Το «Όταν ξέσπασε η βία» παρουσιάζει την πορεία ενός ανθρώπου που χάνεται αναζητώντας τον εαυτό του και τελικά, τον ξαναβρίσκει αλλαγμένο, αλλά εξίσου μοναχικό. Η ιδέα του ταξιδιού εκφράζεται ξεκάθαρα μέσα από την εκδρομή με κανό που επιχειρούν τέσσερις αμερικανοί της μεσαίας τάξης στους ορμητικούς ποταμούς της βόρειας Γεωργίας. Στην ταινία τονίζεται περισσότερο ο χαρακτήρας του Έντ (John Voight), ο οποίος επωμίζεται τον ρόλο του μέσου ανθρώπου που δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και περνά μια σειρά δοκιμασίες. Από την άλλη μεριά, οι σύντροφοί του: ο Λούις, ο φιλόσοφος συνεπαρμένος από τις ιδέες της επιβίωσης, της λατρείας του σώματος και της φυσικής αντοχής, ο Μπόμπι, ο προγραμματιστής και «καλοπερασάκιας», οπαδός του εύκολου ηδονισμού και ο Ντρου, ο καλλιτέχνης που πιστεύει στο νόμο και τη δημοκρατία. Η κοινή τους εμπειρία θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο νόμος και η «δημοκρατία» δεν είναι παρά το κομψό επίχρισμα μιας κοινωνίας που στο βάθος θυμίζει τη βία της Άγριας Δύσης. Η ταινία παρουσιάζει μια κοινωνία που παρακμάζει, μια κοινωνία που αποσυντίθεται, προσφέροντας μια αρμονία εντελώς επιφανειακή, όπως αυτή των τεσσάρων ανδρών. Η βαθύτερη αρμονία έχει χαθεί για πάντα, κι αυτό δείχνει άλλωστε και μια επιβλητική σκηνή της ταινίας, στην οποία ο Ντρου και ένα καθυστερημένο παιδί του χωριού σχηματίζουν με κιθάρα και μπάντζο ένα ξέφρενο ντουέτο, το μουσικό θέμα του οποίου χρησιμεύει σαν λάιτ-μοτίφ όταν, σιγά-σιγά, στην εξέλιξη της ταινίας, χάνεται το αίσθημα της ασφάλειας.
Η ταινία αρχίζει με πλάνα της επέμβασης που γίνεται στον ποταμό με την κατασκευή του φράγματος, ενώ ο Λούις σχολιάζει ότι «θα βιάσουν όλο το τοπίο», και ο Μπόμπι, θαρρείς για να προειδοποιήσει τον θεατή, σκανδαλίζεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο σύντροφός του. Στη συνέχεια, ο ποταμός γίνεται εχθρός, ενσάρκωση των πρωτόγονων δυνάμεων και ορίζει την καθοριστική στιγμή που οι άνθρωποι θα συναντηθούν με τον εαυτό τους, και μετατρέπεται στην παγίδα η οποία θα καταστρέψει την εύθραυστη ισορροπία που είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν. Κανένας δε θα μπορούσε να εκφράσει αυτόν τον διάλογο με τη φύση καλύτερα από τον Boorman, αυτόν τον τόσο γήινο δημιουργό. Σε μια από τις ομορφότερες σκηνές της ταινίας, ο Έντ σκαρφαλώνει στη βραχώδη πλαγιά υπό το φως της σελήνης, ενώ ο ποταμός κυλάει κάτω από τα πόδια του και ο ουρανός φωτίζεται πίσω του.
Τον τίτλο της ταινίας, Deliverance, που σημαίνει απελευθέρωση, μόνο ειρωνικά μπορεί να τον εκλάβει κανείς. Το γεγονός ότι αυτός ο αμφίσημος τίτλος αναφέρεται σε διάφορα στοιχεία του έργου (νομικές συνέπειες, κοινωνική απελευθέρωση, μεταφυσική σωτηρία), δεν είναι για τον Boorman παρά μια πικρή ειρωνεία. Υπ’ αυτή την έννοια, η ταινία εκφράζει μια αθεράπευτη απαισιοδοξία, καθώς οδηγεί τον κεντρικό ήρωα σε μια αγωνιώδη αλλοτρίωση.
Η σκηνοθεσία δημιουργεί τον δικό της αυτόνομο χώρο, αλλά προσφέροντας στο θεατή μια ψευδαίσθηση διάφανης πραγματικότητας. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και το θέμα της βίας. Ο Βoorman δημιουργεί μια αφόρητη ένταση, δίνοντας μια εντύπωση διάρκειας, όπως, π.χ., στη σκηνή του βιασμού, κινηματογραφημένη κυρίως με γενικό πλάνο, ή του διπλού φονικού, που τονίζεται από την αριστοτεχνική περιστροφή της κάμερας.
Ο Βoorman ανήκει στη μεγάλη αμερικανική παράδοση, ενώ, ταυτόχρονα, την ανανεώνει μέσα από την ίδια τη δομή της αφήγησής του και την ανατροπή των θεμάτων. Μία από τις ωραιότερες ιδέες του βιβλίου (Deliverance),
που υλοποιείται στην ταινία μέσα από τη λιτότητα των τελευταίων πλάνων, είναι αυτή του ποταμού που στέρεψε, αλλά συνεχίζει να κυλά αργά τη νύχτα στους εφιάλτες του Έντ. Πέρα από το περιστασιακό ταξίδι, το «Όταν ξέσπασε η βία», που αποτελεί μέρος όχι μόνο της θεματικής του Boorman, αλλά και μιας γενικότερης αμφισβήτησης της αμερικανικής κοινωνίας, είναι κυριολεκτικά μια επιστροφή στις απαρχές, όπου ο Αμερικανός ξαναβρίσκει τις βαθύτερες ρίζες και παρορμήσεις της κουλτούρας της χώρας του, ξυπνώντας λουσμένος στον ιδρώτα.
Βιβλιογραφία: John Boorman “Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης”