Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Robert Bresson
Σενάριο: Robert Bresson
Φωτογραφία: Ghislain Cloquet
Μουσική: Franz Schubert ( Σονάτα αριθ. 20) , Jean Wiener ( Jazz και τραγούδια)
Ηθοποιοί: Anne Wiazemsky, Francois Lafrage, Philippe Asselin, Nathalie Joyaut, Walter Green
Βραβεία: Βραβείο Pasinetti στο Φεστιβάλ Βενετίας 1966, Βραβείο Cineforum, Βραβείο Νέου Κινηματογράφου, Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ του Παναμά, Βραβείο George Melies, Βραβείο της Καθολικής Εκκλησίας
Τοποθεσία: Γαλλία 1966
Διάρκεια: 95’

Τρία παιδιά από το Παρίσι περνούν τις διακοπές τους σ’ ένα χωριό των Πυρηναίων, παρέα με μια χωριατοπούλα, την Μαρί, και έναν γάιδαρο που τον έχουν ονομάσει Μπαλταζάρ. Η οικογένεια ενός από τα παιδιά, του Ζακ, μετά τις διακοπές φεύγει και δεν επιστρέφει ξανά. Τα χρόνια περνούν. Ο πατέρας της Μαρί διαχειρίζεται τα κτήματα της οικογένειας του Ζακ, ενώ ο Μπαλταζάρ τώρα πια ανήκει στη Μαρί. Κάποια στιγμή, ο πατέρας της Μαρί κατηγορείται άδικα για κακοδιαχείριση. Ο Ζακ επιστρέφει στο χωριό για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, αλλά αποτυγχάνει στην αποστολή του και ξαναφεύγει άπρακτος. Η Μαρί, απογοητευμένη από την αναχώρησή του, αδιαφορεί για τον Μπαλταζάρ, που τον αγοράζει ο φούρναρης του χωριού, Ζεράρ, ο οποίος μάλιστα αποπλανά την Μαρί. Ο Ζακ επιστρέφει στο χωριό για να επανορθώσει την αδικία σε βάρος του πατέρα της Μαρί, με την οποία επανασυνδέονται και αποφασίζουν να παντρευτούν. Η Μαρί πηγαίνει να συναντήσει τον Ζεράρ, για να τελειώνει οριστικά μαζί του, αλλά κακοποιείται από αυτόν και την παρέα του, που την εγκαταλείπουν γυμνή σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι. Η Μαρί εξαφανίζεται από την ταινία χωρίς να διευκρινιστεί αν έφυγε, αν σκοτώθηκε ή αν αυτοκτόνησε. Ο Μπαλταζάρ, στη διάρκεια μιας λιτανείας, μεταφέρει το λείψανο του αγίου και θεωρείται απ’ όλους σχεδόν «ιερό ζώο». Ένα βράδυ, όμως, ο Ζεράρ τον φορτώνει με λαθραία και τον οδηγεί στο βουνό, όπου πέφτει σε μια ενέδρα που του στήνουν οι τελωνιακοί, και ο Μπαλταζάρ, χτυπημένος από μια αδέσποτη σφαίρα, πεθαίνει σε ένα λιβάδι. 

Σύμφωνα με τον Bresson, η ταινία ξεκίνησε από δύο ιδέες-σχέδια. Το πρώτο σχέδιο είναι ότι η ζωή ενός γαϊδάρου περνάει από τις ίδιες φάσεις που περνάει και η ζωή του ανθρώπου. Έχουμε, δηλαδή, την παιδική ηλικία, τα χάδια, την ωριμότητα, τη δουλειά, το ταλέντο στη μέση ηλικία και, τέλος, τη μυστικιστική περίοδο που προηγείται του θανάτου. Δεύτερο σχέδιο, που συναντάει το πρώτο ή εφορμάται από αυτό: η διαδρομή του γαϊδάρου, ο οποίος συναντιέται από διάφορες ομάδες ανθρώπων που συμβολίζουν τα ελαττώματα της ανθρωπότητας, υποφέρει μαζί τους και τελικά πεθαίνει. Αυτά είναι τα δύο σχέδια, κι αυτός είναι ο λόγος που μιλάει για τα ελαττώματα της ανθρωπότητας. Γιατί ο γάιδαρος δεν μπορεί να υποφέρει από την καλοσύνη την φιλανθρωπία, την ευφυΐα-υποφέρει για τους ίδιους λόγους που υποφέρουμε και εμείς. 

Για τον Bresson οι ηθοποιοί είναι μοντέλα. Δεν ερμηνεύουν, τουλάχιστον με τον τρόπο που η ερμηνεία μας παραπέμπει στην θεατρική υποκριτική. Οι ηθοποιοί είναι αντικείμενα. Υπεύθυνοι μόνο για το χώρο που καταλαμβάνουν εντός του κάδρου, και για το βάρος που ζυγίζουν εντός της αποδραματικοποιημένης αφήγησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται ευκόλως αντιληπτό, ότι το γαϊδούρι είναι ο ιδανικός πρωταγωνιστής σε αυτόν τον επαναστατικό κινηματογράφο. Και αυτό διότι η ερμηνεία του συνίσταται εξ` ολοκλήρου στην ιδιότητά του να παρίσταται (ή να μη παρίσταται) εντός του κάδρου. Η επίτευξη της απόλυτης φυσικότητας, και της μέγιστης εξοικείωσης-μέσω της μη εκπαίδευσης, της μη εμπειρίας, και ακόμα καλύτερα της μη συναίσθησης-κατά τη διάρκεια του φιλμαρίσματος. Balthazar: το ιδανικό μοντέλο. 

Το Au hasard Balthazar αναγνωρίστηκε παγκοσμίως και όχι άστοχα, δεδομένων των θρησκευτικών καταβολών του Γάλλου σκηνοθέτη, ως μια αλληγορία για τη ζωή του Ιησού, από τη γέννηση ως τη σταύρωση. Ο Ιησούς προσωποποιείται στο γαϊδουράκι. Και τα αλληλοδιαδεχόμενα λερωμένα χέρια στα οποία εκπίπτει ο Balthazar, συνιστούν όλες τις δοκιμασίες στις οποίες υποβλήθηκε ο Θεάνθρωπος για να καθαιρέσει τις αμαρτίες από τους ιδιοκτήτες τους. Βέβαια μια τέτοια ανάγνωση προσγειώνει το έργο και αδικεί κατάφορα την υπερπλήρη δημιουργία του Bresson, που απέχει παρασάγγας από το να υπάρχει ως ένα απλό χριστιανικό εμβόλιο. 

Το πόνημα του Bresson συνιστά ένα αριστουργηματικό δοκίμιο για τα περιορισμένα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας. Η εκκίνηση του στοχασμού ξεκινάει με τον Μπαλταζάρ. Ο Μπαλταζάρ ως το “ζώο του ανθρώπου” δεν είναι ποτέ ελεύθερο. Αποτελεί κτήμα. Τη στιγμή της γέννησής του μπορεί να γνωρίζει την αγάπη από τις καρδιές των παιδικών συντρόφων του, αυτή η αγάπη όμως δε δύναται να το ανυψώσει. Είναι απλώς ένα κτήμα διοχέτευσης αγάπης. Από τη στιγμή του πεταλώματος, μια κομβική στιγμή καθώς ορίζεται η είσοδος του στον κόσμο της παραγωγικής διαδικασίας, θα γνωρίσει όλη την βαναυσότητα του να τελείς κάτω από τους ιδιοκτησιακούς ζυγούς κάποιου άλλου. Του οποιουδήποτε άλλου. 

Ανεβαίνοντας την ιδιοκτησιακή πυραμίδα και καταλήγοντας στον αυτόνομο και ιδιόκτητο άνθρωπο θα περιμέναμε να αντικρύσουμε ελεύθερες υπάρξεις. Η ανθρώπινη ελεύθερη βούληση είναι πολυδιαφημισμένη. Όμως, η ανθρώπινη ελευθερία συναντάται μόνο στην παιδική ηλικία. Η στιγμή της ενηλικίωσης συνιστά και την χειραφέτηση από την ελευθερία. Η ενηλικίωση δεν αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά στο χρονοσύμπλεγμα όπου όλη η προ-παιδεία του ατόμου (όπως το πετάλωμα στον Μπαλταζάρ) το ενσωματώνει πλαστικά στο κοινωνικό σώμα. Η βία του προσωπείου και της εικόνας είναι τόσο ισχυρή που το άτομο δεν ανήκει πλέον στον εαυτό του, αλλά στο προσωπείο του. Να, η καταστρατήγηση της ελευθερίας! Και αυτή η απόσταση του προσωπείου από τον ρευστό, άυλο εαυτό δηλώνεται απ` τον Robert Bresson ως το μέτρο της αμαρτίας

Βιβλιογραφία: Robert Bresson “Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης”, Κινηματογραφικό αρχείο 31/Ρομπέρ Μπρεσόν “Εκδόσεις Αιγόκερως”