Βαθύ Αστυπάλαιας: Έρευνα και μελέτη σε ένα διαχρονικό παλίμψηστο της νησιωτικής Αρχαιολογίας

Ανδρέας Γ. Βλαχόπουλος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Στη μνήμη της Βάσως Παππά


Υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και με την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Π.Ι.) από το 2011 διεξάγονται αρχαιολογικές έρευνες πεδίου στο Βαθύ της Αστυπάλαιας, που έχουν ως στόχο τη μελέτη μιας εξαιρετικά προνομιακής θέσης του προϊστορικού Αιγαίου με δυναμικό διαχρονικό χαρακτήρα . Στην έρευνα μετείχαν από την αρχή φοιτητές και πτυχιούχοι Αρχαιολογίας του Π.Ι., συνιστώντας τον πυρήνα μιας συμπαγούς ανασκαφικής ομάδας, με τη μόνιμη συνδρομή του τοπογράφου Διονύση Νιώτη, των αρχιτεκτόνων Θεμιστοκλή Μπιλή και Μαρίας Μαγνήσαλη, και του εικαστικού καλλιτέχνη Νίκου Σεπετζόγλου . Στον πυρήνα αυτόν πολύ σύντομα προστέθηκαν πλείστες ειδικότητες αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, σπηλαιολόγων, ιστορικών, αρχαιομετρών, γεωλόγων, ωκεανογράφων, μηχανικών υπολογιστών και συντηρητών αρχαιοτήτων, διαμορφώνοντας τη σημερινή 35μελή διεπιστημονική ομάδα των συνεργατών της έρευνας .

Στο Μέσα Νησί της Αστυπάλαιας, το Βαθύ είναι φυσικά προστατευμένη χερσόνησος που ελέγχει την από θαλάσσης στενή πρόσβαση από το πέλαγος προς τον ομώνυμο «βαθύ» κόλπο, εξασφαλίζοντας την πλήρη εποπτεία μιας ευρείας θαλάσσιας και χερσαίας περιοχής (εικ. 1).

Το Βαθιώτικο τοπίο είναι βραχώδες και αδρό, αλλά διαθέτει πλούσια βλάστηση από βραχύσωμους κέδρους (φίδες), σκίνα και αρμυρίκια, κατάλληλη κυρίως για την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Στους δύο διαμετρικούς μυχούς του στενόμακρου κόλπου σχηματίζονται μικρές πεδινές εκτάσεις, όπου άνυδρες καλλιέργειες ικανοποιούσαν τις διατροφικές ανάγκες των κατοίκων μέχρι πρόσφατα. Σήμερα οι δύο μικροί οικισμοί στο Μέσα και το Έξω Βαθύ είναι ελάχιστα κατοικημένοι και λιγοστοί είναι οι αγροί που καλλιεργούνται (εικ. 2).

Στην ανατολική απόληξη της χερσονήσου που οι ντόπιοι λένε Πύργος και στο ακρωτήριο που ονομάζεται Ελληνικό ιδρύθηκε κατά τη μετάβαση από την 4η στην 3η χιλιετία π.Χ. εγκατάσταση, της οποίας ογκολιθικοί περίβολοι και αναλημματικοί τοίχοι, παράκτιες αναβάθρες, κτιστές κατασκευές και μονοπάτια λαξευμένα στον βράχο είναι σήμερα ορατά, διαμορφώνοντας εντυπωσιακή ακρόπολη της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (εικ. 3).

Πριν παρουσιάσουμε την προϊστορική εγκατάσταση του ακρωτηρίου ας εξετάσουμε εν συντομία τα άλλα μνημεία της θέσης, αρχαία και χριστιανικά, μέσω των οποίων το Βαθύ προσφέρεται στην έρευνα ως ένα διαχρονικό πολύπτυχο της νησιωτικής Αρχαιολογίας του Αιγαίου .

Ιστορική Αρχαιότητα και Χριστιανικοί Αιώνες
Στην ανώτερη επιφάνεια του ακρωτηρίου Ελληνικό οικοδομήθηκε στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., πιθανότατα , ορθογώνιος πύργος διαστάσεων 12,70 Χ 13,90 μ. με αυλή και βοηθητικές εγκαταστάσεις , ωστόσο, επιγραφές της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής τεκμηριώνουν ότι η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα υπήρξε συνεχής στην εκ πρώτης όψεως αφιλόξενα βραχώδη χερσόνησο (εικ. 4).
Ο πρώιμος ελληνιστικός πύργος εποπτείας του κόλπου και οι αρχαιότερες επιγραφές τριών ανδρικών ονομάτων στην ευρύτερη περιοχή (οι εραστές Νικησίτιμος και Τιμίων στη σπάνια επιγραφή του πρώιμου 6ου αι. π.Χ., ευρισκόμενη σε σημείο εξαιρετικής θέασης του κόλπου, και το ανάστροφα γραμμένο όνομα Δίων του 5ου/4ου αι. π.Χ. στην πλαϊνή όψη επίπεδου βράχου κατάγραφου με προϊστορικές βραχογραφίες) βεβαιώνουν ότι στα ιστορικά χρόνια εδώ υπήρχαν φρουρές ή άλλες πολιτειακές εγκαταστάσεις, άγνωστης ακόμα σχέσης με το άστυ της Αστυπάλαιας (εικ. 23). Τα φρούρια και οι βίγλες αυτές επόπτευαν τον -αόρατο από την πλευρά της θάλασσας- στενό δίαυλο της Μπούκας, ο οποίος οδηγούσε τους ναυτιλλόμενους από το τρικυμισμένο στενό της Αμοργού στον νηνεμή βαθύ κόλπο, ρεμέτζο μοναδικό στο νότιο Αιγαίο .
Την μη ορατή είσοδο στο Βαθύ επιτείνουν οι δύο επιμήκεις βραχονησίδες Φωκιονήσια, οι οποίες στοιχίζονται στον άξονα Βορρά-Νότου σε μικρή απόσταση από τις ακτές του Βαθιού (εικ. 1, 2). Στο βόρειο Μεγάλο Φωκιονήσι, σε επίπεδη κορυφή κοντά στο βόρειο πέρας του βρέθηκαν ειδώλια, χάλκινα ελάσματα, νομίσματα και ενεπίγραφη κεραμική των ύστερων κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που ερμηνεύονται ως αναθήματα σε μικρό νησιωτικό ιερό, αφιερωμένο σε άγνωστη θεότητα .
Ενδεικτική της διά θαλάσσης κινητικότητας στην περιοχή, διαχρονικά, είναι η ανάθεση αντικειμένων με προέλευση από την Ανατολή και την Αίγυπτο (δέλτοι, ειδώλια θεοτήτων και άλλα αντικείμενα από φαγεντιανή) του 7ου και 6ου αι. π.Χ. στο λατρευτικό Δρακόσπηλιο, λιμναίο σπήλαιο στην απόκρημνη Βορειοδυτική ακτή του Μέσα Νησιού και σε κοντινή απόσταση από το Βαθύ .
Σε εποχή κοντινή με τον πύργο του Βαθιού ιδρύονται δύο όμοιοι πύργοι στις πλησιόχωρες περιοχές Αζοϊρι και Χαράκι (Παναγία του Θωμά) . Το δίκτυο των τριών οχυρών βεβαιώνει τη σημασία της βραχώδους ακτογραμμής για τον έλεγχο του διαύλου μεταξύ Αστυπάλαιας-Αμοργού, και του εμπορικού περάσματος Αστυπάλαιας-Κω, και έμμεσα τεκμηριώνουν τα απορρέοντα οφέλη για το νησί από τον έλεγχο των ναυτικών δρόμων του αρχιπελάγους, κυρίως στα χρόνια που σε αυτό κυριαρχούν οι Μακεδόνες .
Άφθονη κεραμική των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων στην επιφάνεια των αγρών και στο ύψωμα που δεσπόζει του ισθμού μεταξύ του δυτικού μυχού του κόλπου και της ακτής Γιαλούδι, μαρτυρεί οικισμό, από τον οποίον προφανώς εξηρτάτο ο πύργος του Βαθιού και οι φρουρές του (εικ. 2). Η ύπαρξη ιερού ή άλλου δημόσιου κτηρίου υποκείμενο του ναού του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, στα βραχώδη άνδηρα του υψώματος όπου εκείνος ιδρύθηκε, είναι μια πιθανότητα που αξίζει να ερευνηθεί . Σε αντίθεση με την περιοχή του ισθμού, όπου η κεραμική πλεονάζει, η εντατική επιφανειακή έρευνα στη χερσόνησο απέδειξε πληθώρα οικοδομικών λειψάνων (αναλήμματα, κτήρια, εξέδρες, περιβόλους, δρόμους κλπ) που είναι δύσκολο να χρονολογηθούν, λόγω παντελούς απουσίας διαγνωστικής κεραμικής .
Τα τελευταία χρόνια (2016-2018) η σημειακή ανασκαφική έρευνα στο ανώτερο πλάτωμα του ακρωτηρίου Ελληνικό και η παράλληλη εργασία αναγνώρισης των ασαφών υστερότερων λειψάνων πέριξ του πύργου οδήγησαν στην αποκάλυψη των λειψάνων παλαιοχριστιανικής βασιλικής (εικ. 3, 4). Ο ναός, τρίκλιτος με νάρθηκα και αψίδα, διαστάσεων 17,70 Χ 15,50μ. (χωρίς τον νάρθηκα) και με ενδιαφέρον ψηφιδωτό δάπεδο στο κεντρικό κλίτος , είχε καταλάβει το ορθογώνιο σύμπλεγμα κτηρίων που υποστήριζε τον ελληνιστικό πύργο και προφανώς οικοδομήθηκε χρησιμοποιώντας δομικό υλικό εκείνου, όταν το ύψους περίπου 20 μ. οχυρό είχε καταρρεύσει ή αποδομηθεί (εικ. 5, 6). Η τεχνοτροπική πρωιμότητα του ψηφιδωτού και η αναγωγή των ριπιδωτών τριγώνων του θέματός του στην ελληνο-ρωμαϊκή παράδοση καθιστά πιθανό η βασιλική να είναι από τις παλαιότερες ανάμεσα στις άλλες οκτώ που έχουν εντοπισθεί στην Αστυπάλαια, χρονολογούμενες από το τέλος του 5ου έως τις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. .
Η βασιλική υπέστη τουλάχιστον μια μετασκευή και πιθανόν τις συνέπειες του καταστροφικού σεισμού της Κω (554 μ.Χ.), αλλά τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να συνδυαστούν έως ότου το μνημείο ανασκαφεί και μελετηθεί . Μια τρίτη φάση του ναού, όταν αυτός ήταν πολύ μικρότερος, εκτιμάται σύγχρονη με τις μεσοβυζαντινές εκκλησίες που ιδρύθηκαν σε ακτινωτά του ακρωτηρίου σημεία των ακτών του κόλπου . Αργότερα, στα λείψανα του ναού αυτού οικοδομήθηκε ένα μονόχωρο εκκλησάκι και η αυλή του χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, όπως δείχνει κτιστός τάφος που πατούσε επάνω στο ψηφιδωτό της βασιλικής (εικ. 3, 5). Άλλοι δύο τάφοι, επίσης πολλαπλών ενταφιασμών, βρέθηκαν κοντά, ένας στη ρίζα του βόρειου θεμελίου του πύργου και δεύτερος σε κοντινό πλάτωμα. Νόμισμα-φυλαχτό του Ρωμανού Διογένη (11ος αιώνας) που κτέριζε τον τελευταίο πλούσιο τάφο (εικ. 7, 8) προσφέρει ένα χρονολογικό terminus post quem γι’αυτόν τον ορίζοντα «ζωής» του ακρωτηρίου .
Η χερσόνησος ερημώθηκε μέσα στους αιώνες και στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν πλέον βοσκότοπος. Στη δεκαετία του 1950 ο Δημήτρης Σταυλάς μέσα στα λείψανα του πύργου έκτισε ασβεστοκάμινο (εικ. 3, 9), συνεχίζοντας την παράδοση των καμινάδων της περιοχής, οι οποίοι βιοπορίζονταν εκμεταλλευόμενοι τον ασβέστη που έδινε ο καλός βράχος του Μέσα Νησιού . Το 1967-68 στην είσοδο του χωριού λειτούργησε πετρελαιοκίνητο ασβεστοκάμινο, έργο μεταναστών από την Αυστραλία που γύρισαν για εγκατάσταση στο νησί. Στο Βαθύ επέστρεψαν τότε αρκετές οικογένειες, αλλά εκείνη η αύξηση στον πληθυσμό του χωριού δεν κράτησε πολύ και το Δημοτικό Σχολείο έπαψε να λειτουργεί το 1971.
Σήμερα, στον γαλήνιο τόπο ζουν ελάχιστοι, αλλά από εδώ κατάγονται πολλές φαμίλιες της εσωτερικής και της μεγάλης διασποράς που αγαπούν τον τόπο τους και ανταμώνουν στο γιορτινό πανηγύρι της Παναγίας του Θωμά, στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη.
Στον επισκέπτη της Αστυπάλαιας των αρχών του 21ου αιώνα η εντυπωσιακή λιμνοθάλασσα και ο αψύς βραχώδης κόσμος του Βαθιού εμπνέουν μιαν αύρα μεταφυσικού . Τα αρχαία λείψανα, απλωμένα γενναιόδωρα στην έκταση των ακτών και των αιώνων, γίνονται σιωπηλοί μάρτυρες του δυναμικού παρελθόντος του τόπου και συνθέτουν μια εικόνα της διαχρονικής δυναμικής του.

Η προϊστορική ακρόπολη

Οι προϊστορικές εγκαταστάσεις που επιχωριάζουν στο ακρωτήριο Ελληνικό ξεχωρίζουν σε όγκο, ποικιλία και ευρήματα ανάμεσα στις σύγχρονές τους στο Αιγαίο και βοηθούν σημαντικά την έρευνα στο να κατανοήσει τις νησιωτικές κοινωνίες του αρχιπελάγους που δραστηριοποιήθηκαν κατά την 4η και 3η χιλιετία π.Χ. (εικ. 3, 4, 9).

Ο δολομιτικός ασβεστόλιθος κυριαρχεί παντού στο Βαθύ, σχηματίζοντας καρστικούς σχηματισμούς (σπήλαια) που συγκρατούν το νερό της βροχής και ευνοούν την περισυλλογή του. Στο ανατολικό πέρας της χερσονήσου του Πύργου εντοπίζεται το σπηλαιοβάραθρο Χάσμα, όπου πρόχειροι αναλημματικοί τοίχοι και πλήθος υδροφόρων αγγείων τεκμηριώνουν το βαθύτερο τμήμα του ως σημείου υδροληψίας, διαχρονικά (εικ. 4). Με την πρόσβασή του εύκολη, αλλά μη ορατή, το Χάσμα λειτούργησε επίσης ως χώρος συντήρησης αγαθών και ως καταφύγιο, σίγουρα περισσότερες φορές πριν από τους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου . Η πρόσφατη ανασκαφή ταφής Μεσολιθικών χρόνων (10η / 9η χιλιετία π.Χ.) στην απόκρημνη Σπηλιά του Νέγρου, απάνω από τις Βάτσες, η εγκατάσταση της 4ης και 3ης χιλιετίας π.Χ. στον ίδιο θάλαμο και η μετατροπή του σε τόπο λατρείας των Νυμφών δίνουν μερικές από τις διαχρονικές διαστάσεις των σπηλαίων της Αστυπάλαιας, τις οποίες ίσως κάποτε εμπλουτίσει περαιτέρω ο εντυπωσιακός οξυκόρυφος σπηλαιοθάλαμος του Βαθιού .

Οι φυσικές διακλάσεις τεμαχίζουν εύκολα τον γκρίζο βράχο και οι άνθρωποι από το τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ., τουλάχιστον, τον λατόμευαν, τον μετακυλούσαν και τον έκτιζαν με μεγάλη ευκολία σε αναλημματικούς τοίχους, περιβόλους, κτήρια, πύλες, αναβάθρες και καταστρώματα μονοπατιών, μεταμορφώνοντας το Βόρειο-Βορειοανατολικό τμήμα του ακρωτηρίου σε μια εντυπωσιακή ακρόπολη επιφάνειας 7-8 στρεμμάτων (εικ. 3, 4, 9). Αυτή περικλείεται και οριοθετείται από ένα συνεπές δίκτυο οικοδομικών στοιχείων, τα οποία προσαρμόζονται στο φυσικό ανάγλυφο και εξυπηρετούνται από τις πρώτες ύλες του. Μονοπάτια κατά το μήκος της βόρειας και της νότιας ακτής, λαξευμένα στον βράχο, καθιστούν την ακρόπολη προσιτή διά ξηράς από τουλάχιστον τρία σημεία της χερσονήσου .

Στη βορειοδυτική κλιτύ λοξά λατομευμένοι βράχοι αποτρέπουν την πρόσβαση από την ακτή και ένα δίκτυο ατραπών οδηγεί μέσω της Πύλης των Πλοίων (εικ. 26) στο μνημειώδες Ορθογώνιο Οικοδόμημα (Κ14) του ανώτερου αναβαθμού του ακρωτηρίου (εικ. 3, 4, 9). Πρόκειται πιθανότατα για πύργο με ισχυρό αναλημματικό βόρειο μέτωπο, στη συνέχεια του οποίου εκτείνεται το ογκολιθικό Μεγάλο Ανάλημμα μήκους π. 55 μ., που συγκρατεί το ανώτερο πλάτωμα και μοιάζει να διευθετεί και να οχυρώνει τη βόρεια, λειτουργική κλιτύ της προϊστορικής ακρόπολης (εικ. 11).

Το δυτικό σκέλος της ακρόπολης ορίζει λίθινος χαμηλός περίβολος μήκους π. 130μ., ο οποίος στη βορειοδυτική γωνία του δημιουργεί άνοιγμα με κατώφλι (εικ. 4). Βραχογραφία σπείρας σε βραχόλιθο της κατασκευής δίνει το χρονολογικό της στίγμα. Εδώ καταλήγει ανωφερής δρόμος, εν μέρει λαξευτός στον βράχο, ο οποίος παρακολουθείται από την ομαλή βόρεια ακτή . Πιθανός δρόμος είναι και η κατασκευή ευρέων βαθμιδωτών πλατωμάτων που ξεκινούν από το νότιο πέρας του περιβόλου, αν και είναι άδηλο το εάν αυτά κατέληγαν στην ακτή ή μόνο στο παρακείμενο πυκνότατα βραχογραφημένο πλάτωμα (εικ. 3, 4).

Το Μεγάλο Ανάλημμα ακολουθεί στην κατωφερή πορεία του το ακρωτήριο και με ένα δίκτυο ισχυρών αναλημματικών δακτυλίων απολήγει στην ανατολική ακτή, όπου λαξευμένες αναβάθρες (γλύστρες) εναλλάσσονται με ογκολιθικά αναλήμματα, δίνοντας μια εικόνα ισχυρών κατασκευών λιμενικού και ίσως αμυντικού χαρακτήρα . Η μεγάλη λαξευτή αναβάθρα Π8 είναι το πλέον εντυπωσιακό λιμενικό έργο του ακρωτηρίου . Τα πεταλόσχημα πλατώματα εκατέρωθεν της αναβάθρας, ίσως αμυντικοί πύργοι-προμαχώνες, καθιστούν το σύνολο ακόμα μνημειακότερο, παραπέμποντας σε ένα προστατευμένο μηχανισμό ανάσυρσης ελαφρών σκαφών (εικ. 3, 10).

Οικοδομικό πρόγραμμα τέτοιας εμβέλειας και έκτασης απαιτεί τεχνογνωσία, τεχνολογία, συντονισμό και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, στοιχεία που προϋποθέτουν επιτελικό έλεγχο και πολιτική οργάνωση ώριμων κοινωνικών δομών για τον οικισμό στο Βαθύ. Από τη μεγάλη ποσότητα κεραμικής που υπάρχει παντού τριγύρω και έχει προκύψει από τις ανασκαφικές τομές, τα εν λόγω έργα μπορούν να χρονολογηθούν στη μετάβαση από το τέλος της 4ης (Τελική Νεολιθική) στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού I), κεραμική φάση που γεφυρώνει την Τελική Νεολιθική «Αττική-Κεφάλα» και την Πρωτοκυκλαδική Ι φάση «Γρόττα-Πηλός» . Παρότι το ακριβές χρονολογικό στίγμα της αναζητάται ακόμα, η κεραμική της φάσης αυτής είναι καλά γνωστή , αλλά το αρχιτεκτονικό αποτύπωμα της περιόδου και τα σύγχρονα συγκρίσιμα παράλληλα στο νησιωτικό Αιγαίο είναι ζητούμενα της έρευνας .

Ο Χρίστος Ντούμας είχε αντιληφθεί τη σημασία της προϊστορικής εγκατάστασης στο Βαθύ και είχε συνδυάσει τη στρατηγική σημασία του με την καίρια για την ασφαλή ναυσιπλοϊα θέση της Αστυπάλαιας, που αποτελούσε μεσοπέλαγη «σκάλα» μεταξύ των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων και της Μικράς Ασίας . Η ανεύρεση, από τον ίδιο, βιολόσχημου ειδωλίου της πρώιμης 3ης χιλιετίας π.Χ. πιστοποιούσε την επιρροή της Αστυπάλαιας από τις γειτονικές Κυκλάδες ήδη από την αυγή της προϊστορίας, παρά από τα νησιωτικά συγκροτήματα του Νότιου και Ανατολικού Αιγαίου . Στο ίδιο συμπέρασμα συνέτεινε και η βραχογραφία σπείρας σε ισχυρό αναλημματικό τοίχο της βόρειας ακτής (εικ. 11, 31), αφού τόσο η τέχνη της επίκρουσης σε βράχους όσο και το ίδιο το μοτίβο χαρακτηρίζουν τη νοοτροπία και την αισθητική των Κυκλαδιτών στην τέχνη της εποχής εκείνης .

Με την εξέλιξη της επιφανειακής έρευνας σε συστηματική ανασκαφή, κατά τα έτη 2014-2018, πλείστα ευρήματα του Βαθιού διασαφήνισαν περαιτέρω και επαναπροσδιόρισαν τον ορίζοντα εξάπλωσης του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, αποδεικνύοντας ότι η Αστυπάλαια αποτελούσε μέρος της επικράτειάς του. Οι άνθρωποι που ζούσαν στο Βαθύ κατασκεύαζαν λεπίδες, ξέστρα, φολίδες, διατρητικά εργαλεία και αιχμές από κοφτερό μηλιακό οψιανό και λιγότερο από τον υποδεέστερης ποιότητας οψιανό της Κω και της Νισύρου, και από μεγάλη ποικιλία λίθων (πολλών εισηγμένων) λάξευαν τριβεία, χειρόλιθους, λειαντήρες, κρουστήρες, σύνεργα αλιείας, πώματα, βάρη, βλήματα, αξίνες και χάντρες . Τα μετάλλινα αντικείμενα εμφανίζουν σημαντική ποικιλία και αρτιότητα στη διατήρησή τους (βελόνες, αγκίστρια ψαρέματος, περόνες, χάντρες) και έχουν κατασκευαστεί από κράμα αρσενικούχου χαλκού και μολύβι, πιθανόν αιγαιακής προέλευσης (εικ. 12α-12β-12γ).

Πλέον διαφωτιστικά για την αναζήτηση των ιδεολογικών αντιλήψεων της κοινωνίας, δύο σχηματικά ειδώλια από λευκό μάρμαρο ανήκουν στον βιολόσχημο κυκλαδικό αλλά και τον συνήθη στην Ανατολή τύπο Beycesultan, ενώ ένας αφαιρετικός τύπος με μακρύ λαιμό και υποτυπώδες κεφάλι συμφωνεί με τα προηγούμενα για τη χρονολόγησή τους στην αρχόμενη 3η χιλιετία π.Χ., ίσως και νωρίτερα (εικ. 13α-β). Μια λίθινη σφραγίδα με γραμμικό θέμα κοινό σε όλο το Αιγαίο απηχεί τις διοικητικές και επικυρωτικές συναλλαγές του κατόχου της, και εντάσσει την Αστυπάλαια στα ακμαία κέντρα με οργάνωση «πρωτοαστική», όπως η οικοδομική στιβαρότητα της ακρόπολης καταδεικνύει .

Οι ανασκαφικοί ορίζοντες στο Βαθύ έφεραν στο φως ευρήματα που τεκμηριώνουν, επιπλέον, αμοιβαίες επαφές με τα Δωδεκάνησα αλλά και σχέσεις της Αστυπάλαιας με τη Μικρασιατική ακτή, το Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο και την Κρήτη της Πρωτοχαλκής περιόδου. Σχήματα της κεραμικής, όπως ο κρατηρίσκος (εικ. 14) και η φιάλη (εικ. 15) είναι σκεύη που στις Κυκλάδες λαξεύονται επίσης σε μάρμαρο, ενώ άλλα αγγεία οφείλουν το σχήμα τους σε ειδικές χρήσεις, πέρα από τη μαγειρική και το σερβίρισμα . Η τεχνολογία κατασκευής των αγγείων είναι υψηλή και οι κεραμείς του νησιού γνωρίζουν καλά τα κέντρα παραγωγής του Αιγαίου, από όπου σημειώνονται εισαγωγές .

Οι Π-σχημες εξέδρες και οι βρεφικοί εγχυτρισμοί

Εννέα εγχυτρισμοί βρεφών, δηλαδή οι ενταφιασμοί αρτιγενών ή λίγων μηνών βρεφών μέσα σε οικιακά αγγεία που ήταν πλέον αχρηστευμένα ή σπασμένα, είχαν προσεκτικά διευθετηθεί σε δύο Π-σχημες ογκολιθικές «εξέδρες» της βόρειας ακτής του ακρωτηρίου (εικ. 3, 4). Στα αγγεία είχαν ταφεί συνολικά 13 βρέφη, ηλικίας από λίγων εβδομάδων και 2-6 μηνών έως (ένα παιδάκι) 1,5-2 ετών. Σε κάθε αγγείο υπήρχαν από ένα έως τρία μωρά .

Η Εξέδρα 1 αποκαλύφθηκε το 2012, κατά την επιφανειακή έρευνα του ακρωτηρίου, όταν ένας κρατηρίσκος σκεπασμένος με λίθινο πώμα βρέθηκε θαμμένος στο συμπαγές κοκκινόχωμα, ακριβώς στο επίπεδο του θαλασσινού νερού (εικ. 9, 14, 16). Μια κάθετα τοποθετημένη λίθινη πλάκα λειτουργούσε ως «σήμα» της ταφής. Όταν το αγγείο μεταφέρθηκε στο εργαστήριο αποδείχτηκε ότι περιείχε την ταφή βρέφους, περίπου 4 μηνών, το κρανίο του οποίου στον κολοβό πυθμένα του αγγείου συγκρατούσε ύφασμα (βρέθηκε αποτυπωμένο στο χώμα) . Η Εξέδρα 1, ελλειψοειδώς λαξευμένη στον φυσικό βράχο η βυθισμένη μισή και ορθογώνια στην κτιστή πλάτη της, φιλοξενούσε δύο ακόμα σύνολα εγχυτρισμών επάνω σε αδρό λιθόστρωτο δάπεδο. Μια μεγάλη φιάλη και τμήματα μικρότερων αγγείων περιείχαν τρία βρέφη από 2 έως 5 μηνών και σε συμπαγές συσσωμάτωμα χώματος, μέσα στο λιθόστρωτο, υπήρχε νεογέννητο μωρό (εικ. 15). Σε ψηλότερη βαθμίδα της νοτιοδυτικής γωνίας, μια κτιστή τριγωνική θήκη (Εξέδρα 2) είχε δεχθεί ευμέγεθες αποθηκευτικό σκεύος με χοανοειδές στόμιο περιέχοντα τρία βρέφη ηλικίας 3,5-5 μηνών, το οποίο συνόδευε επίπεδο λίθινο βαρίδι, προφανώς κτέρισμα (εικ. 17).

Τα οκτώ βρέφη που είχαν ταφεί σε αγγεία σχεδόν αμφιθεατρικά διατεταγμένα στην ορθογώνια κατασκευή ενώνονταν με δεσμούς συγγενικούς, όπως δείχνει η σπάνια για τα ανθρωπολογικά δεδομένα συνοδόντωση νεογιλών δοντιών που εμφανίζουν δύο από τα μωρά που είχαν ταφεί στα αγγεία των Εξεδρών 1 και 2 .

Ανάλογο σύνολο βρεφικών εγχυτρισμών ήλθε στο φως στην μεγαλύτερη από τις παρακείμενες προς Δυσμάς Π-σχημες κατασκευές, στην ογκολιθική Εξέδρα Π2 (εικ. 3, 4, 18, 19). Πατώντας σε επίμηκες λίθινο θρανίο και σχεδόν παραταγμένοι σε επαφή βρέθηκαν τρεις «κεραμικοί νάρθηκες» περιέχοντες βρεφικά οστά και τέταρτος μεμονωμένος, σε ελαφρά κατώτερο προς τη θάλασσα επίπεδο . Τα επί τούτοις συναρτημένα τμήματα αγγείων είχαν αποτεθεί επάνω σε ένα εκτεταμένο και πυκνό στρώμα λευκών θαλασσινών χαλικιών, που καταλάμβανε όλο το παράκτιο μισό της εξέδρας, σαν απομίμηση ακτής ή βυθού . Γύρω και συχνά εντός των εγχυτρισμών υπήρχαν κοχύλια, πυρήνες και τέχνεργα οψιανού, και λίθινα εργαλεία, προφανώς κτερίσματα των ταφών. Μοναδικό κτέρισμα ατομικού στολισμού υπήρξε η λίθινη χάντρα που συνόδευε το παιδάκι 1.5-2 ετών και ήταν μάλλον περασμένη στον λαιμό του .

Τη στιγμή που γράφεται το ανά χείρας κείμενο τα δεδομένα των βρεφικών εγχυτρισμών από το Βαθύ προκύπτουν ακόμα πλουσιότερα σε αριθμό και διασπορά στον χώρο, καθώς το 2019 στο ανώτερο επίπεδο του ακρωτηρίου, στο ηπίως κατωφερές πλάτωμα που αναπτύσσεται εξωτερικά του ογκολιθικού Ορθογώνιου Οικοδομήματος της ακρόπολης, βρέθηκαν τέσσερεις ακόμα «εγχυτρισμοί» βρεφών (εικ. 20). Ο όρος εδώ αποδίδει συμβατικά τη σημαντικά αποκλίνουσα μέθοδο ταφής των νεογέννητων παιδιών στον εν λόγω χώρο από εκείνη στις παράκτιες «εξέδρες», καθώς η σορός τους είχε αποτεθεί σε μικρούς λάκκους που σχημάτιζαν οι διακλάσεις του φυσικού βράχου, ενώ σκόπιμα σπασμένα θαλάσσια βότσαλα, τέχνεργα οψιανού και λιγοστά όστρακα αγγείων συνδέονται με τις εν λόγω ταφές .

Χάλκινο αγκίστρι που ανασύρθηκε από την περιοχή των ταφών τεκμηριώνει έτι περαιτέρω τη συνήθεια της κτέρισης των πρόωρα χαμένων βρεφών κυρίως με εργαλεία από τις δραστηριότητες των ενηλίκων , τα οποία είτε κωδικοποιούν τον σκόπιμο αποχωρισμό της οικογένειας από χρήσιμα εργαλεία, ως ενέργεια δηλωτικής πόνου και θλίψης για το χαμένο μέλος της, είτε προβάλλουν ιδιότητες και δεξιότητες που το πρόωρα πεθαμένο παιδί θα αποκτούσε μελλοντικά στην κοινότητα. Η εναπόθεση καμένων καρπών και σπόρων (σταφυλιού, ελιάς, σίτου, κριθής και φακής), βρώσιμων κοχυλιών (στρειδιών, πορφυρών, τρόχων κλπ) και άλλων διατροφικών καταλοίπων, όπως οστών αιγοπροβάτων και ψαριών γύρω από τους εγχυτρισμούς στο Βαθύ τεκμηριώνουν τα αγαθά αυτά ως λείψανα επικήδειων-επιμνημόσυνων γευμάτων και τελετουργιών, και φωτίζουν τα στάδια των εθιμικών πράξεων που η κοινότητα επιτελούσε για την τίμηση των βρεφών .

Το περιέχον τη σωρό πήλινο αγγείο συνιστούσε σε πρακτικό επίπεδο μια εύκολη λύση για την αδάπανη ταφή του βρέφους μεν, αλλά σαφώς λειτουργούσε προσομοιωτικά και μεταφορικά της γενέθλιας μήτρας που το έφερε στη ζωή. Παράλληλα, η κήδευση της φορητής ταφής μπορούσε να λάβει χώρα στον χώρο που η οικογένεια προέκρινε, και έτσι να ερμηνευθούν η διασπορά και οι διαφοροποιήσεις του τελετουργικού που παρατηρούνται στους εγχυτρισμούς του Βαθιού.

Ως ταφικό έθιμο, ο εγχυτρισμός των βρεφών είναι ελλιπώς τεκμηριωμένος στην ηπειρωτική Ελλάδα και το Αιγαίο της Νεολιθικής και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (5η-3η χιλιετία π.Χ.) . Απαντά σε λίγες περιπτώσεις στα νησιά (Κέα, Πάρος, Μύκονος, Μήλος, Θήρα, Αμοργός, Λήμνος, Λέσβος, Κυρά-Παναγιά Σποράδων), την Κρήτη και τις ανατολικές ακτές (Τροία), εντός και εκτός των οικισμών . Στη Μικρά Ασία και την Ανατολία οι ταφές σε πίθο εφαρμόζονται κυρίως σε ενήλικες και οικογένειες που θάβονται σε οργανωμένο νεκροταφεία, ενώ οι ατομικοί εγχυτρισμοί βρεφών και παιδιών συνιστούν μεμονωμένες περιπτώσεις και γίνονται εντός των οικισμών . Τα τρία σύνολα εγxυτρισμών που ήλθαν στο φως στο Βαθύ συνιστούν έναν σπάνιας ομοιογένειας χρονολογικό ορίζοντα της Τελικής Νεολιθικής / Πρωτοχαλκής Ι (3200-2800 π.Χ.) για το Αιγαίο, με την οικεία κεραμική να τεκμηριώνει την ικανή κατάρτιση των αγγειοπλαστών της Αστυπάλαιας και τις αμοιβαίες επιρροές από τα εργαστήρια της Αμοργού, της Νάξου και άλλων νησιών .

Τα δεδομένα από τις εγχυτρικές και τις συναφείς βρεφικές ταφές στο Βαθύ αντανακλούν πτυχές του κοινωνικού, εθμικού και ιδεολογικού κώδικα μιας εξωστρεφούς κοινότητας που ακμάζει στην ασφάλεια του ευλίμενου τόπου, και ως εκ τούτου η διεπιστημονική έρευνά τους εμπλουτίζει σημαντικά τις γνώσεις μας για τις πρώιμες κοινωνίες της αιγαιακής προϊστορίας .

Όπως αναφέρθηκε, δύο από τα σύνολα εγχυτρισμών του Βαθιού καταλάμβαναν ισάριθμες Π-σχημες ογκολιθικές «εξέδρες», αλλά οι παρόμοιες κατασκευές που παρατάσσονται πυκνά στη βόρεια ακτή, στη σκιά του Μεγάλου Αναλήμματος, ήταν τουλάχιστον έξι (εικ. 3, 4, 9, 11). Οι υπόλοιπες στερούνταν ευρημάτων λόγω της αναστάτωσης από τη θάλασσα (Π1, Π3) ή δεν έχουν ανασκαφεί (Π4, Π6) (εικ. 16). Οι ορθογώνιες αυτές κατασκευές αποτελούνται από τρεις κτιστές πλευρές, με την τέταρτη πλευρά ανοικτή στη θάλασσα, αλλά σε απροσδιόριστη σχέση με αυτή . Η έντονη κλίση της πλαγιάς, ο φόβος περαιτέρω διάλυσης των ασθενέστερων τοίχων και η βλάστηση δεν επέτρεψαν τις ανασκαφές στην περιοχή και έτσι είναι πρώιμο να υποστηρίξουμε εάν αυτή συνιστά μια «extra muros» ζώνη αποκλειστικά ταφικής χρήσης.

Η ανασκαφή της κατασκευής Π5 (Εξέδρες 4 και 5), η οποία βρίσκεται σε επαφή με την Εξέδρα 1, ανέδειξε εικόνα πολύ διαφορετική εκείνης (εικ. 4, 16). Επάλληλα δάπεδα σκληρής γης με σημαντικά ευρήματα (μαρμάρινο βιολόσχημο και σχηματικό ειδώλιο, λίθινη σφραγίδα), κτιστές θήκες που περιείχαν εργαλεία, μεγάλοι αριθμοί σχιστολιθικών πλακών (πώματα ή βάσεις) και διασπορά ζωικών οστών, ξυλανθράκων και καμένων σπόρων συνιστούν ευρήματα οικιακού και οικοτεχνικού χαρακτήρα (εικ. 13α, 16). Η ίδρυση υστερότερου πρόχειρου τοίχου και η μερική διάλυση των Εξεδρών 4 και 5 από τη θάλασσα δεν επέτρεψαν την πλήρη κατανόηση της κατασκευής, ωστόσο αυτή είναι αρχιτεκτονικά και κεραμικά σύγχρονη των παρακείμενων εγχυτρισμών .

Οικοτεχνικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα και στο νότιο μισό της μεγάλης Εξέδρας Π2, στο δυτικό επίμηκες σκέλος της οποίας ανοιγόταν είσοδος κατώφλι και κτιστή παραστάδα (εικ. 18), ενισχύοντας το ενδεχόμενο τα μυστηριώδη αυτά κτήρια να συνδύαζαν τον χαρακτήρα του ταφικού μνημείου και του λειτουργικού οίκου.

Η αναγνώριση λαξευμένων στον βράχο επάλληλων «δρόμων» που εκκινούν από στιβαρή παράκτια κατασκευή (μώλο) για την προσέγγιση μικρών σκαφών και απολήγουν ανωφερώς σε δύο κοντινούς προβόλους στο Μεγάλο Ανάλημμα, που προφανώς λειτουργούσαν ως είσοδοι προς την ακρόπολη, δείχνουν ότι η βόρεια ακτή υπήρξε πεδίο πολλαπλών δραστηριοτήτων για την προϊστορική κοινότητα (εικ. 9, 11).

Ασαφής υπήρξε η εικόνα της ογκολιθικής Ορθογώνιας Κατασκευής / Εξέδρας Π7, στην Ανατολική ακτή του ακρωτηρίου, που εφάπτεται του εσωτερικού (νότιου) μετώπου του Μεγάλου Αναλήμματος και η ανασκαφή της οποίας απέφερε σημαντικά ευρήματα σε καθαρούς ορίζοντες της Τελικής Νεολιθικής / Πρωτοχαλκής Ι, επίσης. Χωρίς λείψανα εγχυτρισμών, η ισχυρά κατωφερής Π7 αποτελείται από δύο χώρους και καταλήγει στη θάλασσα ως λαξευτή στον βράχο βραχεία αποβάθρα (εικ. 21). Ίσως εδώ ανασύρονταν πλοιάρια και ο υπερκείμενος χώρος ήταν οικιακός, όπως δείχνουν λίθινα πώματα, τριβεία και άλλα εργαλεία, στοιχεία πυράς και διατροφικά κατάλοιπα. Ωστόσο, πέντε εν σειρά τοξοειδείς κατασκευές, μερικά ξεχωριστά ευρήματα (μαρμάρινο περίαπτο, η μολύβδινη χάντρα της εικ. 12γ, πήλινο σφονδύλι, τέχνεργα από οψιανό κλπ) και η ύπαρξη βραχογραφημένων κοιλοτήτων (κοτυλών) τεκμηριώνουν και εδώ ένα ανάλογα σύνθετο σύνολο ασκούμενων δραστηριοτήτων .

Το ερώτημα που επιτείνει η αμφίσημη ερμηνεία των ογκολιθικών Π-σχημων κατασκευών του Βαθιού, είτε αυτές δέχτηκαν βρεφικούς εγχυτρισμούς, είτε φιλοξένησαν δράσεις μεταποίησης-κατανάλωσης τροφής και άλλες, είναι εάν τα εν λόγω κτήρια της ακτής ήταν σπίτια. Το ακόμα πιο ουσιαστικό ζητούμενο, ωστόσο, αφορά το εσωτερικό της ακρόπολης, όπου θα περίμενε κανείς να ταυτισθούν αρχιτεκτονικά λείψανα του οικισμού που το δίκτυο περιβόλων, αναλημματικών δακτυλίων και πυλών δείχνει να οριοθετεί. Όσο λείψανα οικιών δεν βρίσκονται στις ανασκαφικές τομές και όσο η «intra muros» ζώνη αποκαλύπτει μόνο υπαίθριες βραχογραφημένες νησίδες ή τον φυσικό βράχο να έχει δεχθεί εγχυτρικές ταφές βρεφών, το Βαθύ θα παραμένει μια θέση σπουδαίων ευρημάτων μεν, αλλά και πεδίο ανοικτών ερωτημάτων για την έρευνα.

Ίσως οι βραχογραφίες που θα εξεταστούν αμέσως μετά βοηθήσουν στην αναδιατύπωση των ερωτημάτων και στην ασφαλέστερη προσέγγιση των παραμέτρων που θα οδηγήσουν στις απαντήσεις τους.

Οι προϊστορικές βραχογραφίες

Από τα πρώτα χρόνια των ερευνών στο Βαθύ το πλέον σημαντικό εύρημα υπήρξε ο μεγάλος αριθμός προϊστορικών βραχογραφιών που εντοπίστηκαν σε ευρεία έκταση των βράχων του ακρωτηρίου, κτιστών, λατομευμένων και ριζιμιών . Αναπαραστατικά θέματα (πλοία, εγχειρίδια) διαπιστώθηκαν κυρίως σε «πυλίδες-εισόδους» προς την ακρόπολη, αλλά το πλέον συνεπές στην επανάληψή του μοτίβο είναι οι σπείρες (συνεχούς γλυφής και στικτές), εντοπιζόμενες κυρίως σε λαξευμένα στον βράχο μονοπάτια, που συνιστούν το δίκτυο κυκλοφορίας στο ακρωτήριο και καταλήγουν στις πύλες (εικ. 4).
Στο κύριο και διαχρονικής χρήσης για την πρόσβαση στην ακρόπολη μονοπάτι της βόρειας ακτογραμμής, η επίπεδη επιφάνεια μεγάλου βράχου έχει επικρουσθεί με πυκνές αβαθείς κοτύλες που δημιουργούν στικτή σπείρα διαμέτρου π. 0.50 μ. . Το ευμέγεθες βραχογράφημα είναι ορατό μόνο στο σκληρό φως της Ανατολής και στο μαλακό φως της Δύσης (εικ. 22). Τον «προσανατολισμό» αυτόν, δηλαδή την εντονότερη εμφάνιση της γλυφής στο πλάγιο φως, θα συναντήσουμε στις περισσότερες βραχογραφίες που έχουν επικρουσθεί σε επίπεδη ή ελάχιστης κλίσης επιφάνεια, με καλύτερα παραδείγματα τις βραχογραφίες στον επίπεδο Βράχο του Δίωνος (εικ. 23, 24, 25, 33), τις τρεις σπείρες σε ευθεία μονοπατιού και τα πλησιόχωρα ανθρώπινα πέλματα, όλα στη νότια ακτή (εικ. 4).
Ανάλογη «ορατότητα» σε σχέση με την κλίση του φωτός έχουν οι βραχογραφίες σε κατακόρυφα μέτωπα βράχου, όπως τα πλοία της Πύλης των Πλοίων (εικ. 26, 27) και τα εγχειρίδια της Πύλης των Εγχειριδίων (εικ. 29, 30), τα αβακωτά (εικ. 4), το οριζόντιο 8-σχημο (εικ. 4), η «σπείρα Ντούμα» (εικ. 31) και ίσως το αιγοειδές(;) της βόρειας ακτής, η βέλτιστη θέαση των οποίων δεν σχετίζεται πάντοτε με το φως της Ανατολής. Για παράδειγμα, τα εγχειρίδια της ομώνυμης πύλης στον άξονα Β-Ν και η σχηματική ανθρώπινη μορφή του Πλατώματος 1 στον άξονα ΒΑ-ΝΔ έχουν ως βέλτιστες ώρες θέασης τις μεσημβρινές. Αλλά και εκείνες οι βραχογραφίες που έχουν επικρουσθεί σε επιφάνειες λοξές, επικλινείς ή ακόμα και καμπύλες, όπως οι οφθαλμόσχημες-προσωπόμορφες σπείρες και τα πλοία της νότιας ακτής (εικ. 24, 25), η σπείρα στον βράχο του πύργου και ο μεγάλος Βράχος των Σπειρών και των Εγχειριδίων (εικ. 28, 29), είναι σαφές ότι δεν οφείλουν τη θέση τους στο ηλιακό φως, αλλά στην επιθυμία η στίξη τους να είναι καθοδηγητικά ορατή, όπως δείχνει η σκόπιμη αμφιθεατρικότητα των βραχογραφιών γύρω από τον Βράχο του Δίωνος (εικ. 4, 25) ή η στικτή σπείρα στο κατάστρωμα του μονοπατιού της Πύλης των Πλοίων (εικ. 26).
Εκλαμβάνοντας τη «φωτογενή» παράμετρο ως κριτήριο της διάκρισης των βραχογραφιών στο πεδίο δεχόμαστε a priori ότι αυτές προορίζονταν να αναφανούν στον αποδέκτη τους για λίγες μόνο ώρες της ημέρας, δηλαδή δεχόμαστε μεταξύ των δημιουργών και του κοινού μια σχέση παιγνιώδη ή μεταφυσική. Υπήρξε όμως ποτέ η σχέση αυτή καθοριστική στην υπόσταση των βραχογραφιών ή πρόκειται για το αποτέλεσμα της σύγχρονης οπτικής τους πρόσληψης, επειδή ακριβώς η αναγνώρισή τους γίνεται (πλέον) μόνο χάρη στην ανάγλυφη ιδιότητά τους;
Την απάντηση δίνει η βραχογραφία του σύνθετου γραμμικού θέματος της σπείρας με το αγκύλο στέλεχος και των τραπεζιόσχημων βαθμίδων σε βραχόλιθο της κατασκευής Π6, η οποία διαμορφώνει κτιστό «μώλο» μικρών σκαφών στη βόρεια ακτή (εικ. 11, 31). Η «σπείρα Ντούμα» βρίσκεται ελάχιστα εκατοστά πάνω από τη θάλασσα που την βρέχει επί αιώνες τώρα, με αποτέλεσμα η ανοικτόχρωμη γλυφή που προήλθε από την αποφλοίωση της σκουρόχρωμης επιφάνειας του βράχου να διασώζει την αρχική αντιχρωμία της . Οι επίκρουστες παραστάσεις σε βράχους, συνεπώς, απέβλεπαν στη χρωματική εντύπωση του θέματος και λιγότερο στην ανάγλυφη απόδοσή του, που θα απαιτούσε πλάγιο φως για να αναφανεί (και συμπληρωματική αφή για να επαληθευθεί).
Από την άποψη αυτή μας δικαιώνει μεθοδολογικά η σύγχρονη πλήρωση των βραχογραφημάτων της ακρόπολης με κιμωλία , το λευκό χρώμα της οποίας είναι πολύ κοντά στην αρχική εικόνα των επίκρουστων αποφλοιώσεων του βράχου (εικ. 32), όπως και η επιλογή μας τα εικαστικά σχέδια της ανασκαφής να δηλώνουν αυτή την αντιχρωμία (εικ. 25, 28).
Με δεδομένη τη δυνατότητα να διακρίνει κανείς ένα φωτεινό βραχογράφημα από μακριά και οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, μπορούμε τώρα να φανταστούμε πόσο έντονα κατάστικτες θα ήταν οι βραχώδεις επιφάνειες της προϊστορικής ακρόπολης και τι εντύπωση θα έδιναν οι πυκνά επαναλαμβανόμενες εικονιστικές μονάδες σπειρών, σπειρών-οφθαλμών, πλοίων, εγχειριδίων και λοιπών θεμάτων στους κατοίκους και τους επισκέπτες, χερσαίους και παραπλέοντες (εικ. 29). Η εξ αποστάσεως ορατότητα των βραχογλυφών του Βαθιού ενισχυόταν περαιτέρω από τη διαπίστωση ότι αυτές έμειναν αλώβητες από επικαλύψεις, διορθώσεις και ακυρώσεις, σε αντίθεση με τις βραχογραφίες του Στρόφιλα, που συχνά έχουν δεχθεί επάλληλες και διαδοχικές επικρούσεις κατά τη διάρκεια των προϊστορικών φάσεων της ακρόπολης .
Πράγματι, στο Βαθύ οι βραχογραφίες παρέμειναν άθικτες κατά τις δραστηριότητες των ιστορικών, χριστιανικών και νεότερων αιώνων στην ακρόπολη. Και όταν κάποιος Δίων, στον λήγοντα 5ο ή τον αρχόμενο 4ο αι. π.Χ., χάραξε το όνομά του στον επίπεδο βράχο της νότιας ακτής, επέλεξε την πλαϊνή στενή όψη για την κατωκέφαλη γραφή, αντί να το προσθέσει δίπλα ή επάνω στις πυκνές βραχογραφίες της επιφάνειας εκείνου (εικ. 23). Δύο κατ’ορθή γωνία μηνοειδή, φαλλόσχημα, θέματα που έχουν με ενιαία αδρή χάραξη επικαλύψει δακτυλιόσχημα βραχογραφήματα (εικ. 4, 33) πρέπει να θεωρηθούν επίσης προϊστορικά (ως μοναδική περίπτωση επάλληλης σήμανσης) και όχι ανήκοντα τεχνοτροπικά και ιδεολογικά στον αστεϊσμό των αρχαίων φρουρών του ακρωτηρίου και την άτεχνα στικτή γραφή τους . Ανάλογο επίμηκες θέμα, αλλοιωμένο πλέον, διαπιστώθηκε στον εντυπωσιακό Βράχο των Σπειρών και των Εγχειριδίων (εικ. 28), ενώ ο δακτυλιόσχημος κρίκος εμφανίζει ευρεία διάδοση στις βραχογραφίες του Στρόφιλα και στη μικροτεχνία της νεολιθικής εποχής, πιθανότατα ως ανεικονική υποδήλωση γονιμικού ή θεολογικού περιεχομένου .
Όπως αναφέρθηκε, σημαντική παράμετρος για τη λειτουργική ορατότητα των βραχογραφιών του Βαθιού υπήρξε η μεγάλη τους κλίμακα. Τα δύο μεγαλύτερα από τα έως και πέντε πλοία της ομώνυμης πύλης έχουν μήκος 0.85 και 0.84μ. (εικ. 26, 27), τα κατακόρυφα εγχειρίδια έως 0.30μ. (εικ. 29, 30), οι σφυροπελέκεις ομοίως . Η μέση διάμετρος των σπειρών είναι 0.25μ. (εικ. 31, 32). Στην αμέσως επόμενη κλίμακα ανήκουν βραχογραφίες δακτυλιόσχημων, μηνοειδών, τόξων, βελών, πελμάτων, της σχηματικής-σταυρόσχημης ανθρώπινης μορφής και του αιγοειδούς(;), ενώ η μέση διάμετρος των κοτυλών και των πάσης φύσεως κοιλοτήτων που έχουν απολαξευτεί στους βράχους του ακρωτηρίου είναι 0.02-0.03μ. (εικ. 4, 23, 25, 28).
Η πυκνότητα των βραχογραφιών, όπως αναφέρθηκε, συνδέεται με ογκώδεις ριζιμιούς βράχους και ατραπούς πυλών ή με χώρους που σηματοδοτούν υπαίθρια δραστηριότητα, όπως το πλάτωμα επίπεδων βράχων πέριξ του Βράχου του Δίωνος στη νότια ακτή, σε περιοχή γαλήνιας θέασης του διαύλου και του κόλπου (εικ. 24). Το εάν τα βραχογραφημένα πεδία συνδέονται με κοινοτικές συγκεντρώσεις ευρείας συμμετοχής, τελετουργικά και θρησκευτικά δρώμενα ή συνιστούν χώρους καταγραφής αστρονομικών παρατηρήσεων (για να διατυπώσουμε μερικές υποθέσεις από όλο το φάσμα των σύγχρονων προσεγγίσεων) δεν θα το μάθουμε ποτέ. Βραχογραφικά θέματα, όμως, διαπιστώθηκαν και σε άλλα σημεία του ακρωτηρίου, όπως οι αναλημματικοί τοίχοι και οι εξέδρες των ακτών, ο αναφυόμενος βράχος του ανώτερου επιπέδου του ακρωτηρίου και ο λίθινος περίβολος της ακρόπολης. Άρα, και με δεδομένο ότι η λάξευσή τους είναι χωρικά στοχευμένη και η γλυφή τους τεχνικά άρτια, οι βραχογραφίες φαίνεται να εξυπηρετούν ευρύ φάσμα σημάνσεων στον δημόσιο χώρο της προϊστορικής ακρόπολης.
Οι μεμονωμένες σπείρες, έγγλυφες και στικτές, παρατηρήσαμε ότι σημαίνουν περάσματα, μονοπάτια και δρόμους, σαν οδοδείκτες. Επειδή, όμως, μια σήμανση που επιβεβαιώνει την ορθότητα της κατεύθυνσης απευθυνόμενη σε ξένους που αναζητούν συγκεκριμένο προορισμό, είναι πρακτικά ασύμβατη για μια οχυρωμένη ακρόπολη, θα πρέπει να προσεγγίσουμε διαφορετικά τη συστηματική στίξη των βράχων του ακρωτηρίου με σπείρες.
Η πιθανότερη ερμηνεία εκτιμώ ότι οφείλεται στον συνδυασμό της ευρείας εμβέλειας των συμβολισμών του θέματος και της ευρείας εφαρμογής του στον υπαίθριο χώρο, την οικοδομική και την τέχνη της 3ης χιλιετίας π.Χ. Γραμμική, αενάως εκτατή και ατέρμων, μη αναπαραστατική, συνήθως δεξιόστροφη, η σπείρα εμφανίζει διάδοση παν-αιγαιακή και διαχρονική στην Εποχή του Χαλκού, ως κύριο διακοσμητικό μοτίβο στις βραχογραφίες των νησιών και ως βασικό θέμα στην κεραμική της Πρωτοκυκλαδικής και Πρωτοκυκλαδίζουσας κεραμικής . Στις εικονογραφικές συνάφειες των πήλινων τηγανόσχημων σκευών συνδυάζεται με το πλοίο, αποδίδοντας με ευφάνταστη πειστικότητα τα κύματα της θάλασσας, του αδάμαστου υγρού στοιχείου που περιδινίζει τα ναυτικά ταξίδια αλλά και αενάως περιτριγυρίζει το σύμπαν των νησιωτών . Ανάλογα αναμενόμενο, όμως, θα ήταν στον κόσμο των ταξιδιωτών της θάλασσας να αντικατοπτρίζεται και ένας εξίσου σημαντικός κόσμος, εκείνος του ουρανού και των αστεριών . Η αντίποδη σχέση των κυμάτων που φαίνονται την ημέρα και των φωτεινών άστρων που προσανατολίζουν τη νύχτα τους ναυτικούς μου γεννούν την ιδέα για μια διπλή -φυσική και μεταφυσική- πρόσληψη της σπείρας, που ως γραμμικό θέμα μεγάλης επαναληπτικής ευκολίας θα ήταν επιδεκτική περισσότερων συμβολισμών στα κοινωνικά συμφραζόμενα της Αιγαιακής 3ης χιλιετίας π.Χ. Αν λοιπόν η σπείρα κωδικοποιεί περισσότερα στοιχεία του φυσικού κόσμου (όπως η κινητήρια δύναμη του νερού, ο ζωογόνος ήλιος, ο φωτεινός χάρτης των άστρων, το σύμπαν εν τέλει) τότε περισσότερα είναι και εκείνα που αποδίδει, ιδίως εάν αυτά έχουν προσλάβει μέσα στον νου των Αιγαίων διαστάσεις κοσμολογικές και ίσως θεολογικές.
Τα όπλα και τα εργαλεία εμφανίζονται μεμονωμένα (σφυροπελέκεις) ή σε ζεύγη και ομάδες (εγχειρίδια) και μόνο το τόξο και το βέλος εμφανίζονται άπαξ (εικ. 4, 25). Οι πυκνές κοιλότητες που καλύπτουν επίπεδες επιφάνειες ριζιμιών και δομικών βράχων διαμορφώνουν «κέρνους», αλλά με κοτύλες μηδενικής χρηστικότητας (εικ. 4, 23).
Ιδιαίτερη κατηγορία παραστάσεων συνιστούν τα πλοία. Οι διαστάσεις τους στην ομώνυμη πύλη αποπνέουν μνημειακότητα, αλλά στη νότια ακτή παρατίθενται ως έργα μιας υπαίθριας πινακοθήκης. Ας παρατηρηθεί, ωστόσο, ότι το εκεί μεμονωμένο πλοίο είναι πολύκωπο και διαθέτει πηδάλιο (εικ. 34), ότι τα δύο κοντινά πλοία παριστάνονται σε νηοπομπή (εικ. 35), αλλά ότι και τα τρία αποδίδουν στοιχεία που παραπέμπουν σε θαλαμίσκους ή ξάρτια. Τα πλοία του Βαθιού είναι καλά σχεδιασμένα και οι συνεχείς γλυφές τους αποδίδουν με σαφήνεια το αμφίπλωρο σκαρί, τα στολισμένα ακρόπρωρα, τα κουπιά και το μακρύ πηδάλιο με το τριγωνικό άκρο, που ολοκάθαρα διακρίνεται στο πολύκωπο σκάφος της πύλης (εικ. 26, 27). Πηδάλιο δεν απεικονίζεται σε καμία από τις δεκάδες παραστάσεις πλοίων παλαιότερων και σύγχρονων περιόδων (5η-3η χιλιετία π.Χ.), και από την άποψη αυτή η αρχαιοναυπηγική του προϊστορικού Αιγαίου οφείλει άφθονη νέα γνώση στις βραχογραφίες του Βαθιού .
Τα πλοία του Βαθιού δεν είναι έργα της αυθόρμητης εικαστικής τυχαιότητας του graffito. Η παράσταση της πύλης αποδίδει τον στόλο σε αναβατική προοπτική πλου ή ελλιμενισμού τόσο επιτυχή, ώστε η σκηνή να προοιωνίζει αρετές της θηραϊκής τοιχογραφίας. Η γλυφίδα του δημιουργού τους γνωρίζει άριστα την τυπολογία τους, αλλά και η εποχή την αναπαράγει ευρύτατα, όπως δείχνουν τα 15 όμοια σκάφη που έχουν εγχαραχθεί στην επίπεδη επιφάνεια 14 τηγανόσχημων σκευών της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου .
Η παράσταση «τηλεφανούς» στόλου στην παραστάδα της πύλης επέχει θέση αφηγηματικού θυρεού, μέσω του οποίου η κοινότητα υπομνηματίζει τη ναυτοσύνη της, τεκμηριώνει τον πλούτο της και στέλνει μηνύματα ισχύος σε όσους τον επιβουλεύονται. Ο σύγχρονος ερευνητής, βέβαια, λαμβάνει άλλες πληροφορίες, ελέγχοντας τις γνώσεις που είχαν δώσει έως σήμερα τα παράλληλα της Νεολιθικής και Πρωτοχαλκής ναυτικής εικονογραφίας . Αναρωτιέται για την επάρκεια ξυλείας που απαιτούν σκαριά μήκους τουλάχιστον 30μ., όπως δείχνει ο αριθμός των κουπιών τους, τεκμηριώνει την πρωιμότητα εμφάνισης βασικών στοιχείων της ναυπηγικής που απηχούν το ένα ή δύο πηδάλιά τους και προσμετρά στην εύπλοια των ποντοπόρων ναύλων τους γνώσεις αστρονομικές, γεωγραφικές και χαρτογραφικές, ενδονησιωτικά δίκτυα συμμαχιών και εμπορικών συμφωνιών, εκπαιδευμένα πληρώματα, μηχανισμούς τροφοδοσίας, και τόσα άλλα που η προηγμένη ναυτοσύνη απαιτεί.
Τα πλοία του Βαθιού έχουν μακρύ σκαρί και ανομοίως υπερυψωμένα πλωραία άκρα, άρα είναι φορτηγίδες μεγάλων μεταφορικών δυνατοτήτων που ίσως κινδυνεύουν με ανατροπή εάν ταξιδέψουν κενά εμπορεύματος . Ένα τέτοιο δίκτυο ναυπήγησης, επάνδρωσης, λειτουργίας και απόσβεσης της δαπάνης έχει οπωσδήποτε βάση κοινοτική, διαχείριση συλλογική και υποστηρίζεται από εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Πρωτίστως, όμως, αυτή η απαιτητική αλυσίδα συντηρείται όταν και όσο ο στόλος έχει αποστολές αντάξιες των μεταφορικών του δυνατοτήτων και διακινεί φορτίο τιμαλφές, ώστε να αποφέρει κέρδος και γόητρο. Τα αγαθά που τα πολύκωπα αυτά πλοία «εμπορεύονται» (με την αρχική έννοια του όρου) προφανώς ικανοποιούν ανάγκες ζωτικές και συνεχείς. Αν προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε το φορτίο τους με βάση τα κριτήρια αυτά, θα πρoτάξουμε τα μεταλλεύματα χαλκού και αργυρούχου μολύβδου, πρώτων υλών που εξορύσσονται στην Αττική (Λαυρεωτική) και τις Κυκλάδες (Σίφνο, Κύθνο, Σέριφο), την Ανατολία και την Κύπρο, αλλά για τα οποία υπάρχει παντού ανάγκη στο Αιγαίο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού . Η Αστυπάλαια, ως νήσος αμέταλλος, τα έχει επίσης ανάγκη, αλλά τα προμηθεύεται και σε επάρκεια όπως δείχνει η προβεβλημένη θέση των εγχειριδίων στις βραχογραφίες της, τα τέχνεργα αρσενικούχου χαλκού που βρίσκονται στις ανασκαφές και η χυτή μολύβδινη χάντρα από την Εξέδρα Π7 (εικ. 12α, 12β, 12γ).
Όσο πυκνά και να είχε κατοικηθεί το νησί στην 3η χιλιετία π.Χ., οι ανάγκες του σε μεταλλεύματα θα υπήρξαν πεπερασμένες για να δικαιολογούν τέτοια και τόσα πλοία. Μήπως λοιπόν ο Αστυπαλίτικος στόλος εξυπηρετούσε ανάγκες ευρύτερων εμπορικών συμφερόντων και η σημαντική ναυτική έδρα στον βαθύ κόλπο είχε εξελιχθεί σε ένα πολυδύναμο ναυπηγικό και μεταπρατικό κέντρο, που με άξονα τις υπηρεσίες προς τρίτους είχε αναπτύξει μια πρώιμη μορφή νησιωτικού εφοπλισμού; Με το σκεπτικό αυτό συντάσσεται η προνομιακή ασφάλεια του ακρωτηρίου, η ιδανική διαμόρφωση της αμμώδους δυτικής ακτής του κόλπου για καρνάγιο, τα λιμενικά έργα στις ακτές της ακρόπολης και η άφθονη πρώτη ύλη των βραχύσωμων κέδρων που σαφώς ευνοούσαν δευτερεύουσες ναυπηγικές εργασίες. Για τον σκελετό και το πέτσωμα των πλοίων μεγαλόσωμοι κορμοί θα έρχονταν από τις πιτυούσες ακτές της Μικράς Ασίας αλλά και νησιά όπως η Νάξος, η Σάμος και η Ρόδος. Η μελέτη των ξυλανθράκων που βρέθηκαν στην ανασκαφή έδειξε ότι η Αστυπάλαια της 3ης χιλιετίας π.Χ. ήταν αρκετά δασωμένη και ότι η εισηγμένη μαύρη/δασική πεύκη πιθανόν συνδέεται με τη ναυπηγική .
Τα εγχειρίδια, τριγωνικά αμφίστομα μαχαίρια ή βραχύσωμα ξίφη, επιχωριάζουν στην ομώνυμη πύλη και στα μονοπάτια που διέρχεται κανείς αφού έχει μόλις περάσει από την Πύλη των Πλοίων. Ανεξάρτητα, σε ζεύγη ή κρεμασμένα στον τελαμώνα μιας υπαίθριας οπλοθήκης (εικ. 28, 29, 30), τα εγχειρίδια στο Βαθύ παριστάνονται με την Τ-σχημη λαβή τους, που επειδή ήταν κατασκευσμένη από υλικό φθαρτό δεν έχει διασωθεί σε κανένα από τα χάλκινα και αργυρά εγχειρίδια που γνωρίζουμε από τις Κυκλάδες και την Κρήτη της Πρωτοχαλκής περιόδου . Ο τύπος, όμως, είναι ακόμα παλαιότερος και παράγεται ήδη κατά την Τελική Νεολιθική 4η χιλιετία π.Χ. , οπότε μπορεί να είναι επίσης χυτός σε μήτρα και να διαθέτει κεντρική νεύρωση, όπως δείχνει μικρό εγχειρίδιο από τον Στρόφιλα της Άνδρου . Το θέμα δεν εμφανίζεται αλλού στην πινακοθήκη των βραχογραφιών του Αιγαίου, αλλά το όπλο απαντά φορεμένο στη μέση ανδρικών ειδωλίων των Κυκλάδων και σε στήλες κυνηγών–πολεμιστών, οι οποίες διασπείρονται από το Βόρειο Αιγαίο και τα Βαλκάνια έως όλο το πλάτος της Μεσογείου, τεκμήριο και παράγωγο της διεθνούς «μεταλλουργικής κοινής» της 3ης χιλιετίας π.Χ. .
Ως βασική μονάδα πολεμικής και κυνηγετικής εξάρτυσης με σαφή κοινωνική νοηματοδότηση, το εγχειρίδιο είναι το par excellence όπλο ατομικής προστασίας και κύρους, που συνδέεται με την επάρκεια του χαλκού, την τεχνολογία κραμάτωσης μπρούντζου και την απαιτητική τεχνογνωσία της χύτευσης. Στο Βαθύ καταλαμβάνει επιφάνειες εμβληματικές και περίοπτες, προβάλλεται εξίσου με τα πλοία και λειτουργεί συμπληρωματικά με αυτά – τεκμήρια της συλλογικής ισχύος εκείνα, τεκμήρια της ατομικής ισχύος αυτά.
Στους κατακόρυφους άξονες των παραστάδων τους, οι πύλες εισόδου στην ακρόπολη προβάλλουν μεγαλογράμματα σύμβολα πλούτου, υπεροχής, ανδρείας και ναυτοσύνης. Αυτοί οι επίκρουστοι θυρεοί επισφραγίζουν την ευρεία και παραγωγική συνοχή του κοινωνικού σώματος που κατοικεί στο Βαθύ, οι δυνάμεις του οποίου σχεδίασαν, συντόνισαν και εκτέλεσαν το εντυπωσιακό οικοδομικό πρόγραμμα της παράκτιας ακρόπολης που οι βραχογραφίες σήμαναν επιλεκτικά και στοχευμένα.
Οι βραχογραφίες της Αστυπάλαιας συνιστούν έναν πυκνό χάρτη πολύσημων μονάδων οπτικής, νοητικής και συμβολικής πρόσληψης, που η έρευνα προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει. Με την ώθηση που προσφέρουν οι πρόσφατα δημοσιευμένες Χαλκολιθικές – Πρωτοχαλκές ερυθρογραπτές και επίκρουστες βραχογραφίες σε θέσεις της Ίμβρου και σε σπήλαια του όρους Λάτμος, στην παράκτια ζώνη της Μικράς Ασίας , η τέχνη της βραχογραφίας του νησιωτικού Αιγαίου εισέρχεται σε μια φάση επαναπροσδιορισμού των χρονολογήσεων, της διασποράς, της θεματολογίας και των τεχνικών της . Μεμονωμένα θέματα ή αναπαραστατικά και αφηγηματικά σύνολα «λιθογλυφών» που πολλαπλασιαστικά αναδεικνύονται στις Κυκλάδες και εσχάτως στην Κρήτη τείνουν να γεφυρώσουν περαιτέρω τις ώριμες φάσεις της Νεολιθικής με την Πρωτοχαλκή περίοδο, ενισχύοντας το αιγαιακό λίκνο της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Η ανάγνωση και ερμηνεία των γλυφών στα βράχια του Βαθιού συμβάλλει καίρια στο να κατανοήσουμε την κοσμολογική «κοινή» των εικόνων του πολυνησιακού αυτού σύμπαντος και να γνωρίσουμε καλύτερα τις κοινωνίες που τις ανέπτυξαν και τις αναπαρήγαν, ως σύμβολα πλέον.

Επίλογος

H διεπιστημονική έρευνα στο Βαθύ Αστυπάλαιας συμπληρώνει σε λίγο την πρώτη της δεκαετία. Στο σύντομο αυτό χρονικό προσπαθήσαμε να δείξουμε τους στόχους, τη θεματολογία και τον τρόπο προσέγγισης ενός τόπου διαχρονικής κατοίκησης, όπου για έξι χιλιετίες το προνομιακό φυσικό περιβάλλον του κόλπου συνδυάστηκε παραγωγικά και ισόρροπα με τις ανθρώπινες κοινότητες που εγκαταστάθηκαν στις ακτές του.

Πέρα από τα απτά επιστημονικά ωφελήματα που επιλεκτικά παρατέθηκαν εδώ, η «Αρχαιολογική έρευνα πεδίου στο Βαθύ Αστυπάλαιας» επιδίωξε από την αρχή να συνδέσει τα μέλη της με τη σύγχρονη νησιωτική κοινωνία και να δημιουργήσει μία αλυσίδα γνώσης του παρελθόντος με το μέλλον, χωρίς οι ανάγκες και τα ήθη της σύγχρονης ζωής να δαιμονοποιούνται, ούτε να χρησιμοποιούνται ανεπεξέργαστα ως εργαλεία για την ανάπτυξη. Σε αυτή τη γέφυρα του παρελθόντος με το μέλλον, το μοντέλο στο οποίο η ομάδα μας επιχειρεί να επενδύσει είναι η μελέτη του συνόλου των παραδοσιακών δομών του νησιού, οι οποίες, στο κρίσιμο μεταίχμιο του παροπλισμού τους, μπορούν να ισχυροποιήσουν το άνυσμα που θα καταστήσει τον ιστορικό χρόνο ισότιμο συνομιλητή του σήμερα και θεμέλια γνώση για το αύριο.

Βιβλιογραφία

Αγγελοπούλου Α. 2014. Κορφάρι των Αμυγδαλιών (Πάνορμος) Νάξου. Μία οχυρωμένη πρωτοκυκλαδική ακρόπολη, ΥΠΠΟΑ, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αρ. δημοσ. 104, Αθήνα 2014.

Anati E. 2000, «Τα ιερά σε βράχους στην Ευρώπη», Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού στην Ευρώπη, Aθήνα 2000, 142-144.

Angelopoulou A. 2017, “Early Cycladic fortified settlements: aspects of cultural continuity and changes in the Cyclades during the third millennium BC, Archaeological Reports 63 (2016-2017), 131-150.

Ανδρέου Η. – Ανδρέου I. 2017, Ίμβρος: Ένα μικρό νησί με μεγάλη ιστορία, τ. Ι-ΙΙ, Αθήνα.

Βλαχόπουλος Α. 2014, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2011, 93-96.

Βλαχόπουλος A., 2015α, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2012, 115-123.

Βλαχόπουλος A. 2015β, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2013, 213-225.

Βλαχόπουλος A. 2016α, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2014, 233-254.

Βλαχόπουλος A. 2016β, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2015, 315-322.

Βλαχόπουλος A. 2017α, «Αρχαιολογικές έρευνες πεδίου στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Δωδώνη (Ιστορία-Αρχαιολογία) τ. ΜΓ'-ΜΔ' (2014-2015), 371-411.

Βλαχόπουλος A. 2017β, «Πρωτοκυκλαδική σφραγίδα από τη Γρόττα της Νάξου. Συμβολή στην “ανάγνωση” των σφραγίδων της 3ης χιλιετίας π.Χ.», στο V. Vlachou – A. Gadolou (επιμ.), ΤΕΡΨΙΣ. Studies in Mediterranean Archaeology in Honour of Nota Kourou, Έtudes d’Archéologie 10, Brussels, 543-559.

Βλαχόπουλος A. 2018, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2016, 327-356.

Βλαχόπουλος A. 2019, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2017, 273-300.

Βλαχόπουλος A. 2020, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2018, 281-317.

Βλαχόπουλος Α. 2021, «Ανασκαφή στο Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2019.

Βλαχόπουλος A. (επιμ.) υπό έκδοση «Βαθύ Αστυπάλαιας 2013-2017. Πέντε χρόνια έρευνας σε ένα διαχρονικό παλίμψηστο του Αιγαίου», Χώρα Αστυπάλαιας 14 Ιουλίου 2018, Πρακτικά Συνεδρίου υπό έκδοση.

Βολανάκης Ιω., «Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της νήσου Αστυπάλαιας Δωδεκανήσου», Δωδεκανησιακά Χρονικά, ΙΘ΄ (2005), 85-128.

Coleman J.E. 1977, Keos I: Kephala. A Late Neolithic Settlement and Cemetery, Princeton.

Coleman J. – Facorellis Y. 2018, “The shadowy ‘proto-Early Bronze Age’ in the Aegean”, στο S. Dietz – F. Mavridis – Z. Tankosic – T. Takaoglou (επιμ.), Communities in transition. The Circum-Aegean Area during the 5th and 4th Millennia BC, Monograph of the Danish Institute at Athens, Volume 20, Oxbow books, 33-66.

Dawkins R. M. – Wace A.J.B., 1905-6, “Notes from the Sporades”, BSA 12, 152-159.

De Marinis R. 2000, «Στήλες-αγάλματα της Χαλκολιθικής Εποχής στην περιοχή των Άλπεων», Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού στην Ευρώπη, Aθήνα 2000, 145-152.

Ευσταθίου υπό έκδοση, «Πρόσφατες έρευνες σε σπήλαια της Αστυπάλαιας» στο Βλαχόπουλος υπό έκδοση.

Ευσταθίου Ι. – Τρανταλίδου Κ. 2020, «Σωστική ανασκαφή στο σπήλαιο ‘του Νέγρου 2’ Αστυπάλαιας», Αρχαιολογικό Δελτίο 69, 2014, Β2, 2358-2360.

Zάχος K. 2010, «Η μεταλλουργία στην Ελλάδα και στη ΝΑ Ευρώπη κατά την 5η και 4η χιλιετία π.Χ.», στο N. Παπαδημητρίου – Z. Tσιρτσώνη (επιμ.), Η Ελλάδα στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο των Βαλκανίων κατά την 5η και 4η χιλιετία π.Χ., Aθήνα 2010, 77-91.

Zachos K. – Douzougli A. υπό εκτύπωση, “Attica and the Cyclades from the Chalcolithic to the Early Bronze Age”, στο C. Doumas, A. Giannikouri, O. Kouka (επιμ.), The Aegean Early Bronze Age: New Evidence, International Conference, Athens, April 11th-14th 2008, Ministry of Culture – Archaeological Institute of Aegean Studies, υπό εκτύπωση.

Ζερβουδάκη Η. 1975, «Αστυπάλαια», Αρχαιολογικόν Δελτίον 26 (1971), Χρονικά, 549-552.

Ζερβουδάκη 1977, «Αστυπάλαια», Αρχαιολογικόν Δελτίον 27 (1972), Χρονικά, 676-677.

Gale, N.H. – Stos Gale, S.A. 2008, ‘Changing patterns in prehistoric Cycladic metallurgy’, in N. Brodie – J. Doole – G. Gavalas – C. Renfrew (eds), Horizon-Ορίζων. Α Colloquium on the Prehistory of the Cyclades, McDonald Institute Monographs, The McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge, Cambridge, 387-408.

Georgakopoulou M. – Douni K – Ginalas M. – Kakavogianni O. – Bassiakos I. 2020, “Recent finds from Final Neolithic and Early Bronze Age silver production sites in Southeastern Attica” στο N. Papadimitriou – J. C. Wright – S. Fachard – N. Polychronakou-Sgouritsa – E. Andrikou (επιμ.), Αthens and Attica in Prehistory. Proceedings of the International Conference, Athens, 27-31 May 2015, Oxford 2020, 185-192.

Hillson, S. υπό έκδοση, “The children’s remains in the burials from the Βαθύ excavations, 2012-2016”, στο Βλαχόπουλος υπό έκδοση

Κόλλιας Ηλ. 2004, «Τρεις μεσοβυζαντινές εκκλησίες της Αστυπάλαιας», Θωράκιον, τιμητικός τόμος στη μνήμη Π. Λαζαρίδη, Αθήνα 2004, 137-148.

Κεφάλας Σ. 2017, «Τα νομίσματα ως φυλακτά από τον 4ο έως τον 12ο αιώνα», στο Κ. Λιάμπη – Κ. Παπαευαγγέλου-Γκενάκου – Δ. Πλάντζος (επιμ.), Νόμισμα / Κόσμημα. Χρήσεις – Διαδράσεις – Συμβολισμοί από την Αρχαιότητα έως σήμερα, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Ίος 26-28 Ιουνίου 2009, Αθήνα 2017, 263-288.

Kouka O. 2008, “Diaspora, Presence or Interaction? The Cyclades and the Greek Mainland from the Final Neolithic to Early Bronze II”, στο Ν. Brodie – J. Doole – G. Gavalas – C. Renfrew (επιμ.), Horizon-Ορίζων. Α Colloquium on the Prehistory of the Cyclades, McDonald Institute Monographs, The McDonald Institute or Archaeological Research, University of Cambridge, 311-319.

Κυπαρίσση-Αποστολίκα A. 2001, Τα προϊστορικά κοσμήματα της Θεσσαλίας, Αθήνα 2001.

Λεγάκη Ειρ. 2014, «Βραχογραφίες Νάξου και Μικρών Κυκλάδων. Μια υπαίθρια πινακοθήκη ή κάτι παραπάνω;», Φλέα 44, 2014, 7-44.

Λεγάκη Ειρ. 2016, «Βραχογραφίες Νάξου και Μικρών Κυκλάδων» στο Ν. Σταμπολίδης (επιμ.), Κυκλαδική Κοινωνία 3.500 χρόνια πριν, Αθήνα 2016, 111-119.

McGeorge Ph. 2012, “The Petras Intramural infant jar burial: context, symbolism, eschatology”, στο M. Tsipopoulou (επιμ.), Petras, Siteia – 25 years of excavations and studies. Acts of a 2-days conference held at the Danish Institute at Athens, 9-10 October 2010, Monographs of the Danish Institute at Athens no 16, Athens 2012, 291-304.

McGeorge Ph. 2013, “Intramural Infant Burials in the Aegean Bronze Age, Reflections on symbolism and eschatology with particular reference to Crete”, στο O. Henry (επιμ.), Le Mort Dans La Ville, Pratiques, contexts et impacts des inhumations intra-muros en Anatolie, du début de l’Âge du Bronze à l’époque romaine, Istanbul 2013, 1-19.

Μαγνήσαλη M. – Μπιλής Θ. υπό εκδοση «Βαθύ Αστυπάλαιας. Οι μετασχηματισμοί της αρχιτεκτονικής» στο Βλαχόπουλος υπό εκδοση.

Μaniki A. υπό εκτύπωση, “Early Cycladic Akrotiri: The mortuary practice of enchytrismos”, στο C. Doumas (επιμ.), Akrotiri Thera, Forty years of research (1967-2007), Archaeological Society of Athens 15-16 December 2007, υπό εκτύπωση.

Mαραγκού Λ. 2005, Αμοργός ΙΙ. Οι αρχαίοι πύργοι, Αθήνα 2005.

Marangou L. – Renfrew C. – Doumas C. – Gavalas G. 2008, “Markiani on Amorgos: an Early Bronze Age fortified settlement – Overview of the 1985-91 Investigations”, στο N. Brodie – J. Doole – G. Gavalas – C. Renfrew (επιμ.), Horizon-Ορίζων. Α Colloquium on the Prehistory of the Cyclades, McDonald Institute Monographs, The McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge, Cambridge 2008, 97-105.

Marthari M. 2017, “Aspects of pictorialism and symbolism in the Early Bronze Age Cyclades: a ‘frying pan’ with longboat depiction from the new excavations at Chalandriani in Syros”, στο V. Vlachou – A. Gadolou (επιμ.), ΤΕΡΨΙΣ. Studies in Mediterranean Archaeology in Honour of Nota Kourou, Έtudes d’Archéologie 10, Brussels 2017, 147-160.

Massa M. – Sahoglu V. 2011, “Western Anatolian Burial Customs during the Early Bronze Age”, στο V. Sahoglu – P. Sotirakopoulou (επιμ.), 2011. Across. The Cyclades and Western Anatolia during the 3rd Millennium BC, Istanbul 2011, 164-171.

Μαστροθεόδωρος Γ. και Μπασιάκος Ι. 2014, «Αναλυτικές και τεχνολογικές μελέτες χάλκινων αντικειμένων από την ακρόπολη στο Κορφάρι των Αμυγδαλιών (Πάνορμος Νάξου)», στο Αγγελοπούλου Α., Κορφάρι των Αμυγδαλιών (Πάνορμος) Νάξου. Μία οχυρωμένη πρωτοκυκλαδική ακρόπολη, ΥΠΠΟΑ, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αρ. δημοσ. 104, Αθήνα 2014, 458-473.

Michalaki-Kollia M. 2010, “Un ensemble exceptionnel d’enchytrismes de nouveau-nés, de fœtus et de nourrissons découvert dans l’ile d’Astypalée en Grèce : Cimetière de bébés ou sanctuaire?”, στο A.–M. Guimier-Sorbets – Y. Morizot (επιμ.), L'Enfant et la mort dans l'Antiquité I. Nouvelles recherches dans les nécropoles grecques. Le signalement des tombes d'enfants, Actes de la table ronde internationale organisée à Athènes, 2008, Paris, de Boccard, 161-194.

Morris S.P. – Papadopoulos J.K. 2005, “Greek Towers and Slaves: An Archaeology of Exploitation”, American Journal of Archaeology 109 (2005), 155-225.

Ντούμας 2005, «Η Αστυπάλαια στην πρώιμη ιστορία του Αιγαίου. Θεωρίες και Αρχαιολογική Μαρτυρία», Δωδεκανησιακά Χρονικά ΙΘ΄, 2005, 17-33.

Ντούμας Χρ. 1965, «Κορφή τ’Αρωνιού: μικρά ανασκαφική έρευνα εν Νάξω», Αρχαιολογικόν Δελτίον B 20 (1965), 41-64.

Ντούμας Χρ. 2010, «Βαθύ Αστυπάλαιας», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 2008, 133-134.

Παναγιωτοπούλου-Ατζακά Π. 2014, «Τα ψηφιδωτά δάπεδα των νησιών του Αιγαίου, με έμφαση Δωδεκάνησα, κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Σχέσεις με τα ψηφιδωτά των προς Ανατολάς περιοχών», στο Ν. Ζάρρας – Μ. Στεφανάκης (επιμ.), Αρχαιολογία και Τέχνη στα Δωδεκάνησα κατά την ύστερη Αρχαιότητα. Πρακτικά ημερίδας στη μνήμη του Ηλία Κόλλια, Ρόδος 19 Δεκεμβρίου 2011, Ευλιμένη 2, Ρέθυμνο 2014, 41-80.

Παπαβασιλείου Ελ. υπό έκδοση, «Αρχαιολογικά κατάλοιπα από την παλαιοχριστιανική περίοδο στην Αστυπάλαια (4ος–7ος αι. μ.Χ.)», στο Βλαχόπουλος υπό εκδοση.

Papazoglou-Manioudaki L. 2019, “An Early Cycladic Figurine from the Acropolis of Athens”, στο M. Marthari – C. Renfrew – M. Boyd (επιμ.), Early Cycladic Sculpture in Context from Mainland Greece, the North and East Aegean, Oxford - Philadelphia, 2019, Oxford – Philadelphia 2019, 22-34.

Παπαστεφανάκη Λ. υπό εκδοση, «Τα ασβεστοκάμινα της Αστυπάλαιας: άνθρωποι, παραγωγή, τεχνικές στη διάρκεια του 20ού αιώνα", στο Βλαχόπουλος υπό εκδοση.

Peschlow-Bindokat A. – Gerber C. 2012, “The Latmos-Besparmak Mountains. Sites with Early rock Paintings in Western Anatolia”, στο M. Özdoğan – N. Başgelen – N. - P. Kuniholm (επιμ.), The Neolithic in Turkey. New Excavations and New research. Vol. 4 – Western Turkey, Istanbul 2012, 67-115.

Poulianos N. 2018, “Infant Burial at Neolithic Ftelia, Mykonos”, στο A. Sampson – T. Tsourouni (επιμ.), Ftelia on Mykonos, Greece. Neolithic Networks in the Southern Aegean Basin, v. ii, Athens 2018, 237-239.

Ρόμβος Τ. 2002, Στα ίχνη. Το λίθινο χρονικό της Σύρου, Μυτιλήνη 2002.

Ross L. 1843, Riesen auf des Griechischen Inseln des aegaeischen Meeres, τόμος ΙΙ, Sturgard – Tuebingen 1843.

Steinmann B. 2016, “Zwei fruehkykladische Dolche aus der Sammlung der Badischen Landesmuseums. Zu Kontexten und Typologie von Metalldolchen“, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 131 (2016), 1-30.

Televantou C. 2017, “Figurines from Strophilas, Andros”, στο M. Marthari – C. Renfrew – M. Boyd (επιμ.), Early Cycladic Sculpture in Context, Oxford – Philadelphia 2017, 39-51.

Televantou C. 2018, “The Roots of the Pictorial Art in Cyclades: from Strophilas to Akrotiri”, στο A. Vlachopoulos (επιμ.), PAINTBRUSHES. Wall-Painting and Vase-Painting of the 2nd millennium BC in dialogue, Athens 2018, 42-65.

Televantou C. 2019, “The Neolithic Settlement at Strofilas, Andros”, Papyri - Scientific Journal 8 (2019), 146-181.

Tsigkas G. – Sfikas G. – Pasialis A. – Vlachopoulos A. – Nikou Chr. 2020, “Markerless detection of ancient rock carvings in the wild: rock art in Vathy, Astypalaia”, Pattern Recognition Letters 135 (2020), 337–345.

Tzovaras P. 2020, “Before ‘Thalassocracies’: Reconstructing the ‘longboat’ and rethinking its use and social implications in the 4th millennium South Aegean”, στο N. Raad – C. Cabrera Tejedor (επιμ.), Ships, Boats, Ports, Trade, and War in the Mediterranean and Beyond. Proceedings of the Maritime Archaeology Graduate Symposium 2018, BAR IS 2961, Oxford 2020, 3-22.

Φανταουτσάκη Χ. 2020, «Αστυπάλαια», Αρχαιολογικό Δελτίο 69 (2014), Χρονικά, 2336-2341, 2345-2348.

Φανταουτσάκη στον παρόντα τόμο, "Αρχαιολογικό οδοιπορικό στην Αστυπάλαια".

Φανταουτσάκη υπό έκδοση, «Αρχαιολογικά Αστυπάλαιας. Νεότερα στοιχεία από τις πρόσφατες έρευνες», στο Βλαχόπουλος υπό εκδοση.

Φιλιππίδης Δ. υπό έκδοση, «Συνοικισμοί βοσκών στο Βαθύ της Αστυπάλαιας» στο Βλαχόπουλος υπό έκδοση.

Vlachopoulos A. – Angelopoulou A. 2019, “Early Cycladic Figurines from Vathy, Astypalaia”, στο M. Marthari – C. Renfrew – σ M. Boyd (επιμ.), Beyond the Cyclades: Early Cycladic Sculpture in Context from Mainland Greece, the North and East Aegean, Oxford - Philadelphia 2019, 202-226.

Wedde M. 2000, Towards a hermeneutics of Aegean Bronze Age ship imagery, Manheim and Möhnesee 2000.