Σε μια μικρή πόλη της Αμερικής ο Peter Bailey με τον αδερφό του Billy διευθύνουν μια μετοχική εταιρία που χορηγεί στεγαστικά δάνεια. Ο μεγαλομέτοχος της εταιρίας Henry Potter διαφωνεί με την πολιτική των Bailey και με την εμπιστοσύνη που δείχνουν στους δανειολήπτες κατοίκους της πόλης. Ο Peter έχει δυο παιδιά, τον George και τον μικρότερο Harry. Όνειρο του George ήταν να φύγει από την πόλη, να πάει να σπουδάσει και να γυρίσει τον κόσμο. Μόλις τελείωσε το σχολείο κι ενώ ήταν έτοιμος να φύγει, ο πατέρας του πέθανε και ο Potter άρπαξε την ευκαιρία για να κλείσει την επιχείρηση. Ο George, μετά από αίτημα των μετόχων, μένει στην πόλη και αναλαμβάνει ο ίδιος τη διεύθυνση ενώ παράλληλα δίνει λεφτά στον αδερφό του, Harry, για να πάει εκείνος να σπουδάσει στη θέση του. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Harry επιστρέφει παντρεμένος και με μια έτοιμη, στρωμένη δουλειά ενώ ο George, εγκλωβισμένος στη μικρή πόλη, αποφασίζει επιτέλους να παντρευτεί τη Mary, τον παιδικό του έρωτα. Και ενώ όλα κυλούν ομαλά και το ζευγάρι ετοιμάζεται να διαθέσει τις οικονομίες του για να ταξιδέψει στον κόσμο, ξεσπάει η μεγάλη οικονομική κρίση και ο George αναγκάζεται να επενδύσει όλα του τα χρήματα για να σώσει την επιχείρηση. Αρνείται να εξαγοραστεί από τον γερο-Potter και επιλέγει να βοηθάει τους συνανθρώπους τους, κτίζοντας μια συνοικία μικρών σπιτιών τα οποία πουλούσε με δόσεις και πολύ φτηνά στους φτωχούς κατοίκους. Στο μεταξύ είχε ήδη αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Τα πάντα αλλάζουν όταν, παραμονή Χριστουγέννων, όλο το ταμιακό υπόλοιπο της εταιρίας, το οποίο προοριζόταν για κατάθεση, χάνεται και ο George σε απόγνωση, αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της φυλάκισης, ετοιμάζεται να πέσει από τη γέφυρα στον ποταμό και να αυτοκτονήσει. Ο Θεός αποφασίζει να στείλει για τη διάσωση του έναν γέρο άγγελο δεύτερης κατηγορίας, τον Clarence,ο οποίος ακόμα αγωνιζόταν να κερδίσει τα φτερά του, για να περάσει στην πρώτη κατηγορία. Ο Clarence πέφτει πρώτος στο νερό εξαναγκάζοντας τον George να πέσει για να τον σώσει. Έπειτα, όταν του αποκαλύπτει την ιδιότητα και τον στόχο του, ο George όχι μόνο δεν τον πιστεύει αλλά του λέει ότι θα ήθελε να μην είχε καν γεννηθεί. Ο άγγελος αρπάζει την ευκαιρία και ικανοποιεί αμέσως την ευχή του. Ο George επιστρέφει στην πόλη όπου κανείς δεν τον γνωρίζει και γρήγορα συνειδητοποιεί πόσο σημαντικός είναι πραγματικά στις ζωές όλων γύρω του. Τρέχει γρήγορα στη γέφυρα όπου είχε πάει για να αυτοκτονήσει και εκλιπαρεί τον Θεό να του δώσει πίσω τη ζωή του. Όπερ και εγένετο. Ο George έξαλλος από χαρά, επιστρέφει σπίτι του όπου τον περίμενε ο αστυφύλακας για να τον συλλάβει. Στο μεταξύ όμως η γυναίκα του είχε κινητοποιήσει όλους στην πόλη οι οποίοι με τον οβολό τους κάλυψαν τα χρωστούμενα. Η καμπανίτσα που χτύπησε πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν η ένδειξη ότι ο Clarence κέρδισε τα φτερά του.
Στην ταινία δύο είναι οι κεντρικές ιδέες. Η πρώτη είναι πως οι πράξεις κάθε ανθρώπου επηρεάζουν αλυσιδωτά τις ζωές πολλών άλλων. Η δεύτερη, πως η εργασία στερημένη από τον κοινωνικό της ρόλο δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Αυτό που αποδεικνύει την αξία του Capra είναι ότι οι ιδέες αυτές δεν αναπτύσσονται, αλλά προκύπτουν δραματουργικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Capra οδήγησε με έμπειρο χέρι την ταινία και τις δύο ιδέες της στην ολοκλήρωση τους που ήρθε με τις δύο τελικές σκηνές. Η πρώτη ιδέα κορυφώνεται με τη σκηνή που παραπέμπει στον τίτλο (ότι δηλαδή είναι πράγματι μια θαυμάσια ζωή, όποια και αν είναι) ενώ η δεύτερη με την τελική σκηνή όπου συγκεντρώνονται οι πάντες να επιστρέψουν τρόπον τινά το κοινωνικό τους χρέος προς τον George. Παράλληλα, σαν φόντο, αλλά όχι αδιάφορο, μας δίνει τη ζωή μιας μικρής αμερικάνικης πόλης. Η περιγραφή της ζωής στη μικρή πόλη έχει την ακρίβεια ενός ντοκουμέντου και με ταχύτατα εναλλασσόμενες εικόνες ο Capra καταφέρνει να σκιτσάρει την Αμερικανική τοιχογραφία του. Σε συνδυασμό με την κυρίως δράση της ταινίας αναπτύσσει και μικρότερα θέματα όπως λόγου χάριν την ασφυξία που οι μικρές πόλεις δημιουργούν στους νέους, καθώς και την επιθυμία τους για φυγή. Ο εγκλωβισμός βέβαια του George έχει και δραματουργική σημασία. Ο Capra αφηγείται με άνεση μία ιστορία που σε κάθε της βήμα κινδυνεύει να χαρακτηριστεί γραφική ή ηθικοπλαστική. Ο δημιουργός ωστόσο δεν ξεφεύγει σε φλύαρες ηθικολογίες, αντίθετα εμμένει ουσιαστικά στην θεμελιώδη εναγώνια απορία που αποτελεί βάση της υπόθεσης: «Πως θα ήταν ο κόσμος αν ο καθένας από εμάς δεν είχε έρθει στην ζωή;».
Η ταινία πραγματεύεται τον αφανή ήρωα της καθημερινότητας, αυτόν που δεν θα μνημονεύσει η ιστορία για μεγάλα κατορθώματα αλλά που η παρουσία του ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων γύρω του και βελτιώνει την ζωή τους. Στη διάρκεια της ταινίας ο ήρωας χρειάστηκε να πάρει μια σειρά αποφάσεις όχι αναγκαστικά αυτονόητες για να δικαιούται να περιμένει την κοινωνική ανταμοιβή. Θυσίασε την επιθυμία του για σπουδές, το πάθος του για τα ταξίδια, τα προσωπικά του χρήματα, τη δελεαστική απασχόληση που του προσφέρθηκε, τον υψηλό μισθό. Ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος που αμφιταλαντεύεται διαρκώς, που οδηγείται να σκεφτεί μέχρι και την αυτοκτονία και που η ζωή του διδάσκει με σκληρές εικόνες ότι τα μικρά, τα καθημερινά είναι πολλές φορές εξίσου σημαντικά με τα μεγάλα και τα προβεβλημένα.
“Το ιδανικό παραμύθι των Χριστουγέννων. Ίσως απλοϊκό, αλλά τόσο αληθινό και εντέλει αποτελεσματικό. Εκφράζει με αμεσότητα σκέψεις που όλοι οι άνθρωποι κατά καιρούς έχουν κάνει, αλλά που ντρέπονται να ομολογήσουν.”
Κείμενο: Πλάτων Ριβέλλης, ” Χωρίς διάλειμμα”