Ο Ισπανός Βίκτορ Ερίθε, ένας ουσιαστικός αλλά ‘ακριβοθώρητος’ δημιουργός γύρισε το αριστούργημά του το 1973, μέσα στη δικτατορία του Φράνκο, αγγίζοντας σκληρές αλήθειες με ένα έμμεσο τρόπο. Η ευρηματική σκηνοθεσία του, η φωτογραφία του Λουίς Κουαδράδο (που είχε αρχίσει να χάνει το φως του και το 1980 αυτοκτόνησε) και η ερμηνεία της εξάχρονης Ανα Τόρεντ παραμένουν αξεπέραστες. Ο Βίκτωρ Ερίθε δέχτηκε μία παραγγελία να κάνει μία ταινία τρόμου, η παραγωγή όμως δεν είχε τ’ απαραίτητα χρήματα για να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου .Τότε ο Ερίθε άλλαξε το σενάριο και με αφετηρία ένα φωτόγραμμα από το Φρανκενστάιν του Τζέιμς Χουέιλ, έκανε μια συγκλονιστική ποιητική και πολιτική αλληγορία πάνω στο τέλος της παιδικής αθωότητας, την ιστορία και την σύγχρονη Ισπανία.
Η ταινία ξεκινάει ως παραμύθι: «Μια φορά κι ένα καιρό…», υποδηλώνοντας ότι πρέπει να την δούμε μεταφορικά και όχι κατά γράμμα. Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα χωριό της Ισπανίας το 1940, λίγο μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, όπου τίποτα δε θυμίζει το πρόσφατο δράμα της χώρας. Οι κάτοικοι μοιάζουν να έχουν πέσει σε λήθαργο και τα τραύματα έχουν απωθηθεί στο ασυνείδητο. Έτσι τα μέλη της οικογένειας ζουν σε μια απουσία. Ο πατέρας ασχολείται με τη μελέτη της ζωής στην κυψέλη, η μητέρα απομακρυσμένη από τον άνδρα της στέλνει γράμματα σε κάποιον χαμένο στρατιώτη, πιθανόν παλιό της εραστή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ερίθε δεν τους δείχνει ποτέ στο ίδιο κάδρο μαζί, τονίζοντας έτσι την συναισθηματική τους απομόνωση. Τα δυο παιδιά ζουν μόνα τους και η Άννα χάνεται σιγά σιγά μέσα στη δική της απομόνωση, στην αναζήτηση του πνεύματος και τέλος στη θλίψη που της προκαλεί η ανακάλυψη μιας πραγματικότητας που της φαίνεται παράλογη. Αυτό συμβαίνει όταν στο χωριό ένας πλανόδιος κινηματογραφιστής προβάλει το Φρανκενστάιν και η Άννα εντυπωσιάζεται από τη φιγούρα του τέρατος. Η προβολή της ταινίας είναι γι’αυτήν η πρώτη επαφή με τις έννοιες του θανάτου και του μη-φυσικού. Η μεγαλύτερη της αδελφή Ιζαμπέλ της εξηγεί ότι στο σινεμά είναι όλα ψεύτικα, το τέρας δεν πέθανε αλλά είναι πνεύμα που αν το επικαλεστείς έρχεται να σε βρει. Κι όταν ένας αγωνιστής του εμφύλιου πολέμου έρχεται να κρυφτεί σε μια καλύβα, η Άννα τον ταυτίζει με τον Φρανκενστάιν και τον πλησιάζει με την ίδια αθωότητα με την οποία στην ταινία το μικρό κοριτσάκι πρόσφερε ένα μπουκέτο λουλούδια στον Μπόρις Καρλόφ. Στο βασίλειο των μελισσών υπάρχουν κάποιες αυστηρές διατάξεις που ορίζουν τη ζωή της κοινωνίας. Η παιδική φαντασία μπορεί να ξεφύγει κάποιες στιγμές από αυτό το αυστηρά οργανωμένο περιβάλλον, αλλά θ’ αναγκαστεί να προσγειωθεί γρήγορα και με τραυματικά μάλιστα αποτελέσματα. Το φιλμ δεν μας γυρίζει απλά πίσω στις αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, αλλά σ’ ένα βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξης μας, εκείνο της γλυκιάς αθωότητας και ευλογημένης άγνοιας.
Έντονα λυρική η κινηματογραφική οπτική του Έρίθε, κάνει ακόμα πιο συναρπαστικό το ταξίδι στον κόσμο της παιδικής αθωότητας και φαντασίας, ενώ ο πεσιμιστικός τόνος του σκηνοθέτη εκφράζει την πίκρα της γενιάς του για την κατάντια της χώρας του κάτω από το φρανκικό καθεστώς. Γι’ αυτό και «Το πνεύμα του μελισσιού» θέλει καθαρή ματιά, κοίταγμα προς τα πίσω, προς το παρελθόν του καθενός, τότε που ανακαλύπταμε τον κόσμο και όλα μας φαινόταν μαγικά. Είναι μια ταινία που δεν φωνάζει αλλά μας ψιθυρίζει. Εν προκειμένω, εφόσον μιλάμε για κινηματογράφο, να ανοίξουμε τα μάτια μας για να δούμε βαθιά πίσω από τις εικόνες και να ανακαλύψουμε το μέγα μυστήριο που αφυπνίζει τα βιώματα και τους αιώνιους φόβους μας.
Σας προτείνουμε λοιπόν απόψε να αφήσετε τον εαυτό σας να βυθιστεί στον ονειρικό κόσμο ενός Ισπανού μάστορα των εικόνων, να περιπλανηθείτε στα χρυσαφένια και ερημικά υψίπεδα της Καστίλης καθώς και στα βαθιά, γλυκά μαύρα μάτια της εξάχρονης Άννας. Είναι τέτοια η δύναμη τους, που αυτές οι εικόνες θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη σας.
Για το “Πνεύμα του Μελισσιού” έχει γραφτεί: “ Υπάρχουν αριστουργήματα που όλοι ξέρουν και αγαπούν και κάποια ευλογημένα διαμάντια γνωστά μόνο σε λίγους τυχερούς. Ένας κρυμμένος θησαυρός το μαγευτικό κι αυθεντικότερο ποίημα του σύγχρονου σινεμά για την παιδική ηλικία.”
Nicolas Rapold-The New York Sun
Βιβλιογραφία: Βασίλης Ραφαηλίδης: Λεξικό ταινιών,τ.Α’