Πληροφορίες

Φωτογραφία: Σβέν Νύκβιστ
Σενάριο: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Σκηνοθέτης: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Ηθοποιοί: Λίβ Ούλμαν, Μπίμπι Άντερσον, Γκούναρ Μπγιέρνστραντ
Βραβεία: Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και γυναικείας ερμηνείας από την ένωση κριτικών κινηματογράφου των Η.Π.Α.(1968), καλύτερης ταινίας και γυναικείας ερμηνείας από τη Σουηδική ακαδημία κινηματογράφου (1967), υποψηφιότητα για BAFTA καλύτερης γυναικείας ερμηνείας (1968)
Τοποθεσία: Σουηδία 1965
Διάρκεια: 84’

Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ παντρεμένη και με ένα μικρό γιο καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Ηλέκτρας. Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και την απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα, τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσης της. Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες.

Persona είναι η λατινική λέξη που όριζε τις μάσκες, πίσω από τις οποίες οι ηθοποιοί της αρχαιότητας έκρυβαν τα πρόσωπα τους, για βγουν στη σκηνή ταυτισμένοι έτσι με το ρόλο που υποδήλωνε το προσωπείο τους. Περσόνα του Μπέργκμαν, μια ταινία που ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος τοποθετεί στις δέκα καλύτερες όλων των εποχών. Ξεκινώντας το φιλμ, δηλώνει ευθέως στο θεατή ότι πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Η αρχή αλλά και το τέλος της ταινίας γίνεται με την εμφάνιση του σπινθήρα (το περίφημο καρβουνάκι) μιας κινηματογραφικής μηχανής προβολής. Ακολουθούν κομμάτια φιλμ (βλέπουμε και το αρνητικό) και εικόνες σπαρμένες που μοιάζει να προέρχονται από σκόρπιες ταινίες, μερικές από αυτές, παλιές του ίδιου του Μπέργκμαν. Κατά τη διάρκεια της προβολής μάλιστα, το φιλμ σχίζεται στα δύο δηλώνοντας με αυτό τον εντυπωσιακά περίτεχνο σκηνοθετικό τρόπο ότι, όπως τα πάντα στην ταινία είναι ευμετάβλητα, ρευστά και φαινομενικά, έτσι και η ίδια η ταινία αλλά και γενικότερα ο κινηματογράφος, αποτελούν ένα όνειρο, ένα είδωλο σε μία οθόνη, που συγχέεται με την πραγματικότητα και ιδιαίτερα με την ύπαρξη του καλλιτέχνη. Ο θεατής δεν ξέρει και δεν μαθαίνει ποτέ τι από όσα βλέπει είναι πραγματικότητα, τι φαντασία και τι κινηματογράφος. Άλλωστε, ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Κινηματογράφος». Στη μορφή της ταινίας ότι είναι υποκείμενο γίνεται την άλλη στιγμή αντικείμενο: η Άλμα περιγράφει τα φρικτά συναισθήματα της Ελίζαμπεθ για το παιδί της σαν να είναι η ίδια, ενώ ο φακός εστιάζει στο πρόσωπο της Ελίζαμπεθ και στην επόμενη σκηνή ο διάλογος επαναλαμβάνεται αυτούσιος, με το φακό να εστιάζει στο πρόσωπο της Άλμα. Ότι είναι πραγματικό οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να διαψευσθεί. Ο χώρος και ο χρόνος συγχέονται.

Οι δύο ηρωίδες της ταινίας, που η μία μιλάει συνεχώς και η άλλη ακούει, η μία υποφέρει από κακή εγκυμοσύνη και η άλλη έχει κάνει άμβλωση η μία είναι άρρωστη και η άλλη θεραπεύτρια συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται , για να καταλήξουν στην ονειρική, φωτογραφημένη με ξεχωριστή αγάπη από το Σβεν Νύκβιστ σκηνή, όπου ανταλλάσουν τις προσωπικότητες τους διασταυρώνοντας τα κεφάλια τους, με μια αέρινη κίνηση που μόνο ένας Μπέργκμαν θα μπορούσε να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του. Ειδικά η Λίβ Ούλμαν στην πρώτη της εμφάνιση σε ταινία του Μπέργκμαν πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση εκστομίζοντας μία και μόνη λέξη: «τίποτα».

Συνολικά η τανία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο δισυπόστατο, την αναζήτηση της ταυτότητας αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στη σιωπή και τις λέξεις, τη θεραπεία και την ψυχοπάθεια. Ταινία πάνω στα όρια της τέχνης ή του ίδιου του σινεμά όταν υποκαθιστά τη ζωή, ή χρησιμεύει εδώ, ως ψυχοθεραπεία του καλλιτέχνη με θαυμαστά αποτελέσματα και για το έργο και για τον ίδιο (Ο Μπέργκμαν εμπνεύστηκε την ταινία κατά τη διάρκεια νοσηλείας του σε νοσοκομείο. Επειδή μάλιστα περνούσε μια μεγάλη προσωπική κρίση στήριξε πάνω της όλες του τις ελπίδες για ανάκαμψη, πιστεύοντας πως αν αποτύγχανε δεν θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο του.) και για το θεατή που το βιώνει μαζί του. Στην αποτύπωση όλων αυτών των θεμάτων καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η εκθαμβωτική φωτογραφία του Νύκβιστ, ο οποίος με τα περάσματα του από το βαθύ μαύρο στο φωτεινό λευκό και ιδιαίτερα με τους φωτισμούς στα πρόσωπα, τονίζει τη θεματολογία του σκηνοθέτη. Άλλωστε τα πρωτογενή δομικά υλικά του κινηματογράφου είναι το φως και η σκιά. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές παρτιτούρες του J.S.Bach, προκειμένου να επενδύσει μουσικά τις ταινίες του. Είναι απόλυτα σωστό ο κατεξοχήν εκφραστής του θεοκρατικού αγνωστικισμού στον κινηματογράφο να καταφεύγει σε μια μουσική με βαθειά θρησκευτικό χαρακτήρα, για να υποδηλώσει τα μεγάλα ερωτηματικά που θέτουν οι ταινίες του. Εδώ το adagio από το κονσέρτο για βιολί και έγχορδα σε μι μείζονα, BWV 1042, του Μπαχ συνταιριάζεται θαυμάσια με το κλίμα και την ατμόσφαιρα της ταινίας. Η πιο προσωπική ταινία του δημιουργού της αποτελεί ταυτόχρονα την πεμπτουσία του μοντέρνου σινεμά των sixties. Εν ολίγοις ένα αριστούργημα.

Βιβλιογραφία: Μπάμπης Ακτσόγλου: “Κριτική για το περιοδικό Αθηνόραμα”, Κων/νος Δημητρίου (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.): “Ινγκμαρ Μπέργκμαν ένας μεγάλος ποιητής της εικόνας Μέρος Β”/Περιοδικό “Τεχνόφωνο” τευχος 4, Πλάτων Ριβέλλης: Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου “Εκδόσεις Φωτοχώρος”, Κώστας Μυλωνάς: Μουσική και κινηματογράφος “Εκδόσεις Κέδρος”