Ο δεκαεννιάχρονος Χάρι δουλεύει σαν παιδί για θελήματα σε ένα υαλοπωλείο. Η συνομήλική του Μόνικα δουλεύει σε ένα μεγάλο μανάβικο. Εκείνος ζει με τον άρρωστο πατέρα του υπό την επίβλεψη μιας γριάς θείας, ενώ εκείνη με τους γονείς της και τα πολύ μικρότερα αδέρφια της. Συναντιούνται τυχαία σε ένα καφενείο, πάνε σινεμά και τα «φτιάχνουνε». Μια μέρα, για ασήμαντη αφορμή, η Μόνικα τσακώνεται με τον πατέρα της και το σκάει. Ο Χάρι τη φιλοξενεί στη βενζινάκατο του πατέρα του. Την άλλη μέρα εγκαταλείπουν τη δουλειά τους (εκείνη ηθελημένα, εκείνος απολυόμενος) και φεύγουν με τη βενζινάκατο να περάσουν το καλοκαίρι στα ερημονήσια. Όταν έρχεται το φθινόπωρο, η Μόνικα αντιλαμβάνεται πως έχει μείνει έγκυος. Επιστρέφουν στην πόλη, παντρεύονται, γεννιέται ένα κοριτσάκι, ο Χάρι βρίσκει μια καλή δουλειά και μελετάει για να προαχθεί, αλλά η Μόνικα δυσφορεί και ασφυκτιά. Μια μέρα ο Χάρι επιστρέφοντας νωρίτερα στο σπίτι, τη συλλαμβάνει με ένα παλιό της φλερτ στο κρεβάτι. Το ζευγάρι δεν ξεπερνάει το γεγονός, εκείνη τον αφήνει μόνο του με το παιδί.
Η ταινία χωρίζεται σε τρία ευδιάκριτα μέρη. Στην πραγματική ζωή τον χειμώνα στην πόλη. Στην ονειρεμένη ζωή του καλοκαιριού στη θάλασσα. Και στην εκ νέου προσγειωμένη πραγματικότητα της φθινοπωρινής πόλης. Η αρχή της ταινίας προσφέρει το εκπληκτικό πανόραμα του λιμανιού της Στοκχόλμης με τα αλλεπάλληλα άψογα πλάνα που παραπέμπουν στις ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου, στον Rene Clair και στον Marcel Carne που τόσο αγαπούσε ο σκηνοθέτης. Οι εικόνες αυτές του λιμανιού θα χρησιμεύσουν αργότερα και σαν διαχωριστικές σκηνές των τριών τμημάτων της ταινίας. Χαρούμενες και φωτεινές θα συντροφεύσουν την έξοδο των νέων στη θάλασσα, στις διακοπές, στη φυγή τους από τη ζοφερή πραγματικότητα, ενώ σκοτεινές και συννεφιασμένες θα σηματοδοτήσουν την επιστροφή τους στην αναπόφευκτη πραγματικότητα. Τις πρώτες σκηνές του λιμανιού ακολουθεί η γνωριμία μας με τον ήρωα που με προφανώς συμβολικό τρόπο αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα στην κίνηση των τροχοφόρων οδηγώντας το τρίκυκλο ποδήλατο της δουλειάς. Το αντικείμενο της δουλειάς του, τα υαλικά, που συχνά άλλωστε σπάει, συμβολίζει πιθανώς το εύθραυστο και το ευάλωτο της ζωής του. Αντίθετα το επάγγελμα της Μόνικα, το μανάβικο, παραπέμπει περισσότερο στο γήινο και ενστικτώδη χαρακτήρα της. Ο καθρέφτης της αρχής μας βάζει στην ιστορία και ο ίδιος καθρέφτης στο τέλος μας βγάζει από αυτήν. Τα καρφωμένα βλέμματα των πρωταγωνιστούν, πρώτα του Χάρι και ύστερα της Μόνικα, που μας κοιτούν, εμάς τους θεατές, διαπεραστικά, μας επικαλούνται σαν μάρτυρες.
Ο Μπέργκμαν με το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» θέτει και πάλι την υπεροχή του γυναικείου ερωτισμού, αυτή τη φορά σε επίπεδο ενστίκτων. Η Μόνικα επιζητά την ελευθερία σε κάθε της μορφή. Ο έρωτας της για τον Χάρι και η φυγή μαζί του μοιάζουν να αποτελούν τη μόνη διέξοδο από την επώδυνη καθημερινότητα που βιώνει στο περιβάλλον της εργασίας και της οικογένειάς της. Η καλοκαιρινή περιπέτειά τους, ωστόσο, αποδεικνύεται ένα μικρό διάλλειμα, καθώς η επιστροφή τους, ο γάμος τους και η γέννηση του παιδιού τους θα αποτελέσουν νέα δεσμά μιας καθημερινότητας το ίδιο επώδυνης, που οδηγεί τη Μόνικα στην απελπισία. Καθώς η φύση της δεν μπορεί να αποδεχτεί οποιαδήποτε δέσμευση που πηγάζει από την κοινωνική πραγματικότητα, επαναστατεί για μια ακόμη φορά και οδηγείται στη φυγή. Η διαδικασία κατανόησης των αναγκών της παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ολοκληρώνεται σταδιακά έχοντας ως κεντρικό άξονα την ερωτική επιθυμία, που αποδεικνύεται ισχυρότερη κάθε κοινωνικού κανόνα και μέτρου. Ο Μπέργκμαν τοποθετεί το γυναικείο ερωτισμό στα όρια της φυσικότητας συμπυκνώνοντας την αντισυμβατικότητα της Μόνικα στην ανάγκη της να έρθει σ’ επαφή με το ερωτικό ένστικτο που έχει απολέσει εξαιτίας της κοινωνικής πραγματικότητας. Κάθε τι που βρίσκεται ανάμεσα στην ίδια και αυτό που φιλοδοξεί να αποκτήσει, παραμερίζεται βίαια προσδίδοντας στην ταινία μια νεωτερικότητα άξια λόγου. Στον αντίποδα της σύγκρουσης ο αρσενικός ήρωας που ακολουθεί την πεπατημένη και σέβεται τις αξίες. Στην ουσία εξαναγκάζεται σε απόλυση. Πετάγεται με ενοχές το πρωί για να προλάβει να πάει στη δουλειά του. Παρασέρνεται από τη Μόνικα στη φυγή. Ακολουθεί τη Μόνικα στο χορό και εκβιάζεται να την ακολουθήσει στην κλοπή. Είναι εκείνος που σηκώνεται τις νύχτες για το μωρό και μελετάει για να βελτιώσουν τη ζωή τους. Στην πορεία όμως αδυνατεί να αντιληφθεί το μέγεθος της δύναμης των θηλυκών ερωτικών ενστίκτων, τα υποτιμά παραβλέποντάς τα και αναπόφευκτα γίνεται θύμα τους.
Η ταινία εκφράζει με λιτό και δραματικό τρόπο τη θεμελιώδη αντίφαση της ζωής. Τη μεγάλη χαρά του έρωτα, την ευτυχία της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας και από την άλλη πλευρά την αντίστοιχη πίεση των υποχρεώσεων, οικογενειακών, γονεϊκών, συζυγικών, βιοποριστικών. Ο άνθρωπος δυσκολεύεται να ωριμάσει, γιατί κάτι τέτοιο σημαίνει αποδοχή της πραγματικότητας και ολική ή μερική παραίτηση από το όνειρο. Ή στην καλύτερη περίπτωση επίτευξη ενός συμβιβασμού. Η Μόνικα δεν τα κατάφερε. Πιθανόν ούτε και ο Μπέργκμαν. Η γοητευτική φυγή δεν φαίνεται να αποτελεί λύση. Οι ήρωες ατυχούν ο καθένας από την πλευρά του. Απομένει ένα καλοκαίρι σαν ανάμνηση.
Κείμενο: Πλάτων Ριβέλλης: Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου, Κωνσταντίνος Δ.Νούλας: Το ερωτικό στον κινηματογράφο