Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Otar Iosseliani
Σενάριο: Otar Iosseliani
Φωτογραφία: William Lubtchansky
Μουσική: Niko Ζοurabiszvili
Ηθοποιοί: Pierrette Narda Blanchet, Thamara Tarassachvili, Aleksandre Tcherkassoff, Pompom Bailhache, Alexandra Liebermann, Lilia Ollivier, Emmanuel de Chauvigny
Βραβεία: Ευρωπαϊκό βραβείο C.I.C.A.E., βραβείο Pasinetti, βραβείο Felix, βραβείο Triumph καλύτερης ξένης ταινίας, βραβείο Sergio Amidei καλύτερου σεναρίου.
Τοποθεσία: Γαλλία-Γερμανία-Ιταλία,1992
Διάρκεια: 115’

Ο Otar Iosseliani στο κυνήγι της πεταλούδας παρατηρεί τις «πεταλούδες» που χάνονται και μελαγχολεί με τα «τρωκτικά» που επιβιώνουν και αναφύονται στη θέση κάθε «πεταλούδας» που πεθαίνει, με όλους τους διαφορετικούς τύπους και «νόμους»: δια της αγοραπωλησίας και της κληρονομιάς. Το είδος των «πεταλούδων» εκλείπει. Τελευταίοι επίγονοι της είναι απόγονοι αριστοκρατικών οικογενειών- και μάλιστα, από την Τσαρική Αυτοκρατορία. “Αυτές οι «πεταλούδες» είναι γένους θηλυκού, διότι, ο μέσος όρος ηλικίας των γυναικών είναι ως γνωστόν υψηλότερος από εκείνον των ανδρών, και είναι «πεταλούδες» διότι είναι συμφιλιωμένες με τη ζωή τους και προορισμένες να πεθάνουν εν ηρεμία και γαλήνη.”, λέει ο Iosseliani.

Έτσι, σε ένα ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον, στην ομιχλώδη γαλλική ύπαιθρο, δύο γηραιές εξαδέλφες κατοικούν σε μια μεγάλη, παλιά βίλα, γεμάτη ακόμα από πολύτιμα αντικείμενα και έπιπλα. Οι δύο γριούλες ζουν ήρεμα το τέλος του φυσικού χρόνου τους: η μία, βυθισμένη απόλυτα στο παρελθόν, που ανακαλείται μάλιστα μέσα από ένα τραγούδι, σαν φάντασμα (τον τσαρικό αξιωματικό υποδύεται ο ίδιος ο Iosseliani), η άλλη, κυκλοφορώντας με άνεση και εκκεντρικότητα. Περνούν τις μέρες τους ακούγοντας στο ραδιόφωνο τον απόηχο μιας ανήσυχης και παράξενης εποχής σε ένα κατά τα άλλα αρμονικό περιβάλλον όπου όλοι τις αγαπούν και τις σέβονται. Παρ’ όλα αυτά η αρμονία αυτή φαίνεται να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εξωτερική και περιβαλλοντική όψη της γαλλικής εξοχής, αφού από τη ζωή των δύο γυναικών δε λείπουν οι υστεροβουλίες και η εκμετάλλευση. Για τον Iosseliani, η κατηγορία των «τρωκτικών» περιλαμβάνει άτομα ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος και ταξικής προέλευσης. Γιαπωνέζοι κτηματομεσίτες, μια μαύρη σύζυγος πάμπλουτου γάλλου συμβολαιογράφου, μια ομάδα τρομοκρατών, ρώσοι προλετάριοι, γάλλοι μπουρζουάδες, είναι ένα συνονθύλευμα ατόμων με διαφορετικά συμφέροντα που τραυματίζουν την «ψυχική» ισορροπία του κόσμου προκείμενου να πλουτίσουν ή να καταστρέψουν. Το κυνήγι της πεταλούδας μπορεί να θεωρηθεί μια γιορτή, της οποίας περιγράφεται η ενδεχόμενη εξαφάνιση. Ο γεωργιανός σκηνοθέτης οργανώνει σιγά σιγά τη μελαγχολική αυτή γιορτή, όπου όλα είναι πραγματικά και ρεαλιστικά, κι όμως όλα γεννούν μια χρονική και ποιητική μετατόπιση, μια εκκρεμότητα ονείρου και νοσταλγίας.

Οι φωνές και οι άλλοι ήχοι στην ταινία του Iosseliani συνθέτουν μια μουσική των θορύβων που παίζει σίγουρα με την ποικιλία των τόνων, με την παραφωνία στις ανθρώπινες φωνές και τα κρωξίματα των πουλιών (στη σκηνή του τραγουδιού στον πύργο του Λαμπαντέρ), ή και με τις ξένες γλώσσες, αλλά έτσι ώστε κάθε στοιχείο της πολυφωνικής αυτής δομής να συμμετέχει σ’ ένα ηχητικό continuum κατανοητό από το θεατή. Στην ταινία παρατηρούνται αρκετές αναφορές στην τότε σύγχρονη πραγματικότητα και στο καθημερινό χάος: οι οπαδοί του Κρίσνα περικυκλώνουν μια πρασιά (παρόμοιο περιστατικό είχε συμβεί στην πόλη Ερμενονβιλ), και το ράδιο μεταδίδει νέα για θηριωδίες από όλο τον πλανήτη. Φυσικά-με στόχο πάντα τον κλασικισμό- δε λείπει και πλήθος κινηματογραφοφιλικών αναφορών, ωστόσο όχι μέσω διαφόρων κινηματογραφοφιλικών όρων αλλά αποκλειστικά και μόνο με το οπτικό και ηχητικό υλικό, αφού κάθε πλάνο έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να αναδύεται εντός του ένα φάντασμα. Και όπως όλα τα αληθινά φαντάσματα του κινηματογράφου, έτσι κι αυτά είναι εκθαμβωτικά, συγκλονιστικά και μαζί οικεία, από το γεγονός και μόνο ότι είναι οι σκιές αυτές που έρχονται και παρουσιάζονται μπροστά μας πάνω σε μια οθόνη.

Η αφήγηση του Iosseliani, ακολουθεί το εκπληκτικά απλό σχέδιο μιας σειράς εμφανίσεων, αφίξεων, αναχωρήσεων και θανάτων, όμως η διάρκεια της ταινίας του έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει το χώρο. Παράλληλα η εμμονή του σε ένα χώρο απατηλά περιγραφικό, που με ελάχιστους μπορεί να συγκριθεί, είναι ήδη αυτή καθαυτή άξια θαυμασμού. Καθώς εξελίσσεται η εξαιρετικά κομψή σκηνοθεσία, οικοδομείται ένας χώρος, ένας κόσμος που υπάρχει στο βαθμό και μόνο που κατοικείται. Ο δημιουργός ανασύρει από την εξορία στην οποία βρίσκεται, μια νέα ανακάλυψη του ίδιου κόσμου που εξερευνούσε μέσα στην ίδια την πατρίδα του: μια ανθρωπότητα αστεία αλλά όχι γελοία, χωρίς ψευτο-αθώους και σχεδόν χωρίς φριχτούς γελωτοποιούς, οπού η γλυκιά τρέλα εμφανίζεται όχι τόσο σαν μια εκκεντρικότητα όσο σαν τιθάσευση της πιο έλλογης λογικής. Ο κόσμος στο κυνήγι της πεταλούδας είναι παλιός, μια παλιατζούρα που η πρόοδος την εντοπίζει και την εξαφανίζει, προφανώς επειδή η πηγή αυτών των παλιών πραγμάτων, η Λευκορωσία, απομακρύνεται, παγώνει και πεθαίνει. Εν τέλει, η μαγεία που αναδίδει «Το κυνήγι της πεταλούδας», είναι η μαγεία που αισθανόμαστε όταν ανακαλύπτουμε έναν κόσμο· είναι η ευτυχία του να μπορούμε να δούμε μέσα σε τόση ομορφιά.

Βιβλιογραφία: Otar Iosseliani “Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης”