκε φιλμ νουάρ, προφανώς λόγω των ομοιοτήτων που παρουσιάστηκαν ανάμεσα στις ταινίες και ορισμένα μυθιστορήματα δημοσιευμένα στα λαϊκά αστυνομικά περιοδικά της δεκαετίας του 30. Αυτά τα μυθιστορήματα είχαν μεταφραστεί και αναδημοσιευτεί σε μια αντίστοιχη σειρά γαλλικών περιοδικών υπό το γενικό τίτλο «Μαύρη σειρά» (Serie noire). Ο όρος φιλμ νουάρ καθιερώθηκε από την ευρωπαϊκή κριτική, αλλά στην Αμερική ακούστηκε για πρώτη φορά το 1955, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο των Ρεμόν Μπορντ και Ετιέν Σομετόν Πανόραμα του αμερικανικού φιλμ νουάρ, κι έγινε οριστικά αποδεκτός στα τέλη της δεκαετίας του 60, όταν ένα μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας αναβαθμίστηκε στη συνείδηση του κοινού και αναθεωρήθηκε η αξία συγγραφέων όπως ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο Ντάσιελ Χάμετ, οι οποίοι ανυψώθηκαν από το ταπεινό σκαλί του συγγραφέα παραλογοτεχνίας στο επίπεδο του λογοτέχνη.
Τέσσερα είναι τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν αυτό το ξεχωριστό ύφος ταινιών: η αισθητική της εικόνας, οι χαρακτήρες των ηρώων, η τεχνική της αφήγησης και η ιδιαίτερη σημασία των ήχων. Το πρώτο χαρακτηριστικό, η αισθητική της εικόνας (οπτική φόρμα), επηρεάστηκε από δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους υφολογικές σχολές: πρωτίστως από τον εξπρεσιονισμό και σε αρκετά μικρότερο βαθμό από τον νεορεαλισμό. Στην πρώτη περίοδο του νουάρ (δεκαετία του 40), ο εξπρεσιονισμός [που ήρθε στο Χόλλυγουντ μαζί με τους ευρωπαίους σκηνοθέτες, κυρίως τους γερμανούς πρόσφυγες Φριτς Λάνγκ, Μαξ Οφίλς, Μπίλι Γουάιλντερ, Ότο Πρέμινγκερ κ.α.] επέδρασε και συνέβαλε στη τελειοποίηση της χαρακτηριστικής οπτικής φόρμας του νουάρ. Η επίδραση δεν συνίσταται απλώς στα έντονα κοντράστ της φωτογραφίας, αλλά σε ολόκληρη την αισθητική κληρονομιά του γερμανικού εξπρεσιονισμού (παραμόρφωση εικόνων, απροσδόκητες γωνίες λήψης, καθρεφτίσματα, λοξά καδραρίσματα, κλειστοφοβικές συνθέσεις κάδρου κ.λ.π.). Το δεύτερο κίνημα που επέδρασε, ήταν ο ιταλικός νεορεαλισμός ο οποίος εμφανίστηκε μετά τον πόλεμο και επηρέασε αρκετά αργότερα το φιλμ νουάρ (στις αρχές της δεκαετίας του 50), κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης που επέφερε η εμφάνιση της τηλεόρασης. Τα γυρίσματα σε φυσικά ντεκόρ, ένα πιο ευλύγιστο ντεκουπάζ, οι περιορισμένοι προϋπολογισμοί και η χρήση σχετικά άγνωστων ηθοποιών αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της ιταλικής υφολογική κληρονομιάς. Το νουάρ υλοποίησε τις παραπάνω παραδοχές στο χώρο της αισθητικής και προσθέτοντας τις αμερικανικές κατακτήσεις της σκηνοθεσίας σε «βάθος πεδίου», δημιούργησε μια θαυμαστή ενότητα οπτικής φόρμας.
Το δεύτερο σταθερό σημείο του νουάρ είναι η ψυχολογία ή ακριβέστερα η ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Αν θελήσουμε να σκιαγραφήσουμε έναν τέτοιο ήρωα, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στην περιγραφή μας δύο στοιχεία: τη βαριά μοίρα που τον συνθλίβει, και (απόρροια του πρώτου) την απελπισία, την υπαρξιακή αγωνία που τον διακατέχει, την προσδοκία του μοιραίου που παίρνει τη μορφή της απόγνωσης. Πάντα παρούσα ανάμεσα στους κεντρικούς χαρακτήρες του κλασικού νουάρ η μοιραία γυναίκα (Τζίλντα, Η κυρία από τη Σαγκάη, Η σκύλα, Το γεράκι της Μάλτας). Μια διαβολική, πανίσχυρη γυναίκα, άπληστη για χρήμα και για σεξ, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού για τη δυστυχία που προκαλεί γύρω της. Τα ρούχα αυτών των γυναικών ποτέ δεν ήταν τολμηρότερα στην μέχρι τότε ιστορία του κινηματογράφου. Οι άνδρες, για να κερδίσουν αυτές τις γυναίκες, σκοτώνουν, αναστατώνουν την ήσυχη ζωή τους, εγκαταλείπουν τις οικογένειες τους, προδίδουν την πατρίδα τους, γίνονται κυνικοί, άπληστοι, λάγνοι, προκαλούν την επέμβαση της μοίρας που επέρχεται σαν τιμωρός ξαναρχίζοντας το αιώνιο βιβλικό παραμύθι του Αδάμ και της Εύας.
Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η εξαιρετικά τολμηρή για τα μέτρα της εποχής ασυνεχής και όχι σπάνια σπασμωδική τεχνική της αφήγησης, με κύρια χαρακτηριστικά το φλασμπάκ και την αφήγηση off, πάντα υπό τον ήχο των υποβλητικών μουσικών μοτίβων κορυφαίων κινηματογραφικών συνθετών (Franz Waxman, Max Steiner, Miklos Rosza κ.α.) που δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση. Η ηχητική μπάντα είναι ο τελευταίος από τους σταθερούς παράγοντες του ύφους και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Εκτός από την υποβλητική μουσική που προαναφέραμε και οι ήχοι έχουν πρωτεύουσα σημασία στο νουάρ: ψεύτικοι λυγμοί σατανικών γυναικών, ψυχρές φωνές στις τηλεφωνικές γραμμές, στριγκλίσματα φρένων στους δρόμους, κομμένες ανάσες και λαχανιάσματα κυνηγημένων ανθρώπων, νευρικοί χτύποι στα πεζοδρόμια γυναικείων τακουνιών, πόρτες που τρίζουν, σφυρίγματα τρένων, υπόκωφοι κρότοι πυροβολισμών, ρόγχοι ετοιμοθάνατων. Ασφαλώς, δεν υπάρχει άλλο είδος ταινιών που να αποκαθιστά στενότερη σχέση εικόνας-ήχου στην αναπαραστατική δημιουργία του κόσμου.
Καλή προβολή
Κ.Ο.Π.Ι.
Βιβλιογραφία: Στάθης Βαλούκος: Ιστορία του κινηματογράφου “Εκδόσεις Αιγόκερως”