Στο Padre Padrone των Ταβιάνι το παιδικό βλέμμα γίνεται η οπτική της σκηνοθεσίας για την υπέρβαση της πραγματικότητας στο χώρο της φαντασίας. Ο ήρωας της ταινίας ο Γκαβίνο Λέντα, παρακολουθείται από τους Ταβιάνι από μια απόσταση συναισθηματικής « ασφάλειας» σε πρώτο επίπεδο, για να αναπαράγει μέσα από το παιδικό φίλτρο την πραγματικότητα γύρω του: το άγριο φυσικό περιβάλλον όπου οδηγείται από τον αυταρχικό πατέρα του Αμπράμο, βοσκό της Σαρδηνίας, για να ακολουθήσει τη μοίρα των άξεστων χωρικών, μακριά από τα σχολικά θρανία από όπου βίαια ο πατέρας του τον απήγαγε, για να τον κάνει βοσκό. Ο εξωτερικός χώρος σημασιοδοτείται ως απώλεια. Τα λίγα γράμματα που είχε μάθει στο σχολείο ο μικρός Γκαβίνο δεν μπορούν να τον κάνουν να αντισταθεί στην ισοπέδωση, που του επιφυλάσσει η σχεδόν ολοκληρωτική κοινωνική αποξένωση της φυσικής ζωής. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει και δεν γνωρίζει παρά την τοπική διάλεκτο. Οι ήχοι που φτάνουν στα αυτιά του δεν μπορούν να τον διαφοροποιήσουν από το φυσικό περιβάλλον, εφόσον προέρχονται ανεπεξέργαστοι από αυτό και επιστρέφουν προσκρούοντας στο γυμνό κάτοπτρο της συνείδησης του. Στη μπάντα εγγράφονται οι ψίθυροι ενός αταβιστικού κόσμου, η αδρή και ανεπεξέργαστη φυσική γλώσσα του δάσους και της ερημιάς που ούτε η φωνή της καμπάνας του χωριού δεν μπορεί να διατρήσει. Ο μικρός Γκαβίνο έχει ενταχθεί βίαια από τον εξουσιαστικό πατέρα του – μια μετωνυμία του φυσικού βασιλείου – στον νομοτελειακό του χώρο, ως αναγκαίο παράρτημα του. Αυτός ο τελευταίος με τη σημειολογία της εμφάνισης και της συμπεριφοράς του, είναι το χέρι της Φύσης που επιβάλλει στον Γκαβίνο ένα κώδικα ζωής προσωρινό, γιατί σε ένα δεύτερο επίπεδο, η φαντασία του μικρού είναι έτοιμη να δραστηριοποιηθεί με τα πρώτα ερεθίσματα: ένα ακορντεόν, που μιμείται και οργανώνει τη μελωδία της φύσης σε μια άλλη πιο οικεία γλώσσα. Η τυχαία συνάντηση του ήρωα με τον κόσμο της μουσικής, θα τον λύσει από την εξάρτηση (τουλάχιστον προσωρινά) της εξωτερικής φυσικής τάξης πραγμάτων και θα κινητοποιήσει άλλους μηχανισμούς επιθυμίας. Η γλώσσα που τελικά θα σπουδάσει ο Γκαβίνο φεύγοντας από το χωριό, δεν είναι μόνο ένα μέσο επικοινωνίας αλλά και το γνωσιολογικό όπλο εναντίον ενός status που έμαθε να υπακούει. Ο πατέρας, ο στρατός, ο εργοδότης. Τρείς εξουσιαστικοί μηχανισμοί ενός κοινωνικού συστήματος, που ο Γκαβίνο θα αντιμετωπίσει στα τρία κρίσιμα στάδια της άνδρωσής του και θα αρνηθεί , τουλάχιστον ιδεολογικά , σπουδάζοντας γλωσσολογία . Η επιστροφή του ήρωα στο χωριό του το Σιλίγκο, στο φινάλε, μετά τις σπουδές του και το δίλημμά του να παραμείνει ή όχι στην πατρική γη, δεν σημαίνουν ασφαλώς μόνο μια κριτική στάση απέναντι στους γενετικούς όρους, αλλά και στην προσδιοριστική αξία τους στη διαμόρφωσή του. Οι Ταβιάνι με ένα διφορούμενο κλείσιμο της ταινίας (αφήνοντας τον πραγματικό Γκαβίνο Λέντα να κουνιέται μπρός πίσω καθισμένος σε ένα βράχο, επαναλαμβάνοντας την αταβιστική αυτή εκδήλωση της παιδικής του «συνομιλίας» με την Φύση), δεν παρασύρονται σε εύκολη συγκεφαλαίωση των γνωσιολογικών προθέσεων, που λειτούργησαν στον κορμό της αφήγησης . Υπονομεύοντας τον ρεαλισμό, με τις αιφνίδιες απογειώσεις στο φανταστικό (αντικατάσταση του κεφαλιού του αγίου στη σεκάνς της λειτουργίας, με το κεφάλι του Πατέρα , ένα πρόβατο που μιλάει, πολυφωνία ορχήστρας αντί του ήχου του ακορντεόν κ.λπ. ), αποφεύγουν τη γεωμετρία των κατασκευών. Ο Γκαβίνο μικρός, περίμενε καθισμένος στην πέτρα τη βοήθεια της μουσικής και της γλώσσας, μεγάλος στην ίδια θέση, συμβολικά επικαλείται τη σκηνοθεσία όλων μας για ένα έργο θερμό, συμμετοχής και οικειότητας.
Το ηχητικό σύνολο της ταινίας, μόνιμος συμπρωταγωνιστής στην Ταβιανική ποιητική, προτείνει τα νοήματα του και η εικόνα σαν ηχώ (αλλά διαφοροποιημένη από άλλους παράγοντες) από το βάθος απαντά. Ένα από τα ενορχηστρωμένα σε αυτή τη διαλεκτική βάση αποσπάσματα της ταινίας, ξεκινά με την κατάδειξη της λιτάνευσης του αγίου στο χωριό. Οι νέοι που υποβαστάζουν την κάρα, συζητούν για το πρόβλημα της μετανάστευσης στη Γερμανία. Ακούγεται στην μπάντα ένα χορωδιακό, που αναμειγνύεται με ένα θρησκευτικό τραγούδι, και τους ήχους της καμπάνας. Ξαφνικά η μηχανή πλησιάζοντας δείχνει αντί για την κάρα του αγίου, το κεφάλι του Πατέρα-αφέντη στη θέση της.
Το σενάριο βασισμένο στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γκαβίνο Λέντα, δεν είναι ωστόσο ένα υλικό μεταγραφής μόνο δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης και κατάδειξης της σχέσης ανάμεσα στο βιβλίο και στο φιλμ, της σχέσης ανάμεσα στον διανοούμενο Σαρδηνό και στον αντίστοιχο της ηπειρωτικής Ιταλίας, τις διαφορές που καθορίζουν δύο αντίθετους τρόπους ζωής. Διαφορές που χαρακτηρίζουν τόσο τη γλώσσα της ταινίας, όσο κι αυτή τη γλώσσα επικοινωνίας των δημιουργών και των θεατών. Οι Ταβιάνι έχουν δηλώσει, ότι έφθασαν να οικειοποιηθούν το έργο του Λέντα και προοδευτικά στο φιλμ να αφήσουν τον ήρωα στο περιθώριο και να τον επαναφέρουν, όταν έπρεπε να ορίσουν το χώρο του πραγματικού στη σχέση του με το φανταστικό. Η ζωή του Γκαβίνο Λέντα είναι δεδομένη όταν αποφασίζουν οι σκηνοθέτες να τον εντάξουν στο φιλμ και η παρουσία του αυτή, λειτουργεί προειδοποιητικά: το πραγματικό διαμορφώνεται μέσα στην ανακατασκευή του.
Βιβλιογραφία: Κινηματογραφικό αρχείο 29/Ταβιάνι ”Εκδόσεις Αιγόκερως”