Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Δήμος Αβδελιώδης
Σενάριο: Δήμος Αβδελιώδης
Φωτογραφία: Φίλλιπος Κουτσαφτής
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ηθοποιοί: Γιάννης Αβδελιώδης, Νίκος Μιοτέρης, Μαρίνα Δεληβοριά, Τάκης Αγόρης, Δήμος Αβδελιώδης
Βραβεία: Ειδική μνεία της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βραβείο ευρωπαϊκής επιτροπής ταινιών νεότητας του Φεστιβάλ Βερολίνου, χρυσός ελέφαντας καλύτερης ταινίας και αργυρός ελέφαντας σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Νέου Δελχί. Η ταινία συμμετείχε επίσης στην εβδομάδα κριτικής στο Φεστιβάλ των Καννών το 1987.
Τοποθεσία: Ελλάδα 1986
Διάρκεια: 75’

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δήμου Αβδελιώτη, αποδείχτηκε πως είναι και η πιο ιδιαίτερη, αντισυμβατική και ίσως πιο αυθεντική ταινία του σκηνοθέτη. Αγαπημένη από κοινό και κριτικούς, αντέχει στο χρόνο χάρη στην ειλικρίνεια, τον αυθορμητισμό και την αθωότητά της. Αθώα όπως τα μάτια των δεκάχρονων πρωταγωνιστών της.

Σε ένα χωριό της Χίου στην δεκαετία του ’60, η φιλία δυο αγοριών θα πληγεί λόγω μιας παρεξήγησης. Οι άλλοτε κολλητοί φίλοι θα χαθούν για περίπου μισό καλοκαίρι. Ο ένας, όντας μεγάλος πια, θα βοηθήσει την μητέρα του στα μαστιχόδεντρα, ενώ ο άλλος θα ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, τρέχοντας να ξεφύγει από το χέρι που τον κυνηγά τα μεσημέρια. Ένα από αυτά τα μεσημέρια όμως, θα σταθεί αφορμή να ξανασμίξουν. Από εκεί θα ξεκινήσει μια πορεία των δυο προς την ενηλικίωση. Οι πρώτες επαναστάσεις, οι πρώτες αμφισβητήσεις, τα πρώτα χρήματα, τα πρώτα όνειρα, το πρώτο τσιγάρο, ο πρώτος έρωτας. Μέσα από τα παιδικά μάτια το υπόλοιπο του καλοκαιριού θα φύγει γρήγορα όπως γρήγορα  ήρθε και όλα θα γυρίσουν από εκεί που όλα ξεκίνησαν, σε μια γεμάτη σχολική αίθουσα.

Η ταινία ξεχειλίζει παιδικότητα. Θυμίζει την παιδική ηλικία που όλοι αφήσαμε πίσω μας. Και ποιός δεν πέρασε τουλάχιστον ένα καλοκαίρι σε χωριό ή σε νησί; Ποιος δε θυμάται ξέγνοιαστα καλοκαίρια, γεμάτα ζέστη, σκόνη και φασαρία. Το ανέγγιχτο τοπίο της Χίου είναι ιδανικό σκηνικό για μια τέτοια ιστορία. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί μεταφέρουν άψογα τον αυθορμητισμό που επιθυμεί ο σκηνοθέτης. Δεν σκέφτονται τι θα γίνει αύριο, ποιος είναι δίπλα τους, τις συνέπειες των αποφάσεών τους. Είναι σε ένα διαφορετικό κόσμο, σε έναν κόσμο που ακόμα δεν έχουν εισβάλει οι ενήλικες και τα πάντα είναι ένα μεγάλο παιχνίδι. Ένα μεγάλο παιχνίδι σε ένα ατέλειωτο καλοκαίρι.

Σύντομα όμως ο χρόνος θα τους χτυπήσει την πόρτα. Ο άλλος κόσμος, αυτός της ενηλικίωσης ήρθε πιο νωρίς από ότι περίμεναν. Θα γίνουν και αυτοί κομμάτι σε μια πραγματικότητα πεζή, προσγειωμένη και αντίθετη με όσα πίστευαν έως τώρα. Θα γνωρίσουν την σημασία της εργασίας. Και παρόλο που δεν ενθουσιάζονται με την ιδέα, αυτό δεν τους σταματά από το να κάνουν όνειρα για το μέλλον, να προγραμματίζουν, να κόβουν και να ράβουν αυτά που θα έρθουν. Τι και αν δεν τους βγαίνουν; Θα πεισμώσουν ακόμα περισσότερο.

Θα έρθουν σε επαφή με το άγνωστο και το απαγορευμένο. Το καταφύγιο και το τσιγάρο είναι ακόμα ένα βήμα. Αρχίζουν να απομακρύνονται από την ασφάλεια της παιδικότητάς τους και να καταλαβαίνουν την σημασία και την δύναμη που έχουν οι δικές τους αποφάσεις. Θέλουν τόσο να εξερευνήσουν τους δρόμους που ανοίγονται μπροστά τους, ώστε αγνοούν τους κανόνες που περιόριζαν τις ζωές τους για χρόνια.

Και κάπου εκεί, θα εμφανιστεί και η Αγγελική. Σα να έπεσε από τους ουρανούς. Έρχεται να προστεθεί η αμηχανία αλλά και η γοητεία του άλλου φύλου. Η αρχή θα γίνει υπό το βλέμμα της φωτογραφικής μηχανής. Αργότερα θα συνεχιστεί ως ένα πείραγμα, όπως τα πειράγματα που κάνουν τα αγόρια στα κορίτσια, για να εξελιχθεί σε κάτι βαθύτερο που θα κρατήσει έως το τέλος μακριά από τον κινηματογραφικό φακό.

Η πορεία προς την ενηλικίωση μέσα από τα μάτια ενός παιδιού σε ένα χωριό της Χίου. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τίτλος της ταινίας. Όμως το δέντρο είναι το μαστιχόδεντρο που πονάει για να δώσει. Να δώσει χωρίς αντάλλαγμα, για να έρθουμε και να το πληγώσουμε ξανά και ξανά. Όσο και αν πονάει, αυτή είναι η φορά του κύκλου. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, γερνάμε και στο τέλος όλοι πεθαίνουμε. Είναι ο αέναος κύκλος της ζωής, τόσο ορμητικός, τόσο χειμαρρώδης, που κανείς δεν τον δαμάζει. Είναι ο χρόνος, που με το πέρασμά του οριοθετεί την ταινία. Όσο ξαφνικά ήρθε το καλοκαίρι, τόσο ξαφνικά θα φύγει, όπως η πρώτη βροχή που σηματοδοτεί την άφιξη του φθινοπώρου. Τα σχολεία θα ανοίξουν ξανά, οι μαθητές θα βρεθούν στις ίδιες αίθουσες για άλλο ένα έτος και ο χρόνος θα συνεχίσει να κυλά θριαμβευτικά.

Το δέντρο είναι όμως και κάτι πιο βαθύ, πιο προσωπικό. Όλοι εμείς πληγώσαμε το δικό μας δέντρο όταν μεγαλώσαμε. Όλοι αφήσαμε χωρίς επιστροφή τα ανέμελα παιδικά μας χρόνια για να περάσουμε στην απέναντι όχθη. Αφήσαμε το δέντρο να στάζει τα δάκρυα του. Το δέντρο όμως είναι εκεί. Βαθιά μέσα στις πιο παλιές μας αναμνήσεις. Εκεί που ανατρέχουμε όταν κάθε άλλο φως έχει σβήσει. Είναι εκεί και θα είναι για πάντα, για να συμβολίζει το ανίκητο βέλος του χρόνου. Θα είναι εκεί για να μας θυμίζει πως όλα είναι δυνατά και καθαρά όπως ήταν και τότε, χρόνια πριν.

Βιβλιογραφία: Άννα Λιδάκη: Μέσα από την κάμερα “Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα”, Γιώργος Στογιαννίδης (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)