Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni
Σενάριο: Michelangelo Antonioni, Tonino Guerra
Φωτογραφία: Carlo di Palma
Μουσική: Giovanni Fusco
Ηθοποιοί: Monica Vitti, Richard Harris, Carlo Chionetti, Rita Renoir
Τοποθεσία: Ιταλία 1964
Διάρκεια: 120’

Σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο έξω από τη Ravenna, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πνιγηρή από την ομίχλη και τη μόλυνση ζει η Giuliana με το μικρό γιο της το Valerio και τον άντρα της Ugo, διευθυντή του εργοστασίου. Η Giuliana έχει περάσει μια μεγάλη νευρολογική κρίση μετά από ένα αυτοκινητικό ατύχημα, έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και έχει νοσηλευτεί σε νευρολογική κλινική. Ο άντρας της, στον οποίο αποφεύγει να πει όλη την αλήθεια για το πώς αισθάνεται, την προστατεύει αλλά δεν φαίνεται να την καταλαβαίνει. Εμφανίζεται ο Corrado Zeller που θέλει να συνεργαστεί με το εργοστάσιο και να ανοίξει κάτι δικό του στη Παταγονία. Κάνουν λίγο παρέα με τη Giuliana. Μια μέρα βρίσκονται όλοι μαζί, με το σύζυγο και τους φίλους τους, σε ένα πάρτι που κινδυνεύει να μετατραπεί σε όργιο. Η Giuliana θέλει να ανοίξει μια μπουτίκ. Ο γιος της προσποιείται πως έχει πολιομυελίτιδα για να την ταράξει και να την κάνει να τον προσέξει. Όταν εκείνη αντιλαμβάνεται την προσποίηση, τα χάνει και πηγαίνει να συναντήσει τον Corrado στο ξενοδοχείο του. Εκείνος εκμεταλλεύεται την αδυναμία της και κάνουν έρωτα. Η Giuliana είναι πεπεισμένη ότι δεν έχει θεραπευτεί. Η ζωή συνεχίζει μέσα στους καπνούς, στη μόλυνση και στην υγρασία.

Η μεγάλη πρωτοτυπία της ταινίας συνίσταται στη χρήση του χρώματος. Ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του Antonioni, αλλά ο σκηνοθέτης χειρίστηκε το χρώμα με τη μαεστρία που χειριζόταν το ασπρόμαυρο, καθώς και με τη γνώση και την επιρροή της σύγχρονης ζωγραφικής. Σχεδόν κανένα κομμάτι της ταινίας, με εξαίρεση το παραμύθι-όνειρο της Giuliana για μια παραδεισένια παραλία δεν έχει φυσικά χρώματα. Όλα είναι δηλωτικά της ψυχικής διάθεσης των ηρώων και κυρίως της κεντρικής ηρωίδας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή δεν ήταν δυνατή η ηλεκτρονική αλλοίωση των χρωμάτων και έτσι τις περισσότερες φορές ο σκηνοθέτης ήταν αναγκασμένος να βάφει ολόκληρους δρόμους. Η προσοχή στα κάδρα της ταινίας είναι ανάλογη με αυτή που είχε δείξει στην «Τριλογία» του (Η νύχτα, Η έκλειψη, Η περιπέτεια). Ο φορμαλισμός οδηγείται στα άκρα. Τμήματα αντικειμένων τονίζονται και τοποθετούνται έτσι ώστε ο θεατής να έχει την εντύπωση πινάκων αφηρημένης ζωγραφικής. Οι ηθοποιοί τοποθετούνται με ακρίβεια για την καλύτερη ισορροπία του κάδρου.

Καινοτομία της φόρμας της ταινίας σε σύγκριση με τις προηγούμενες είναι η υπερτονισμένη χρήση του φλου. Σε αυτή τη λύση οδηγήθηκε ο σκηνοθέτης από το χρώμα. Ήταν άλλος ένας τρόπος να προδώσει την αληθοφάνεια του. Όχι μόνο το φόντο αλλά συχνά και οι άνθρωποι που μιλάνε είναι θολοί σαν την ομίχλη του τοπίου. Άλλες πάλι στιγμές ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το χρώμα σαν αποκλειστικό στοιχείο αναφοράς στην πλοκή, όπως όταν, κατά τη συζήτηση για το ταραγμένο μυαλό της ηρωίδας η μηχανή εστιάζει πάνω σε έγχρωμα σχέδια του τοίχου που μοιάζουν με εικόνες του εγκεφάλου. Το περιβάλλον, η αρχιτεκτονική, το αστικό τοπίο που τόση σημασία είχαν στις προηγούμενες ταινίες του αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σε αυτή. Το σπίτι, η διακόσμησή του, παρακολουθούν την αισθητική των βιομηχανικών κτιρίων. Στην «Κόκκινη έρημο» το βιομηχανικό τοπίο είναι πρωταγωνιστής. Ο έξω χώρος εισβάλει στον έσω. Το έξω απειλεί το μέσα. Τα πλοία σκεπάζουν τα παράθυρα. Τα ανοίγματα των διαμερισμάτων είναι κάδρα του έξω κόσμου. Η μουσική παρακολουθεί τη νέα αισθητική. Αποτελείται και αυτή από βιομηχανικούς και ηλεκτρονικούς ήχους. Μάλιστα για πρώτη φορά μπορούμε να πούμε ότι η μουσική ή καλύτερα οι ήχοι, αποτελούν πρωτεύοντα δημιουργικό παράγοντα της ταινίας στον ίδιο βαθμό με το χρώμα, και πάντως σε σημαντικότερο βαθμό από το λόγο.

Η πρόθεση του σκηνοθέτη δεν είναι να μας κάνει να στραφούμε εναντίον του νέου κόσμου, αφού επιδιώκει και καταφέρνει να μας τον δείξει μέσα από καλαίσθητες και μερικές φορές υπέροχες εικόνες. Αντιθέτως, προσπαθεί να ανιχνεύσει την ομορφιά αυτού του νέου κόσμου, χωρίς ωστόσο να αγνοεί τα περιβαλλοντικά ζητήματα με τις κοινωνικές και ψυχοπαθολογικές προεκτάσεις τους. Το σχόλιο του είναι πως το πρόβλημα βρίσκεται στον άνθρωπο που δεν μπορεί να προσαρμοσθεί στην εξωτερική πραγματικότητα. Ίσως το παιδάκι, ο Valerio, τα καταφέρνει καλύτερα. Τα παιχνίδια του είναι είτε ρομπότ, είτε παιχνίδια για τα οποία του δίνονται επιστημονικές εξηγήσεις. Ίσως και τα ζώα να προσαρμόζονται ευκολότερα. Τα πουλιά, όπως λέει η Giuliana στον μικρό Valerio, έχουν μάθει να μην περνάνε μέσα από τον δηλητηριασμένο κίτρινο καπνό της καμινάδας.

Ο ονειρικός κόσμος της ερημικής (και «κόκκινης») παραλίας δεν μπορεί παρά να αποτελεί πλέον απόπειρα διαφυγής. Μιάς αδύνατης επιστροφής σε ένα εξωραϊσμένο παρελθόν, μιας απόπειρας αυτοκτονίας.

Πλάτων Ριβέλλης: Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου “Εκδόσεις Φωτοχώρος”