Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Abbas Kiarostami
Σενάριο: Abbas Kiarostami, από μια ιδέα του Mahmoud Aidin
Φωτογραφία: Mahmoud Kalari
Μουσική: Peyman Yazdanian
Ηθοποιοί: Behzad Dorani, Noghre Asadi, Roushan Karam Elmi, Bahman Ghobadi, Shahpour Ghobadi, Reihan Heidari
Βραβεία: Μεγάλο βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ Βενετίας, ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Ιράν-Γαλλία, 1999
Διάρκεια: 118’

Ένα τζιπάκι κατευθύνεται στο Σια Νταρέχ, ένα χωριουδάκι κάπου στο Ιρανικό Κουρδιστάν. Το ταξίδι είναι μακρινό και δύσκολο. Οι ταξιδιώτες έχουν ως σκοπό να καταγράψουν μια παραδοσιακή κηδεία, την τελετουργία του πένθους και το μοιρολόι αμέσως μετά τον επικείμενο θάνατο μιας γυναίκας εκατό ετών. Όταν φτάνουν στον προορισμό τους ισχυρίζονται ότι ψάχνουν κάποιο χαμένο θησαυρό. Στις μέρες που ακολουθούν παρακολουθούμε τις σχοινοτενείς διαδρομές του Μπέντζαμιν, επικεφαλή της ομάδας, ανάμεσα στους χωρικούς και το χρυσαφένιο τοπίο τους. Στη διάρκεια τους ο Μπέντζαμιν υπηρετείται από τον εντεκάχρονο Φορζάντ με τον οποίο προσπαθεί απρόθυμα να δημιουργήσει κάποια σχέση. Επιπλέον βασανίζεται από συνεχή τηλεφωνήματα. Μόλις χτυπήσει το κινητό του, παρατάει ότι κάνει και διασχίζει το χωριό προκειμένου να φτάσει στην κορυφή ενός λόφου όπου βρίσκεται το νεκροταφείο και είναι το μοναδικό σημείο που έχει σήμα. Εκεί συνομιλεί με έναν άνθρωπο που σκάβει μια τρύπα στο χώμα χωρίς να τον βλέπει ποτέ, τον Γιουσέφ.

Το μυστικό όπως πάντα στον Κιαροστάμι είναι πολύ απλό και πολύ περίπλοκο μαζί. Πρόκειται για έναν μεγαλοφυή κινηματογραφιστή που με οξεία αίσθηση οπτικοακουστικών συνδυασμών συσχετίζει την ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση κάποιου κουρδικού ορεινού χωριού, τριγυρισμένου από έναν εύφορο σιτοβολώνα, με το ποιητικά χαρτογραφημένο ψυχογράφημα ενός τηλεοπτικού παραγωγού, ο οποίος σκέφτεται με τους επείγοντες, ψηφιακούς ρυθμούς της πόλης. Πράγματι πρέπει να κοιτάζουμε και να αφουγκραζόμαστε πολύ προσεκτικά για να αντιληφθούμε πόσο περίτεχνο είναι το ηχητικό κολάζ που ακούμε· πόσο προσεκτικά μετατοπίζονται το κελάηδημα των πουλιών, τα κακαρίσματα των πουλερικών, τα γαυγίσματα των σκυλιών και το φύσημα του ανέμου μέσα στο χορτάρι· με πόση λεπτότητα και φροντίδα όλα αυτά ταξινομούνται και μοντάρονται, για να κάνουν όσο το δυνατόν πιο αισθητή τη σαγηνευτική, μυστηριώδη παρουσία του φυσικού κόσμου.

Η ταινία δεν αντιπαραθέτει απλώς την αλλοτρίωση ενός εγωκεντρικού αστού εξαρτημένου από το κινητό και το αυτοκίνητο του, στην αυθεντικότητα των απομονωμένων ιθαγενών, που ξέρουν τους ρυθμούς της φύσης, την (ανα)παραγωγή, τη σεξουαλικότητα και το θάνατο. Στην πραγματικότητα δε μιλάει ούτε καν για τον κεντρικό της ήρωα. Ατενίζει την εκτυφλωτική ομορφιά του τοπίου που σιγά σιγά δαμάζει το σκόρπιο βλέμμα του. Και κάθε απόπειρά του να πλησιάσει τους άλλους, τη μετράει με τις αποστάσεις της ποίησης. Στα υπέροχα γενικά πλάνα της αρχής, όπου ένα αυτοκίνητο χάνεται στις κορδέλες της κιαροσταμικής τοπιογραφίας, ακούμε τους επιβάτες να ψάχνουν ένα μοναχικό δέντρο για να προσανατολιστούν και τον Μπεχζάντ να αναφέρει στίχους του Σεπεχρί. Η σύντομη εισαγωγή συνοψίζει τι πρόκειται να ακολουθήσει: ένα ταξίδι απαρχή του τοπίου και μια αφήγηση δομημένη από μπλοκ ποίησης.

Ένα πρωί ο Μπεχζάντ ανακαλύπτει πως ένας όγκος από χώμα έχει πλακώσει τον άνθρωπο που σκάβει. Τρέχει στο χωριό για βοήθεια, ψάχνει τους συντρόφους του που έχουν εξαφανιστεί και παραχωρεί το τζιπ για να μεταφέρουν τον άνδρα στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Έχοντας μείνει μόνος στην κορυφή του λόφου, ζητά από έναν ηλικιωμένο που περνά με ένα μηχανάκι, να τον πάρει μαζί του. Ο άνδρας είναι γιατρός. Πάνω στο μηχανάκι και ενώ η φύση έχει βάψει απλόχερα το τοπίο με χρυσά στάχια, ο Μπεχζάντ για πρώτη φορά παρατηρεί την ομορφιά του τοπίου ενώ ακούγοντας το χρήσιμο για την κοινότητα θεραπευτή να υμνεί το εδώ και το τώρα της ζωής, συντελείται ένας πνευματικός και ηθικός επαναπροσανατολισμός. Μέχρι τώρα η εμμονή του να καταγράψει το τελετουργικό, ένα εν αναμονή γεγονός, δε του επέτρεπε να βιώσει και να απολαύσει την ομορφιά της φύσης, ούτε και να επικοινωνήσει με τους κατοίκους του χωριού. Ο γιατρός, ως δάσκαλος, απαντά στις υπαρξιακές ανησυχίες και αμφιβολίες του Μπεχζάντ χρησιμοποιώντας στίχους του Καγιάμ, του μιλά για την ομορφιά της ύπαρξης, για τον προσωρινό χαρακτήρα και τη μοναδικότητα της ζωής, βοηθώντας τον να συνειδητοποιήσει πόσο άχρηστη και μακάβρια ήταν η δική του αποστολή, να καταγράψει το τελετουργικό ενός θανάτου. Οι χαρές της ζωής τεκμηριώνονται και οπτικά μέσα από τις ποιητικές φωτογραφικές συνθέσεις του Κιαροστάμι· νωχελικά πλάνα συλλαμβάνουν τη γαλήνη του χωριού και αποδίδουν την απαράμιλλη ομορφιά της φύσης. Η χρήση του τοπίου υπερβαίνει το κινηματογραφικό θέαμα, αποκτά συμβολικό χαρακτήρα και μας μεταφέρει μια γιορταστική επιβεβαίωση της ζωής. Τελικά ο Μπεχζάντ θα εγκαταλείψει την αποστολή και θα αποχωρήσει από το χωριό την ημέρα του θανάτου της γυναίκας. Λίγο πριν φύγει θα πετάξει στο ποτάμι το κόκαλο που του είχε δώσει ο Γιουσέφ.

Η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν, εναλλάσσονται, είναι ένα. Τίποτα δεν πεθαίνει, απλά μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο. Ο «θησαυρός» που αναζητούσαν φαίνεται να έχει τη μορφή πνευματικής αφύπνισης και νέου προσανατολισμού.

“Μου λένε πως ο παράδεισος με τα ουρί είναι μαγευτικός. Όμως εγώ λέω πως ο χυμός του αμπελιού είναι μαγευτικός. Προτίμα το παρόν από αυτές τις υπέροχες υποσχέσεις. Ακόμα και ο μακρινός ήχος ενός ταμπούρλου ακούγεται μελωδικός.”

                                                                                        Ομάρ Καγιάμ

Βιβλιογραφία: Abbas Kiarostami “Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης”